Παρασκευή, 01 Σεπτεμβρίου 2023 20:19

ΣΤ'ΑΛΩΝΙΑ, της Ελένης Ε. Νανοπούλου

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

trigosκι από πάνου το φεγγάρι ,το χρυσό μηδενικό,

στο δικό μου μερτικό μες στ΄αλώνι του Αλωνάρη          Γ. Ρίτσος

Ο τρύγος, ένα πανηγύρι ζωής από την εποχή του Χαλκού ﮲  ο Διόνυσος λατρευόταν  και στην Κόρινθο και στην Σικυώνα ﮲ πώς αλλιώς; Όλος ο πεδινός νομός με αμπέλια. Ο Αύγουστος σε ξέφρενο πανηγύρι﮲  τόσο που γινόταν στην πρωτεύουσα και Γιορτή του Σταφυλιού από 1960 ως 1970 και τη βραδιά της λήξης εκλεγόταν και η Μις Σταφύλι.

 Για μας ήταν η παιδική χαρά έξω από το χωριό, η δική μας εξοχή. Αυτό που ακούγαμε από τους Αθηναίους να λένε για τις διακοπές τους στην εξοχή, όταν έφευγαν από τα σπίτια τους για να πάνε κάπου αλλού το καλοκαίρι.

Έτσι μέναμε στ΄αλώνια όλο τον Αύγουστο σχεδόν  για να είμαστε δίπλα και να προστατεύουμε το εισόδημα, την ξερή σταφίδα. Όχι λιγότερο σημαντικός και ο λόγος της απόστασης από το σπίτι στο χωριό. Είτε με τα πόδια είτε με τα ζώα αρκετός ο χαμένος χρόνος για να πηγαινοέρχεσαι καθημερινά.

Τότε η παιδική ηλικία σαν παραμύθι, πλούσιο σε ονειρεμένη ζωή με την υπόσχεση ότι θα ΄ρθουν μέρες τυλιγμένες με χρυσόσκονη σε μιαν εύκολη ευτυχία , έκανε τα μάτια μας να γυαλίζουν από χαρά. Ώσπου γίναμε μεγάλα παιδιά κι έπρεπε πλέον να δουλέψουμε κι εμείς πλάι στους μεγάλους. Φεύγαμε από το σπίτι, μετακομίζαμε στ΄αλώνια  έξω από το χωριό εκεί που άρχιζε η κοκκινιά. Η ζωή εκεί συσπειρωνόταν γύρω από τον ίσκιο, κατασκευασμένο για ένα καλοκαίρι μόνο. Ήταν ένα πι με καλαμένιους τοίχους και στη στέγη πάνω απ΄τα καλάμια έριχναν κομμάτια τσίγκων με μια ελαφριά κλίση για τις ξαφνικές καλοκαιριάτικες βροχούλες. Μέσα στον ίσκιο-όνομα και πράγμα- έστηναν ξύλινους πάγκους πάλι σε σχήμα πι. Εκεί κάθονταν οι γυναίκες της οικογένειας και οι εργάτριες με τις απλάδες –κάτι ελαφριά τσίγκινα ρηχά ταψιά-στα γόνατά τους. Εκεί μέσα καθάριζαν τα σταφύλια από τις σάπιες ρόγες  και δοκίμαζαν και καμιά ρόγα .

Τρελαινόμουν για τη ροζακιά, μπορούσα να τρώω ολημερίς αλλά περισσότερο περίμενα τα τελευταία  σταφύλια της χρονιάς, τα καμπανάρια- με τις μικρές σκληρές ρόγες, κατακίτρινες κι ολόγλυκες.

Παρατηρούσα τα ηλικιωμένα δουλεμένα χέρια  και τις ζάρες των μετώπων, αδιανόητο ότι θα τα αποκτούσα κάποτε. Δίπλα στα πόδια τους που σκεπάζονταν καλά με μακριές ποδιές, άφηναν οι άντρες τα πλεχτά καλαμένια κοφίνια έτσι όπως έφταναν από το κτήμα με τα τρυγημένα κλήματα, γεμάτα ξέχειλα με τα σταφύλια. Παλιά τα μετέφεραν με τα ζώα, αργότερα τα φόρτωναν στην καρότσα της μηχανής κι έτσι γινόταν πιο γρήγορα και εύκολα η δουλειά. Την ψηλή σταχτιά γαϊδούρα μας την λυπόμουν φορτωμένη ﮲ την αγαπούσα γιατί πάνω σ΄αυτήν πήγαμε για τα πρώτα μας μπάνια στη θάλασσα.

