Πέμπτη, 14 Σεπτεμβρίου 2023 20:14

Λίτσα, ένα διήγημα του Νικήτα Παπακώστα

Επιλέγουσα ή Συντάκτρια 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

papakostasΤα καλοκαίρια παραθέριζαν σαν ηλικιωμένο ζευγαράκι. Μέσα στις ελιές του Κορινθιακού κόλπου, ένα κουζινάκι με κρεβάτι κι ένα μπάνιο, και βεράντα κατά τη θάλασσα. Εκεί ξάπλωνε ο Θόδωρος και ροχάλιζε τα μεσημέρια. Το στριμμένο άντερο πάνω στην κοιλιά του ανεβοκατέβαινε, ρυθμικά. Η ένα δάχτυλο γούνα δεν βοηθούσε κανέναν από τους δυο τους.

Από το κατώφλι ψώνιζε. Φοβόταν μήπως μπαίνοντας παραμέσα βρεθεί καμιά τρίχα από τη γάτα του στα πράγματα του φούρναρη ή του χασάπη. Δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα. Στο ένα χέρι τη σακούλα. Στ’ άλλο το γατί. Οχι γάτα, γατούλα, γατάκι, αλλά γάταρος. Καλοταϊσμένο το ζωντανό, ολόχρυσο σαν τίγρη Βεγγάζης, βαρεμένο κάργα από τεμπελιά. 

 Πίσω από την πλάτη του λέγαν βγήκε τσάρκα πάλι ο Θόδωρος με το στριμμένο του άντερο. Μπροστά του, όμως, με το σεις και με το σας. Τι όμορφη που είναι η Αμαλίτσα σας, κύριε Θόδωρε. Ούτε την Αμαλία τη βασίλισσα δεν την είχαν έτσι.

Οι άνθρωποι την παίρναν για ψηλομύτα που προερχόταν από τα υψηλά κοινωνικά στρώματα των αιλουροειδών και για να της δώσουν μια πιο ξεπεσμένη διάσταση τη φώναζαν σκέτο Λίτσα, και κείνη ως απάντηση χασμουριόταν λες και δεν άντεχε τη γνώμη του λαουτζίκου.

Οι κοπρίτες λιγουρεύονταν τη γάτα ή τη σακούλα – δύσκολο να πει κανείς. Οι άλλες γάτες τής νιαούριζαν ηδονικά αλλά δεν ήξεραν την πικρή αλήθεια, πως η Αμαλίτσα δεν είχε ορέξεις. Ο απόλυτος σκλάβος του έρωτά της, ο κυρ Θόδωρος, την είχε στειρώσει κι έμεινε αποτυπωμένη μόνιμα η στριμμένη της έκφραση, η ξινίλα της, η ομορφιά αυτή της μαντάμ.

Τα καλοκαίρια παραθέριζαν σαν ηλικιωμένο ζευγαράκι. Μέσα στις ελιές του Κορινθιακού κόλπου, ένα κουζινάκι με κρεβάτι κι ένα μπάνιο, και βεράντα κατά τη θάλασσα. Εκεί ξάπλωνε ο Θόδωρος και ροχάλιζε τα μεσημέρια. Το στριμμένο άντερο πάνω στην κοιλιά του ανεβοκατέβαινε, ρυθμικά. Η ένα δάχτυλο γούνα δεν βοηθούσε κανέναν από τους δυο τους.

Τ’ απογεύματα την κλείδωνε μέσα και πήγαινε για το μπάνιο του. Μέχρι να γυρίσει, στέγνωνε. Η Αμαλίτσα γουργούριζε στα πόδια του και γέμιζε τις αλατισμένες σαγιονάρες με χνούδια. Εφτιαχνε τότε κάτι πρόχειρο να φάνε. Και μόνο τότε η γάτα έβγαινε στην περίμετρο. Η κοιλιά της σερνόταν στο χώμα και στα χαλίκια κι είχε έτσι ο κυρ Θόδωρος τον νου του μη φύγει μακριά η κουκλίτσα του.

Μια μέρα που ετοίμαζε ψάρια, ο θόρυβος του σουρσίματος έπαψε.

Εσβησε ο Θόδωρος το γκάζι και βγήκε, κρατώντας το τηγανητό ψάρι από την ουρά και το πήγαινε πέρα δώθε λαχταριστό.

Αμαλίτσα μου, πού είσαι, καλό μου; Κοιτά τι σου ’χω.

Τα ψιτ ψιτ χάνονταν στο τραγούδι των τζιτζικιών. Τζι τζι ψιτ ψιτ.

Αχ, Λίτσα μου. Πού κρύβεσαι;

Νύχτωνε. Κι έψαχνε ακόμα μ’ έναν φακό και μ’ ένα ψάρι στο χέρι. Παραπατούσε κι έσπαζε τα κλαδιά. Η καρδιά του ήταν ήδη σπασμένη. Την πικρή αλήθεια την ήξερε δε θα την ξανάβλεπε. Τελείωσαν κάποια στιγμή οι μπαταρίες. Πέταξε το ψάρι. Απόκαμε. Εκατσε σε μια μάντρα απαρηγόρητος.

Σώπασε η νύχτα. Σώπασαν τ’ αστέρια. Σταμάτησε το μονότονο κλάμα. Γύρισε πίσω και βρήκε την αυλίτσα βουβή. Οπως το περίμενε.

Εμεινε ξύπνιος δίπλα στα τηγανητά ψάρια. Πρώτη φορά μετά από καιρό είχε τόση λύπη.

Θυμήθηκε που καθόταν στο μπαλκόνι της πολυκατοικίας, στο τέλος μιας ζεστής μέρας, κι είχε στον δίσκο το φαγάκι του, ενώ η τηλεόραση έπαιζε μέσα, χωρίς φωνή. Ακουγε τότε γύρω, στ’ άλλα διαμερίσματα, τα κουταλοπίρουνα να χτυπούν στα πιάτα. Τις πατάτες και τους κεφτέδες πώς τσιτσίριζαν στο λάδι. Τα ζευγάρια που μάλωναν. Τα παιδιά που δεν πήγαιναν πεισματικά για ύπνο. Και τότε, μέσα στον αχταρμά των ήχων, άκουσε ένα κλάμα που ’φτανε ώς μέσα στην καρδιά του. Ερχόταν από τον δρόμο κάτω και κατέβηκε όπως ήταν με τις πιτζάμες – πράγμα όχι σύνηθες γι’ αυτόν. Και βρήκε την Αμαλίτσα του πίσω από τη ρόδα ενός αμαξιού. Ηταν τόση δα.

Από τότε και ώς τα χθες υπήρξε πραγματικά ευτυχισμένος.

Στο τέλος της βδομάδας γύρισε στην πόλη. Στη γειτονιά όλοι τον χαιρετούσαν, μα κανείς δεν ρώτησε για την Αμαλίτσα. Του ’κανε εντύπωση. Αρχισε να μπαίνει μέχρι και μέσα στα μαγαζιά για να ψωνίσει. Ούτε αυτό τους παραξένεψε. Κάποια στιγμή αγανάκτησε, Εχασα τη γάτα μου. Γυρίζω μ’ άδεια χέρια και κανείς δε με ρωτά τι έχει συμβεί.

Τι κάθεσαι και λες; Εσύ δεν είχες ποτέ γάτα. Μόνο μια κάποια χαρά στο πρόσωπό, που χάθηκε.

Βαθιά προδομένος έκατσε σ’ ενα παγκάκι. Εσφιξε το στόμα. Ετσι χάνονται κι οι άνθρωποι, σκέφτηκε. Κάποια στιγμή, κανείς δεν θυμάται πως υπήρξαν. Λυπήθηκε τον εαυτό του.

Εκανε να φύγει, μέχρι που ξανάκουσε εκείνο το γνώριμο κλάμα. Πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο βρήκε ένα μικρό γατάκι. Ηταν η Αμαλίτσα του η ίδια κι η χαρά ξαναγύρισε μες στην καρδιά του.

* Ο Ν. Παπακώστας πρωτοεμφανίστηκε με τη νουβέλα «Καληνύχτα, καλούδια μου» (εκδόσεις Δώμα, 2018)

Υπό σκιάν

Δέκα πρωτοεμφανιζόμενοι πεζογράφοι γράφουν μια καλοκαιρινή ιστορία. Δέκα συγγραφείς, που τύπωσαν βιβλίο την τελευταία πενταετία και απασχόλησαν κριτικούς και αναγνωστικό κοινό, ανταποκρίθηκαν στην πρόταση του Ανοιχτού Βιβλίου να θέσουν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους μια θερινή εμπειρία τους. Δέκα ανέκδοτα διηγήματα θα μας συντροφεύσουν ώς τις αρχές Σεπτεμβρίου, κουρδισμένα σε διαφορετική, όπως ήταν αναμενόμενο, τονικότητα: νοσταλγική, παιγνιώδη, αμφίθυμη, πολιτική, ενδοσκοπική, ανατρεπτική. Γι’ άλλη μια φορά οι βιβλιοφιλικές σελίδες της «Εφ.Συν.» κι αυτό το καλοκαίρι (κλείνοντας ένδεκα χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας) εκτός από αναγνωστική πυξίδα σας προσφέρουν και αναγνωστική απόλαυση.

Μετά τον Βασίλη Τσιμπούκη, τη Μαρία Μανωλέλη, τη Στρατούλα Θεοδωράτου, τον Γιάννη Καρκανεβάτο, την Αρτεμη Ψιλοπούλου, τον Αρη Αλεξανδρή, τον Μίκη Αναστασίου και την Παναγιώτα Δημοπούλου, ακολούθησε ο Νικήτας Παπακώστας.

Μ.Φ.

Πηγή:  efsyn.gr/nisides  

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση