Αν θελήσεις να δώσεις το στίγμα μιας ιστορικότητας στην αθηναϊκή γεύση, μοιραία θα καταλήξεις στη γοητεία του Τσελεμεντέ και της Χρύσας Παραδείση, στη δεκαετία του '60 και του '70, στα βολ-ο-βαν και στις κρεπ-σιζέτ. Στη βιτρίνα της κοινωνικής του ζωής, ο Αθηναίος πάντα προτιμούσε να φωτογραφίζεται σε γαλλικά εστιατόρια, σε fusion κουζίνες και σουσάδικα, κρύβοντας ακόμα και από τον εαυτό του τη χαρά του κοψιδιού και της ταπεινής ταβέρνας.
Η πρωτεύουσα που περισσότερο απ' όλες προτιμά οτιδήποτε νέο, αλλάζοντας τις μόδες με κολασμένη όρεξη, ποτέ δεν πρόβαλε ιδιαίτερα τα παλιά της εστιατόρια, αντίθετα, όπου το βρήκε βολικό, τα έκλεισε, τα ανακαίνισε, τους άλλαξε το προφίλ – και τα φώτα μαζί.
Ωστόσο, πίσω από τους νεωτερισμούς, ο κλασικισμός επιβιώνει διακριτικά, για την ακρίβεια κάνει χρυσές δουλειές. Εμπιστοσύνη του κοινού που εκτιμά τη σταθερή αξία, αλλά και νοσταλγικότητα μαζί, καθότι είναι άλλο το συναίσθημα όταν στο ίδιο εστιατόριο που πας με το παιδί σου πήγαινε πριν από δεκαετίες ο μπαμπάς σου στον πρώτο του έρωτα με τη μαμά. Κι άσε τα νέα εστιατόρια να ιδρώνουν τρέχοντας για να αλλάζουν το μενού τους κάθε μήνα. Ενίοτε, το ίδιο κι απαράλλαχτο μενού από τη δεκαετία του '50 μπορεί να γεμίσει τα τραπέζια της Ιστορίας.
Πατώντας εδώ θα σας εμφανιστεί ολόκληρο το άρθρο όπως αναρτήθηκε στις 20.9 στη lifo.