Από "θέρο" δεν ήξερα αλλά " τρύγο πόλεμο"  έβλεπα μπρος μου. Συλλογική η δουλειά με τους δουλευτές συμμάχους ενάντια στο χρόνο, όχι ενάντια στον θάνατο που είναι μοναχική δουλειά. Από το Μπαζδή στ ΄Αλώνια, όλοι μαζί. Είχαν σημασία τα τοπωνύμια ή μόνο “τα συναισθήματα επί των τοπωνυμίων” που λέει ο Πεντζίκης. Και δεν είχα σκύψει να βρω την ετυμολογία  τους, μέχρι που ο τελευταίος Γυμνασιάρχης της μαθητικής μου ζωής με έβαλε να σκεφτώ μήπως η Βόχα-η πεδινή ζώνη του νομού- προκύπτει από την αρχαία λέξη Ευωχία. Ο εύφορη λωρίδα που έψαξα στον Παυσανία αλλά στα Κορινθιακά του την παραλείπει πορευόμενος από την Κόρινθο προς την Σικυώνα-εποχή παρακμής;

Φόρτωναν, λοιπόν, οι άντρες στο χτήμα τα κοφίνια που γέμιζαν συνεχώς οι τρυγητές και κάποιο παιδί πεζό οδηγούσε το ζώο στ΄αλώνια . Εκεί το ξεφόρτωναν αμέσως, έπινε νερό και ξανά πίσω στο χτήμα, αυτή τη φορά με αδειανά κοφίνια και τον οδηγό πάνω στο σαμάρι. Τα καθαρισμένα σταφύλια τα έριχναν οι γυναίκες σε τσίγκινα τώρα κοφίνια. Είχαν ένα παράξενο σκούρο γκρίζο χρώμα με μπλε-μολυβένια απόχρωση και δυο μαύρα γυαλιστερά χερούλια. Ολόγυρα στην περιφέρεια και στον πάτο τους είχαν τρύπες καλοφτιαγμένες. Τα σήκωναν απ΄τα χερούλια οι βουτηχτάδες, τα βουτούσαν στην ποτάσα για λίγο κι έπειτα τα ακουμπούσαν σε ένα κεκλιμένο επίπεδο για να στραγγίσουν. Μια περίεργη μυρωδιά σ΄έπιανε στη μύτη από το ανακάτεμα του σταφυλιού με το καυστικό υγρό. Μετά αφού  φόρτωναν δυο δυο μαζί τα κοφίνια στο καρότσι , τα μετέφεραν στ΄αλώνια ή στα στέγαστρα, τις σκιές,  για να τ΄ απλώσουν οι γυναίκες.  Τότε δεν είχα διαβάσει τον ποιητή που έγραφε περίπου την ίδια εποχή “  Τη θλίψη μας απλώνουμε κατάντικρυ στον ήλιο/ 'Οπως απλώναμε μέχρι τα χτες σταφίδα/ Μη να και τη γλυκάνουμε”  *

Η χειρότερη δουλειά για τις γυναίκες καθώς έκαιγε το λιοπύρι , νταλαμεσήμερο, με ψάθινα καπέλα πάνω στα μαντηλοφορεμένα κεφάλια, με μια ποδιά δεμένη στη μέση , βρώμικη, μουσκεμένη πάνω απ΄την τσίτινη ρόμπα ﮲ άπλωναν τακτικά και γρήγορα τα τσαμπιά στα αλώνια . Αράδιαζαν τα σταφύλια σωστά, ούτε πολύ κοντά ούτε αραιά πάνω στο χωμάτινο αλώνι που αργότερα έγινε τσιμεντένιο. Από το 1880 ο ταξιδευτής Scrofani έγραφε  «στο έδαφος από χώμα καλά πατημένο με επιφάνεια στιλπνή απλώνονται αι σταφυλαί η μία παρά την άλλην, τας αφήνουν νύκτα και ημέραν φροντίζοντας να τας αναστρέφουν”. Και στις αρχές του εικοστού αιώνα ο καινοτόμος Τζόυς γράφει στον Οδυσσέα του για κουλούρια με κορινθιακή σταφίδα..."

Η φωτογραφία από

ΚΟΡΙΝΘΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΙΝΘΙΑ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟY

Σ.Δ. Το διήγημα αυτό είναι από το βιβλίο της Ελένης Ε.Νανοπούλου ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 01 Σεπτεμβρίου 2023 20:29
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση