της λειτουργίας της ΔΕΗ στον Άη Γιώργη, υπέρ του πράσινου στην Ανάπλαση στη Δραπετσώνα, από τις πρόσφατες αντιφασιστικές κινητοποιήσεις και κάποιες ακόμα πιο παλιές, από τις προσφυγικές γειτονιές με τις παράγκες, μία από το γυαλάδικο των Λιπασμάτων και μία άλλη από τη μάχη της Ηλεκτρικής.
Η Κίνηση μ'αυτές τις επιλογές της θέλει να δώσει έμφαση σε δύο αλληλένδετα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την περιοχή μας. Κι αυτά έχουν να κάνουν με ανθρώπους που μεγάλωσαν σε πολύ δύσκολες συνθήκες και αρκετοί αγωνίστηκαν για να τις αλλάξουν προς το καλύτερο για όλους. Σε κάθε μέρα επίσης αναγράφονται όλοι οι άγιοι που γιορτάζουν και οι διάφορες άλλες γιορτές. Σε γενικές γραμμές και για πολιτική κίνηση, είναι ένα αρκετά καλόγουστο ημερολόγιο, που αν κάποιος δε θελήσει να το προμηθευτεί για να ενισχύσει την Κίνηση, μπορεί να το κάνει για τις φωτογραφίες που όντως αξίζουν. Τα μέλη της γραμματείας της Κίνησης σίγουρα διακινούν αυτό το ημερολόγιο - λεύκωμα. Μπορείτε επίσης να επικοινωνήσετε και στα 6947476482 και 6948659229 για να το παραγγείλετε.
Και μια μέρα ο Κώστας με έδειξε. Ήμουνα αυτός, ο δεξιός παράπλευρος του πεζοδρομίου όπως βλέπουμε τη φωτό του Σεπτεμβρίου κι αριστερά όπως κινείται η πορεία. Είμαι εκεί και σκέφτηκα πως δεν είναι τυχαία η θέση μου. Μια ζωή με θυμάμαι στο πλάι, μ'ένα μπίρι μπίρι με τον εαυτό μου κι ένα μπούρου μπούρου με τους άλλους, τους πιστούς οργανωμένους. Κοιτούσα τη φωτογραφία με κάποια ένταση και τότε έγινε. Φτερούγισε σιωπηλά μες το κεφάλι μου ένα ποίημα που το είχα διαβάσει πολλές φορές πριν τριάντα χρόνια περίπου γιατί τότε μου έκανε καλό. Ένα ποίημα του Βύρωνα Λεοντάρη, που πιστεύω πως σήμερα είναι πολύ δύσκολο όσοι είναι κάτω από τα 50, όχι να το καταλάβουν, αλλά να το αισθανθούν. Εκτός κι αν το μέσα τους κινηθεί αυτόνομα και το συνδέσει με άλλες, προσωπικές τους καταστάσεις.
Ο Βύρων Λεοντάρης ( 1936, Νιγρίτα Σερρών) δεν είναι από τους ξακουστούς ποιητές. Αν έχετε προσέξει ένα παλιό τραγούδι, το "Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι" (εδώ), του Γιάννη Σπανού με την Αρλέττα, ε, οι στίχοι είναι του Λεοντάρη. Αυτό το τραγούδι στάθηκε η αιτία κι έψαξα τότε να βρω τα ποιήματά του, που πολλά στις δεκαετίες του '70 και του '80 μου ταίριαζαν πολύ. Ακόμα θυμάμαι, εγώ που δεν έχω καλή μνήμη, τρία στιχάκια του, που για καιρό κινούσαν πράγματα εντός μου. " Μη λογαριάζεις τι ήμουν τι δεν ήμουν / δεν ομοιοκαταληκτώ με τη ζωή μου.", " - Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω, / ανίατα μεσοπόλεμος...Ας πάμε / λοιπόν κι απόψε, ας πάμε πάλι κάπου / να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε ", " μη ελπίσεις παρ'εμού ούτε στίχους ούτε άλλο τι / μόνον δια της λύπης είμαι εισέτι ποιητής ". Τώρα σε ποιον να μιλούν τέτοιοι στίχοι; Ίσως σε κάποιους που είναι αλλού και για μυστήριους λόγους απελπισμένους που το κοντράρουν. Μια άλλη όμως απελπισία, πιο διαχρονική κι όχι η απόγνωση που προκαλούν τα μνημόνια. Τον Λεοντάρη τον έχω δει μια φορά στη ζωή μου. Ήμασταν με φίλους σε μια ταβέρνα με λαϊκή ορχήστρα, περασμένα μεσάνυχτα όταν σηκώθηκε ένας με γυαλιά κι άρχισε να χορεύει μ'έναν παράξενο τρόπο κάτι σαν ζεϊμπέκικο και μια γονατισμένη δίπλα του λάμπουσα που του κρατούσε το ρυθμό με παλαμάκια και δεν τον άφηνε στιγμή απ'τα μεθυσμένα μάτια της. Ρώτησα κι έμαθα πως ήταν αυτός. Αυτό που ακολουθεί είναι το ποίημα που μου έφερε στο νου η φωτογραφία του Σεπτέμβρη. Είναι από την ποιητική του συλλογή "εκ περάτων", που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1986 και η τιμή της ήταν 300δρχ., δηλαδή λιγότερο από 1€. Το πεζοποίημα αυτό δεν έχει τίτλο, σημεία στίξης και σας πληροφορώ πως είναι μεγαλούτσικο κι έχει και λίγα αρχαία που τα μισοκαταλαβαίνω.
Ξεριζωμένο κύλαε το ποτάμι
αλλά κρατώντας οι άνθρωποι τις ξεχωμένες ρίζες τους θαρρούν από κάπου κρατιούνται και φυλάνε οράματα και οστά προγόνων και τέφρες ονείρων και τηρούν ευλαβικά κανόνες και νηστείες κι έτσι κατεβαίνουν με προαιώνια εμβατήρια ψαλμωδίες και θρήνους
Ανδρείοι και μαζί περίτρομοι μπρος στο ποθούμενο και το επερχόμενο επιζητούσαν τάξη στις γραμμές τους και ακλινή και άτρωτον την πίστιν μη ταραχτεί ο ρους τους από αχαλίνωτες επιθυμίες και πάθη κι απ'τα κακά τα πνεύματα ή μη πεταχτεί από καμιά μεριά άξαφνα του Κίτσου η μάνα που δεν νογάει από Ιστορία κι αρχίσει τις κατάρες και το πετροβόλημα
γι'αυτό κι όσοι ήτανε στις παρυφές του πλήθους κρατιούνταν χέρι χέρι ο ένας με τον άλλον κάνοντας γύρω γύρω μια σφιχτή αλυσίδα φράχτη από κορμιά μπλεγμένα σαν τις κληματσίδες και τα πολυτρίχια που τα σέρνει το νερό κι έτσι ξεριζωμένο και μαζί του ο φράχτης κύλαε το ποτάμι
Κι απέξω από κοντά και δίπλα με όψη αλλοπαρμένη και περίλυπη πήγαιναν κάποιοι άλλοι αποδιωγμένοι από το ποτάμι γιατί είχαν γεννηθεί απελπισμένοι κι αντιμιλούσανε σ'αυτούς που κύλααν στο ποτάμι "...που πάτε έτσι ζωσμένοι το ίδιο σας το δίχτυ και τις αλυσίδες σας...ποτέ σας δεν θα βγείτε από την κοίτη ...πιο κάτω θα σας θάψουν όπως τόσα ποτάμια που τα κάναν υπονόμους..." έτσι πικρά μιλούσανε γιατί είχανε γεννηθεί απελπισμένοι
Μα αυτοί που κύλααν στο ποτάμι εν πνέοντες, προς έν βλέποντες, μίαν οδόν ζωής ευράμενοι ούτε ν'ακούσουν ούτε οι άλλοι ν'ακουστούν αφίναν και με τις ρυθμικές ιαχές τους βούλωναν τ'αυτιά τους και έβριζαν τους απέξω αιρετικά βδελύγματα προδότες προβοκάτορες και ανώμαλους και τοξικομανείς και τέτοια και όλο και πιο πολύ συσφίγγονταν κοτσίδα μουσκεμένη πυρετό και παραλήρημα
Κι οι απέξω όσο κι αν αποδιώχνονταν και βρίζονταν δεν έφευγαν Από κοντά και δίπλα πάντα πήγαιναν μαγνητισμένοι απ'τ ποτάμι Γιατί ήξεραν που μέσα εκεί ανέκαθεν κυλούσαν μάρτυρες καρτερόψυχοι συντριβόμενοι ποιναίς και θηρίοις βρώμα διδόμενοι και τεμνόμενοι μεληδόν τω ξίφει και εις βυθόν θαλάσσης ριπτόμενοι πυρί δαπανώμενοι και ωμοτάτη κρίση καταξεόμενοι θύματα χτές και σήμερα και αύριο και πάντα σε άνιση πάλη κι αγώνα μέσα σε φριχτές σκοτεινές φυλακές τροχούς τε και αρθρέμβολα και τροχαντήρες και λέβητας τηγανά τε και δακτυλήθρας και ζώπυρα πυρός και ηλεκτρόδια και παραισθησιογόνα
Αλλά σκληρή κι αχάριστη η μοίρα της θυσίας η ανταμοιβή της κίβδηλη και τιποτένια κι η αμάχη και τα βάσανα των ανθρώπων ατελεύτητα κι έτσι όπως συσπειρώνονταν και κύλαε σα φίδι το ποτάμι όλο άλλαζε κι άλλοτε διαδήλωση άλλοτε επιτάφιος κι άλλοτε σιδερόφραχτη λεγεώνα και πάλι επιτάφιος κι αξεδιάλυτο το αίνιγμα του κόσμου
Γιατί κρυφές κι ανείπωτες οι τριβές των ανθρώπων μεταξύ τους Αγγίγματα σκοντάματα συντρίμμια στο κύλισμά τους και σκοτεινιάζουν τα νερά ρεύματα κι αντιρεύματα σπειροειδείς τροχιές δίνες αναφουσκώματα χωνιά στροβιλισμών κι απάνω κάτω τα κορμιά κουτρουβαλούν χτυπιούνται και τσακίζονται κι όταν το Περιστέρι καταβαίνον ακράγγιξε τα άγρια νερά της Πράξης αρπάχτηκε μαδήθηκε σε ματωμένα ξέφτια και φτερά σέρνοντας και τον ξεσκισμένο ουρανό μαζί μες τις ρουφήχτρες και που είναι ο ρους και που η οδός που ο κόσμος
Ξεριζωμένο κύλαε το ποτάμι καταραμένο κύλαε το ποτάμι Από όχθη σε όχθη να χτυπιέται μου φάνηκε πως μια στιγμή τον είδα - Αγώνιε, φώναξα, μα αυτός τσακίζονταν σε πέτρες και σε αγκάθια
Μου άρεσε και τώρα που το αντέγραφα, αλλά όχι όπως παλιά. Κάπως παλαιομοδίτικο μου φάνηκε και σίγουρα εκτός κλίματος. Μου πέρασε όμως μια ένταση και με έπιασαν εικόνες που μεταφέρουν ιδέες.
Σχόλια
το ποίημα πολύ καλό, με ένταση και δύναμη αποδίδει πολιτικές απόψεις που βασάνισαν πολύ την ανένταχτη αριστερά.
Νομίζω ταιριάζει απόλυτα με τη φωτογραφία και σένα στο πλάι. Οι προβληματισμοί σου, όλα αυτά τα χρόνια που σε ξέρω, είναι και δικοί του.
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.