Κυριακή, 24 Σεπτεμβρίου 2023 18:32

Κέφαλοι και κεφαλόπουλα να φας ν'αναστηθείς, του Χρήστου Μποκόρου, από το fb

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

kefalosΠήρα δυο κέφαλους πρωί, τους άνοιξα πετάλια, τ’ αλάτισα με λίγη αφρίνα, τα κρέμασα να στάξουν μέχρι να μπουν στον φούρνο, όπως τα τρώγαμε στ’ Αγρίνιο παλιά, τότε βέβαια τα γέρναμε σε κεραμίδι ανάποδο λιγάκι να στραγγίξουν και τ’ απιθώναμε στα κάρβουνα μετά ν’ αργοψηθούνε στο ζουμί τους. Τα πιο μικρά, τα μυξινάρια, τα τρώγαμε τηγανητά, τα μεγαλύτερα κεφαλόπουλα τα ψήναμε στη σχάρα με λαδολέμονο και ρίγανη αρτισμένα, τα πιο μεγάλα, στειράδια και μπάφες με τ’ αυγά, τα κόβαμε φέτες χοντρές στη σούπα, με κρεμμύδι, πατάτες, καρότα, σέλινο από κάτω κι αυτά στρωμένα πάνω τους, ίσα να τα σκεπάζει το νερό, έβραζαν στον ατμό σχεδόν κι η κατσαρόλα ασκέπαστη ή μισοσκεπασμένη μην κόψει η μυρουδιά της θάλασσας, τ’ αυγόκοβε η μάνα μας μετά κι έριχνε μαυροπίπερο φρέσκο κοπανισμένο στο μπρούτζινο γουδί, να φας, να το ευχαριστηθείς, να πιεις και το ζουμί ν’ αναστηθείς.

Στα χρόνια της δανεικής μας αφθονίας περιφρονήθηκαν κι ακόμα είναι πολλοί που δεν τα τρώνε. Θυμάμαι μια φορά, έφηβος, γυρίζαμε με τον πατέρα μου απ’ τις Οινιάδες, πνιγμένες τότε σε βελανιδιές, πουρνάρια, αγκάθια, βούρλα, βαλτοτόπια και γουρούνια, το θέατρο, το Νεώριο, τα ερείπια, το τείχος, απροσπέλαστα, κοπιάσαμε πολύ να τα φωτογραφίσουμε, βραδιάσαμε στο Αιτωλικό, κάπου εκεί δίπλα στο γεφύρι, μπρος στις φτενές γαΐτες και τα πριάρια, είχανε θράκα αναμμένη καταγής κάτι ψαράδες, κάποιος γνωστός μας είδε καβάλα στο μηχανάκι και μας φώναξε να σταθούμε, να πιούμε ένα ουζάκι στα όρθια, “Ε Θωμά! ελάτε ‘δω, που πάτε;” μόλις είχανε ξεψαρίσει σταφνοκάρι και είχαν πετάξει στη φωτιά ολόφρεσκα μυξινάρια, τσιτσίριζαν στα κάρβουνα, μύριζε μούτιλη τριγύρω η λιμνοθάλασσα, “Έλα παλληκαράκι μου να δοκιμάσεις, σου ‘χω φρεσκαδούρα, πάρε!” μου λέει ο ψαράς να με φιλέψει, κράταγε με τα δυο του δάχτυλα απ’ την ουρά ένα έτοιμο, ψημένο, τρομάζω εγώ, σιχάθηκα, πώς να το φάω έτσι ακαθάριστο με εντόσθια και λέπια μεσ’ στη στάχτη, ντρεπόμουν κιόλας ν’ αρνηθώ στην τόση εγκαρδιότητα της απρόσμενης συνάντησης, με βλέπει ο ψαράς άμαθον και διστακτικόν, με τον αντίχειρα του άλλου χεριού τραβάει το κεφάλι, φεύγουν μαζί του και τα σπλάχνα, τα ‘ρίξε στα γατιά που κόβαν βόλτες γύρω, έβγαλε και τη ραχοκοκαλιά, ίδιος ταχυδακτυλουργός, το σήκωσε ψηλά και μου δώσε στο στόμα το ψαχνό, άσπρο, αχνιστό με τη δικιά του υγρασία να στάζει, πεντανόστιμο, δεν είχα φάει καλλίτερο κι έμεινε η μνήμη του ανεξίτηλη να ‘ρχεται, να ξανάρχεται, ακατάλυτη, να παραστέκει απρόσωπους κι ετοιματζίδικους καιρούς αυτή η απλότητα, η γεύση της χειροποίητης ζωής που με το τίποτε γινόταν πανηγύρι. Θα ‘ρθει ο νέος Θωμάς που τ’ αγαπάει το βράδυ να τα φάμε με χόρτα και φασόλια μαυρομάτικα.

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 24 Σεπτεμβρίου 2023 18:42
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση