Πέμπτη, 22 Ιουνίου 2017 19:30

Τι μπορεί να κάνει η ιστορία, του Πατρίκ Μπουσερόν

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

istoria1

Εκεί ξαναβρήκα ολόκληρο το απόσπασμα με τη φράση που είχα δει στην Πλας ντε λα Ρεπουμπλίκ. Βρίσκεται στο τρίτο βιβλίο των Αθλίων του Βίκτωρος Ουγκώ, στο πρώτο κεφάλαιο μετον τίτλο "Το Παρίσι μελετημένο στο κύτταρό του" μία ωδή στο χαμίνι της πρωτεύουσας που γυρνά σαρκάζοντας τους πάντες, σαν βασιλιάς των δρόμων. Διαβάζουμε εκεί:

"Να προσπαθούμε, να αντιστεκόμαστε, να επιμένουμε, να μην το βάζουμε κάτω, να είμαστε πιστοί στον εαυτό μας, να αντιπαλεύουμε σώμα με σώμα τη μοίρα, να εκπλήσσουμε την καταστροφή με την αφοβία που δείχνουμε μπρος της, να αντιμαχόμαστε κατά μέτωπο την άδικη δύναμη και να λοιδωρούμε την κούφια νίκη, να στακόμαστε ακλόνητοι, να βαστάμε ταμπούρι. Από τέτοιο παράδειγμα έχουν ανάγκη οι λαοί, τέτοιο φως πρέπει να τους ηλεκτρίζει". 

 

Αυτό που στέκεται ακλόνητο και βαστάει ταμπούρι είναι, για τον Ουγκώ, η πόλη στις υλικές μορφές που παίρνει, στην πεισματάρικη και ηχηρή επιμονή που δείχνουν τα κατατόπια της - κι αναγνωρίζουμε εδώ την παλιά ουμανιστική ιδέα, που διαψεύδεται διαρκώς από την εμπειρία και ποτέ ωστόσο δεν απορρίπτεται, αυτήν την ιδέα που συνίσταται στο να πιστέψουμε ότι μία έφοδος της ομορφιάς και της μεγαλοπρέπειας θα αρκούσε για να αντιμετωπιστεί όλη η κακία του κόσμου. 

Όμως όλες αυτές οι μορφές του άστεως δεν αξίζουν τίποτα δίχως την κοινωνική ενέργεια που τις ζωογονεί, τις δίνει σχήμα τις μετασχηματίζει. Συνεχίζουν πεισματικά να υπάρχουν, αρκεί να μην παγώνουν στο χρόνο, εξακολουθούν επίμονα να υπάρχουν, αρκεί να μην γίνονται εμμονές. Παραμένουν εν κινήσει, αν θέλουμε να τείνουμε αυτί στην οικεία παραδοξότητα αυτής της φράσης, παραμένω εν κινήσει, η οποία εκφράζει ταυτόχρονα αυτό που μας ενοικεί, αυτό που μας πονά και αυτό που μας απομακρύνει.

..............................................................................................................................................................................................................................

Ο Μισέλ ντε Μονταίνι επιστρατεύει εδώ ό, τι δυνατότητες εθνογραφικής κατανόησης διαθέτει για να απελευθερωθεί από τις προκαταλήψεις, να συγκρίνει, να σχετικοποιήσει - πράγμα που οδηγεί στην παραδοχή ότι πάντα, για κάποιον, είμαστε ένας άλλος. Δεν απαρνιέται καθόλου, ωστόσο, το στοίχημα του καθολικού: " Μπορούμε λοιπόν εμείς να τους αποκαλούμε βαρβάρους βάσει των κανόνων της λογικής, αλλά όχι σε σύγκριση μ'εμάς που τους ξεπερνάμε σε κάθε είδους βαρβαρότητα".

Ποιο είναι αυτό το εμείς; Μέσα του δεν δονείται κανένα αίσθημα του ανήκειν. Αν σήμερα αυτό το εμείς είναι χτυπημένο, μελανισμένο, εντελώς εξασθενημένο από την αξιοθρήνητη ταυτοτική οπισθοδρόμηση που έχει αιχαμλωτίσει τον καιρό μας, αυτό συμβαίνει επειδή το έχουμε απομακρύνει απ'ό,τι συνιστά την πιο πολύτιμη κληρονομιά της ιστορίας του: κάτι σαν την κακοδαιμονία της Ευρώπης. Ή κάτι σαν το ζωηρό αίσθημα ανησυχίας του εν κόσμω είναι, που συνιστά και την πανίσχυρη πηγή του μεγαλείου και του ανικανοποίητου αυτού του εμείς.

Ας είμαστε έστω ικανοί να αναγνωρίζουμε τον πόθο για γνώση που αυτό το εμείς φέρει. Να συγκρίνεις, να συγκρίνεσαι. Αυτό ακριβώς επιτρέπει στον Μονταίνι να αποκήρυξει τις ίδιες του τις πεπαοιθήσεις, και ιδίως εκείνη που παραμένει η πιο επίμονη, καθώς κρύβεται στο τυφλό σημείο της αναπαράστασης: το προφανές της δικής μας οπτικής γωνίας. Αν μετακινήσει κανείς αυτήν την οπτική γωνία, αν καταστήσει τη γραφή τον τόπο του "άλλου", τότε ακριβώς εκπληρώνει την κατεξοχήν ανθρωπιστική χειρονομία.

...............................................................................................................................................................................................................................

Έχουμε ανάγκη την ιστορία, γιατί μας χρειάζεται η ανάπαυλα. Μια παύση για να καταλαγιάσει η συνείδησή μας, για να διατηρήσουμε τη δυνατότητα να έχουμε συνείδηση - ως έδρα όχι μόνο της σκέψης, αλλά κι ενός πρακτικού λόγου που θα μας δίνει κάθε ελευθερία δράσης. Σε αυτό το έργο αφοσιώνονται με απόλυτη συνέπεια οι ποιητές: να διασώσουν το παρελθόν, να διασώσουν το χρόνο από τους φρενήρεις ρυθμούς του παρόντος. Για να το πετύχουμε, λοιπόν, πρέπει να εργαστούμε ώστε να ατονήσει, να αδρανήσει, να εξουδετερωθεί ο κίνδυνος που απειλεί τη χρονικότητα και ο οποίος λεηλατεί την εμπειρία και περιφρονεί την παιδικότητα.

"Να εκπλήσσουμε την καταστροφή", όπως έλεγε ο Βίκτωρ Ουγκώ ή, καθώς έλεγε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, να ρισκάρουμε τη ζωή μας απέναντι σ'αυτήν την καταστροφή που πλησιάζει αργά και μοιάζει μάλλον με συνέχεια παρά με αιφνίδια ρήξη.

Να γιατί αυτή η ιστορία, εξ ορισμούς, δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Πρέπει ακούραστα και χωρίς σταματημό να αντικρούσουμε οριστικά και αμετάκλητα όλους εκείνους που περιμένουν από τους ιστορικούς να τους καθησυχάσουν όσον αφορά τις βεβαιότητές τους, καλλιεργώντας φρονίμως το χωραφάκι της συνέχειας. Η εκπλήρωση του ονείρου των απαρχών είναι το τέλος της ιστορίας - εάν είχε τέλος,η ιστορία θα έσμιγε με αυτό που ήταν ή έπρεπε να είναι στις απαρχές της, απαρχές όμως που ποτέ δεν υπήρξαν, παρά μόνο στο θανάσιμο όνειρο να μπει ένα τέρμα στην πορεία της.istoria2

Γιατί το τέλος της ιστορίας, όπως καλά γνωρίζουμε, διαρκεί πολύ και στο τέλος ξαστοχεί. Και με την ίδια ορμή οφείλουμε να διεκδικούμε μία ιστορία χωρίς τελειωμό - καθότι μονίμως ανοιχτή σε ό,τι την ξεπερνά και ό,τι την παρασέρνει - μια ιστορία δίχως τελικό σκοπό. Μια ιστορία που θα μπορούσαμε να τη διασχίσουμε απ'άκρη σ'άκρη, ελεύθερα, πρόσχαρα, να επισκεφτούμε όλες τις πιθανές γωνιές της,να την ποθήσουμε σαν ένα σώμα που παραδίνεται στα χάδια, για να παραμένει έτσι, ναι πάντοτε εν κινήσει.

Τον Φεβρουάριο του 1967 ο Μισέλ Φουκώ έφυγε για την Τύνιδα, για να δραπετεύσει από τον μιντιακό θόρυβο που είχε προκαλέσει η έκδοση του βιβλίου του Οι λέξεις και τα πράγματα. Εγκαταστάθηκε στο Σίτι Μπου Σάιντ, δίπλα στη θάλασσα. Έγραφε τη διάλεξή του περί των "άλλων τόπων", αναζητούσε ένα νέο ύφος για την ύπαρξή του, προσπαθούσε να συναντήσει αυτό που ο ίδιος έμελλε να γίνει, όπως θα έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες. Στεκόταν μπροστά στη θάλασσα. Διάβαζε τη Διαρκή επανάσταση του Τρότσκυ, αλλά διάβαζε και τη Μεσόγειο του Φερνάν Μπρωντέλ και ολοένα και περισσότερα βιβλία ιστορικών. Και τότε είναι που σε ένα γράμμα του, αναφωνεί:" Είναι θαυμάσιο πόσο διασκεδαστική είναι η ιστορία. Σε κάνει λιγότερο μοναχικό και άλλο τόσο ελεύθερο". 

Θυμάμαι γιατί επέλεξα να διδάξω ιστορία: επειδή κατάλαβα ξαφνικά ότι είναι κάτι το θαυμάσιο διασκεδαστικό. 

Θυμάμαι, από την άλλη, πόσον καιρό μου πήρε να καταλάβω ότι η ιστορία μπορεί να ξεδιπλώνεται και σαν μία τέχνη της σκέψης.

Θυμάμαι τη μοναξιά και τον τρόπο ξάφνου να την εγκαταλείπεις, την επιθυμία να συναντάς τους άλλους και έπειτα να απομακρύνεσαι.

Θυμάμαι ότι υπάρχουν καιροί ευτυχισμένοι, όπου μπορείς να διασχίσεις απ'άκρη σ' άκρη τη θάλασσα της Μεσογείου, και άλλοι, πιο σκοτεινοί, που εκείνοι μετατρέπεται σε υγρό τάφο.

Κι έτσι, όταν στεκόμαστε μπροστά στη θάλασσα, δεν βλέπουμε πια το ίδιο πράμα. "Να προσπαθούμε να αντιστεκόμαστε, να επιμένουμε", σ'αυτό το σημείο βρισκόμαστε. Υπάρχει ασφαλώς κάτι για το οποίο πρέπει να προσπαθούμε. Πως να συμφιλιωθούμε με ένα μέλλον χωρίς εκπλήξεις, μια ιστορία όπου τίποτα δεν μπορεί να προβάλει στον ορίζοντα, παρά μόνο η απειλή της συνέχειας; Το τι θα προβάλει, κανείς δεν το ξέρει. Καθένας όμως καταλαβαίνει ότι, για να το διακρίνουμε και να το υποδεχτούμε, θα πρέπει να είμαστε γαλήνιοι, ξεχωριστοί και εξόχως ελεύθεροι.

................................................................................................................................................................................................................................

