Μπρος λοιπόν στην καθολική αναγνώριση του Καζαντζίδη ως τραγουδιστή τραυλίζουν την δική τους τοποθέτηση, ευτυχώς χωρίς πολλούς συνακόλουθους.
Η αλήθεια είναι πως ο Καζαντζίδης απειροελάχιστα τραγούδια έχει τραγουδήσει απ' αυτά που έχει γράψει η Αγία Τριάδα της Ελληνικής μουσικής: Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος.
Και όχι μόνο ελάχιστα έχει τραγουδήσει αυτούς τους τρεις, αλλά και πέραν αυτών υπάρχει μια πλειάδα σημαντικών συνθετών που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, ή συνεργάστηκαν ελάχιστα σε σχέση με το αξιακό μέγεθος του Καζαντζίδη.
Παραδείγματος χάριν. Ο Καζαντζίδης δεν έχει τραγουδήσει ποτέ Κουγιουμτζή, Σπανό, Μαρκόπουλο, Κραουνάκη και άλλους πολλούς συνθέτες που έχτισαν την ιστορία του Ελληνικού τραγουδιού και απογείωσαν με τα έργα τους δεκάδες τραγουδίστριες και τραγουδιστές.
Με το Σταύρο Κουγιουμτζή, ας πούμε, δεν συνεργάστηκε ποτέ. Υπήρχε όμως μεταξύ τους τεράστια αλληλοεκτίμηση. Ο Κουγιουμτζής σε συνέντευξή του παραδέχτηκε ότι, το "Νάτανε το 21" το προόριζε για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Κάπου εκεί παρενέβη ο Πατσιφάς της "Λύρα" και του επεσήμανε ότι αν το τραγουδήσει ο Καζαντζίδης θα το πει όπως θέλει εκείνος, ενώ αν το τραγουδήσει ο "άλλος" θα ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες που θα του δώσουμε. Επηρεασμένος ο Κουγιουμτζής είπε: Εντάξει ας το τραγουδήσει ο "άλλος".
Ο "άλλος" ήταν ο Γιώργος Νταλάρας που τελικά είπε και το τραγούδι. Και κάπως έτσι χάθηκε η ευκαιρία να συνεργαστούν δύο μεγάλοι καλλιτέχνες. Απ' αυτή την ατυχία, παραδέχτηκε ο Κουγιουμτζής, δεν είπε ο Καζαντζίδης κάποιο τραγούδι μου.
Σε μια συνέντευξή του ο Γιάννης Σπανός εκφράζοντας την αγάπη του και την αναγνώρισή του για τον Καζαντζίδη, αποκάλυψε πως είχε φτιάξει μια κασέτα με τραγούδια γι' αυτόν αλλά δεν τον συνάντησε ποτέ για να του την δώσει. Ακόμα εξέφρασε την άποψη του, που είναι και άποψη πολλών, όπως είπαμε και παραπάνω, ότι δεν έχει τραγουδήσει ωραία τραγούδια. Συμπλήρωσε όμως ότι όποιο τραγούδι και να είπε το ανέβαζε εκεί πάνω. Ακούς Καζαντζίδη είπε χαρακτηριστικά, δεν ακούς ένα τραγούδι του Καζαντζίδη!
Σε ότι αφορά τον Γιάννη Μαρκόπουλο για τις ανάγκες της ταινίας "Οι αδίστακτοι" ο Καζαντζίδης τραγούδησε ένα και μοναδικό τραγούδι του συνθέτη. Κι αυτό είναι μεγάλο κρίμα για το Ελληνικό τραγούδι γιατί το ταίριασμα αυτών των δυο είναι σίγουρο πως θα διέπονταν από μια εξαιρετική χημεία.
Μάνο Λοΐζο δεν είχε τραγουδήσει μέχρι το 1991. Δεν ξέρω πώς αλλά σ' αυτή τη χρονολογία τραγούδησε δύο απίστευτα τραγούδια του Μάνου. Ηχογραφημένα και τα δύο σ' ένα σαρανταπεντάρι της εποχής. Τα τραγούδια ήτανε από μόνα τους μεγαλειώδη, αλλά με την προσθήκη του Καζαντζίδη απογειώθηκαν με τέρμα τον ουρανό. Το πρώτο τραγούδι ήταν το " Όταν βλέπετε να κλαίω" και το φλιπ σάιντ ήτανε το "Δεν θα ξαναγαπήσω".
Άργησαν να κάνουν καριέρα. Στην αρχή τους, το κοινό τα αντιμετώπισε μουδιασμένο. Λίγο, λίγο άρχισαν να κάνουν εκκωφαντικό κρότο και τα δύο. Αρκετά χρόνια αργότερα το φλιπ σάιντ όχι μόνο υπερκέρασε το πρώτο τραγούδι του δίσκου αλλά έγινε και εθνικός ύμνος!
Ζεϊμπεκιά από τις λίγες.
Τέτοια ζεϊμπέκικα μόνο ο Λοΐζος μπορούσε να γράψει.
Ήρθε λοιπόν το "Δεν θα ξαναγαπήσω", κόλλησε δίπλα στο "Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας" -άλλο μοναδικό αριστούργημα- και στο "Σε πέντε ώρες ξημερώνει Κυριακή" (Που γίνεται χαρακτηριστική αναφορά στο Στέλιο. Κάποια στιγμή θα επιχειρηθεί εκτενής αναφορά γι' αυτό το τραγούδι) και προστέθηκαν στο παλμαρέ των επιτυχιών του Λοΐζου αναδεικνύοντας την μεγαλοφυΐα του.
Συνδετικοί κρίκοι μεταξύ του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού υπήρξαν αρκετοί μεγαλειώδεις συνθέτες. Ο Βασίλης Τσιτσάνης με τον Γιάννη Παπαϊωάννου κυρίως, ο Μανώλης Χιώτης και ο Γιώργος Μητσάκης που ακολουθούσαν κατά πόδας, κι έπειτα ο Γιώργος Ζαμπέτας ο Απόστολος Καλδάρας και ο Άκης Πάνου.
Αυτοί οι γίγαντες τίμησαν δεόντως τον Καζαντζίδη και το ταλέντο του και του χάρισαν πολλά από τα τραγούδια τους να τα στολίσει με την φωνή του.
Τα τραγούδια του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Χιώτη, του Μητσάκη, πιο κοντά στο ρεμπέτικο. Η συνθετική δεινότητα του Καλδάρα που κύριο χαρακτηριστικό της είχε την αστική ευγένεια του δημιουργού. Η λυρικότητα του Ζαμπέτα είτε συνθέτοντας, είτε παίζοντας το μπουζούκι του. Το τραχύ δωρικό ύφος του Πάνου που διακρίνονταν σε κάθε στροφή των τραγουδιών του. Όλα αυτά μαζί και το κάθε ένα ξεχωριστά έκαναν τα τραγούδια τους να ακούγονται τόσο διαφορετικά, παρόλο που προέρχονταν από την ίδια αφετηρία. Εδώ ο Καζαντζίδης κατάφερε με εργαλείο τη φωνή του, να φέρει τόσο κοντά τον έναν στον άλλον, αλλά και να διατηρήσει με σοφία τις μεταξύ τους ιδιομορφίες λειαίνοντας την οποιαδήποτε μεταξύ τους καλλιτεχνική αντίθεση.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης ήταν λαϊκός τραγουδιστής. Ήταν ο ορισμός του λαϊκού τραγουδιστή. Όσοι συνθέτες απευθύνονταν στο Στέλιο προτάσσοντας τα τραγούδια τους, δύσκολα θα του παρέδιδαν υλικό που θα ήταν κόντρα στη καταγωγή του και στον χαρακτήρα του.
Αλήθεια είναι πως, ίσως, λόγω καταγωγής ήταν κομμάτι μονοκόμματος, ανελαστικός στους νεωτερισμούς και στους κάθε είδους πειραματισμούς.
Εξαίρεση αποτελεί το "Στην Ελλάς του 2000" του Αντώνη Βαρδή. Η συμμετοχή του Στέλιου Καζαντζίδη σε συνδυασμό με την αισθαντική φωνή του συνθέτη και την εξαιρετική ερμηνεία των Κατσιμιχαίων κάνει το τραγούδι ασυναγώνιστο.
Τέτοιες συνεργασίες με τέτοια θεαματικά αποτελέσματα μπορούσε να κάνει άπειρες ο Στέλιος Καζαντζίδης, αλλά είπαμε...
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όταν ηχογραφούσε τα τελευταία τραγούδια του Σούκα επιβεβαιώνοντας ότι ήταν αυτό που λέμε Λαϊκός Τραγουδιστής αποφάνθηκε:
"Αυτά είναι τραγούδια κύριοι!"
Εννοώντας ότι: αυτά τα τραγούδια γουστάρω, αυτά τα τραγούδια μου πάνε, αυτά τα τραγούδια απογειώνω και μ' αυτά απογειώνομαι.
Κι αυτά τα τραγούδια ήταν του Στέλιου Χρυσίνη, του Μπάμπη Μπακάλη, του Θόδωρου Δερβενιώτη, του Βασίλη Βασιλειάδη, του Θόδωρου Πολυκανδριώτη και προς το τέλος του Τάκη Σούκα αλλά και άλλων πολλών. Γιατί ο Στέλιος έφυγε αλλά μας άφησε για κληρονομιά μια τεράστια δισκογραφία.
Ιδιαίτερη συνεργασία τα νεώτερα χρόνια είχε με τον Χρήστο Νικολόπουλο. Ο μικρός που στο πάλκο συνόδευε τον Στέλιο με το μπουζούκι του, σιγά-σιγά εξελίχτηκε σε συνθέτη περιωπής. Ο δίσκος "Υπάρχω" με συνθέσεις του Χρήστου Νικολόπουλου είναι από τους πιο πλήρεις που έχει τραγουδήσει ο Στελάρας! Αργότερα ο Νικολόπουλος επέκτεινε την γκάμα του σε άλλες ατραπούς δύσβατες και διαφορετικές με τεράστια επιτυχία.
Ο Στέλιος, (για να αρχίσουμε να τον λέμε, όπως ο όλος ο κόσμος τον αποκαλούσε ) δεν έβαζε ποτέ στο στόμα του ό,τι δεν καταλάβαινε.
Κάποτε που τον ρώτησαν αν του αρέσει ο Σαββόπουλος απάντησε:
Κοιτάξτε δεν ξέρω πολλά γράμματα. Είμαι της Δ' Δημοτικού. Αν είναι να ρωτάω αυτούς που ξέρουν γράμματα για να καταλάβω τι θέλουν να πουν κάποιοι με τα τραγούδια τους, να το βράσω! Πάντως σήμερα οι περισσότεροι κοιτάζουν να κάνουν δύσκολο τραγούδι κι ύστερα του κολλούν μια ρετσινιά - έντεχνο, κουλτουριάρικο, ποιοτικό - και το απομονώνουν . Φτάσαμε να θεωρούμε ποιοτικό το ακατανόητο και το χειρότερο σε όλα αυτά βάζουμε την ταμπέλα "λαϊκό τραγούδι". Προς Θεού είναι δυνατό να λες "Λαϊκό τραγούδι" και ο μόνος που δεν το καταλαβαίνει να είναι ο Λαός!
Ο Στέλιος ακόμα και όταν τραγούδαγε το "Σαββατόβραδο" του Μίκη, ή το "Ο κυρ Αντώνης" του Μάνου, δεν πέρασε ποτέ στα σαλόνια της διανόησης και της κουλτούρας.
Δεν τους ήθελε και δεν τον ήθελαν.
Μ' αυτή τη σειρά, γιατί ο Στέλιος ήταν ένας και μοναδικός απέναντι σ' ένα άχρωμο πλήθος καβαλημένων κουλτουριάρηδων.
Ο Στέλιος είχε ωραία φωνή όταν τραγούδαγε, αλλά είχε ωραιότερη όταν μιλούσε.
Ήθελες πολλά αυτιά για να τον ακούς και πάλι να μη χορταίνεις.
Τραγουδώντας σε έκανε να ανακαλύπτεις ότι το ύψος, το βάθος, η χροιά της φωνής του ήταν εξωπραγματικά, εξωγήινα!
Μιλώντας όμως, άκουγες να στολίζει και να ορίζει το κάθε γράμμα που πέρναγε από το λαρύγγι του δίνοντάς τους την πραγματική αξία ή αν θέλετε την ακριβή αίσθηση για την οποία δημιουργήθηκαν. Το όμικρον ήταν ( ο ) μικρό και το ωμέγα ήταν ( ω ) μεγάλο. Το άκουγες, το ένοιωθες, το ξεχώριζες. Το άλφα στο στόμα του Καζαντζίδη άλλοτε ήταν φωνήεν και άλλοτε είχε την χάρη του σύμφωνου. Ανάλογα με τα κέφια του Στέλιου.
Ακούγοντας το σίγμα, το ρω, το ζήτα, από τον Στέλιο, φανταζόσουνα πως αυτός ήταν ο πλάστης τούτων των γραμμάτων!
Συνεχίζεται.