Που βρίσκεται λοιπόν ο κίνδυνος;  'Εχω την εντύπωση ότι ένα μεγάλο μέρος του έργου του Ροζέ Σαρτιέ τοποθετείται εδώ ακριβώς, σ'αυτό το σημείο συνάντηση όπου αναγνωρίζει ότι αποκαλεί στο δικό του εναρκτήριο μάθημα, τον "αντιφατικό φόβο που κατέλαβε τη σύγχρονη Ευρώπη - και μας κατατρύχει ακόμα. Από τη μία μεριά, ο τρόμος μπροστά στη ραγδαία εξάπλωση των κειμένων, στους σωρούς περιττών βιβλίων, στην αταξία του λόγου. Και από την άλλη, ο φόβος της απώλειας, της απουσίας, της λήθης". 

Βρισκόμαστε στην καρδιά της καταιγίδας, που ποιος δεν βλέπει σήμερα ότι παίρνει δύο εξίσου εκκωφαντικές μορφές; " της ατέρμονης πολυλογίας και της έντρομης μεγαλοπρεπούς σιωπής". Δεν μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε παρά μόνο με μια συνωμοσία υπομονής, εργατικότητας, φιλότητας, επινοητικότητας και θάρρους - με λίγα λόγια μια συνωμοσία των διανοιών που παίρνει μορφή μέσα στην τάξη των βιβλίων. Αυτή την υπόθεση θέλω να υπερασπιστώ εδώ. Η ανάγνωση είναι άσκηση ευγνωμοσύνης. Η ευγνωμοσύνη που νιώθω απέναντι στον Ροζε΄Σαρτιέ είναι τόσο βαθιά και ειλικρινής που δεν μπορεί να εκφραστεί παρά μόνο με τις λέξεις που μόλις χρησιμοποίησα - εργατικότητα, φιλότητα, επινοητικότητα. Πως όμως να μην προσθέσω άλλη μία λέξη, την προσήνεια, ιδιότητα που χωρίς αυτήν η διάνοια δεν είναι παρά μία άσχημη εμμονή, αλλά και τη γενναιοδωρία, που χαρακτηρίζει - αλλά αυτό θα το έχετε ήδη καταλάβει - τον τρόπο του να πράττει και να εκφράζεται. 

Αυτά τα ενδεικτικά αποσπάσματα είναι από το βιβλιαράκι (60 σελίδων) του Πατρίκ Μπουσερόν (Παρίσι, 1965) " Τι μπορεί να κάνει η ιστορία", εκδόσεις Πόλις, που αποτέλεσε την εναρκτήριο ομιλία του το 2015 στο College de France. Είναι από εκείνα τα βιβλία που αξίζει να το διαβάσει κάποιος που ανησυχεί για την δική μας τελμάτωση, να το δει ως μία απόπειρα απάντησης του γιατί παρόλο που εδώ δεν μπορούμε, πρέπει κάποια στιγμή να απομακρυνθούμε από την Ιστορία - εθνικό αφήγημα, από τον εθνικό διδακτισμό και να περάσουμε στην Ιστορία που αποσκοπεί στην ανάπτυξη ιστορικής σκέψης, στην καλλιέργεια ιστορικής συνείδησης, στην κατάκτηση της αυτοσυνείδησης. Και λέγοντας Ιστορία φυσικά και δεν εννοούμε την καταγραφή γεγονότων, αυτήν τη γραμμική εκδοχή, που διδάσκεται στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλλά την ιστορική παιδεία που αναπτύσσει την κριτική σκέψη, την απόσταση από τη μοναδικότητα του «δικού μας» δράματος με πομπώδεις αναλύσεις, βοηθώντας σε μια ενσυνείδητη στάση ζωής. Εξ ίσου σημαντικό όμως με το τι διδάσκεται είναι και το πως διδάσκεται. Κι αυτό βρίσκεται σε καλό δρόμο αν οι διδάσκοντες και είναι επαρκείς στην ύλη που έχουν να διδάξουν, και εμφορούνται και από μία διάθεση αναζήτησης σε συνεργασία με τους μαθητές τους.

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 23 Ιουνίου 2017 08:19
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση