Στάθηκε τυχερός. Το τζάκι έκαιγε, διαλέξαμε ένα τραπέζι εκεί κοντά, έξω το χιονόνερο δεν έλεγε να σταματήσει, και το εστιατόριο, ναι, είχε κουνέλι, να του πείτε ότι εμείς αγαπάμε τους Ιταλούς, ξαδέλφια μας είναι όπως και οι Ισπανοί, ο εστιάτορας είχε αποφασίσει να δείξει το καλό πρόσωπο της ελληνικής φιλοξενίας, και χτύπησε φιλικά τον Αντόνιο στην πλάτη. Ο Αντόνιο βρήκε την ευκαιρία να αρχίσει τη λίστα των αιτημάτων του. Να μεταφράζεις ακριβώς όπως τα λέω. Πρώτα απ' όλα να χαμηλώσει τη μουσική, αν μάλιστα την κλείσει εντελώς, ακόμα καλύτερα. Θα φάμε δύο κουνέλια, αλλά πριν τα κουνέλια θα μας φέρει λευκό κρασί, το πιο ξηρό και παγωμένο που έχει, να επιμένεις στο ξηρό, μην μας φέρει από εκείνα τα αρωματικά, δεν τα θέλω, θα τα στείλω πίσω, να φέρει μαζί και παγάκια, και μαζί με το κρασί να φέρει και λίγο τζατζίκι. Και τα κουνέλια; ρώτησε ο εστιάτορας. Θα του πούμε εμείς πότε να τα φέρει, λέει ο Αντόνιο. Πεινάω, θα μπορούσα να φάω ολόκληρο γουρουνόπουλο, και η ιδέα του με το μοναχικό τζατζίκι δεν μου αρέσει. Φέρε και μία τηγανητές πατάτες, λέω στον εστιάτορα. Τι του είπες, ρωτάει ο Αντόνιο. Μια τηγανητές πατάτες. Όχι. Τι σημαίνει όχι; διαμαρτύρομαι, πεινάω. Πρώτα θα πιούμε το κρασί και μετά θα παραγγείλουμε, λέει εκείνος με ύφος που δεν σηκώνει δεύτερη κουβέντα.
Eίχε τηλεφωνήσει στην αρχή της βδομάδας. Δεν είμαι στα καλά μου, παίρνω το αεροπλάνο κι έρχομαι, θέλω να πάμε στους Δελφούς. Εντάξει, του λέω, αλλά θα χρειαστεί να περιμένεις ως το Σαββατοκύριακο, έχω πολλή δουλειά, δεν μπορώ να φύγω. Θα περιμένω υπομονετικά, δεν θα σε ενοχλήσω, το υπόσχομαι, θα είμαι άψογος. Και κράτησε την υπόσχεσή του. Το πρωί κατέβαινε βόλτα στην Αθήνα, το μεσημέρι μαγείρευε σπαγκέτι με τηγανισμένο βούτυρο και φασκόμηλο ή με αυγοτάραχο Μεσολογγίου, το απόγευμα διάβαζε, το βράδυ βλέπαμε κάποια ταινία στο βίντεο. Είχε σκατόκαιρο, παρόλα αυτά την Παρασκευή το μεσημέρι βγήκαμε στην εθνική. Ήταν η πρώτη φορά που θα πήγαινε στους Δελφούς. Από τον καιρό που είχε ανακαλύψει τους προσωκρατικούς, μαθητής Γυμνασίου ακόμα, ήθελε να πάει στους Δελφούς και δεν τα είχε καταφέρει, ίσως κατά βάθος να φοβόταν να πάει, μήπως απογοητευτεί. Και τώρα, μέσα Φεβρουαρίου, το είχε ξαφνικά αποφασίσει.
Η δική μου συμβολή στο άδειασμα της μπουκάλας του κρασιού ήταν ελάχιστη. Το ήπιε σχεδόν όλο μόνος του, ξεροσφύρι. Είχε ανοίξει το μικρό σημειωματάριο με το μαύρο εξώφυλλο που κουβαλούσε πάντα μαζί του και κρατούσε σημειώσεις, κάπνιζε και έπινε και κρατούσε σημειώσεις χωρίς να λέει κουβέντα. Το έβλεπα, το κρασί είχε αρχίσει να επιδρά πάνω του, κι εμένα είχαν αρχίσει να με ζώνουν τα φίδια, δεν θα τελείωνε καλά η βραδιά, το έβλεπα, καιρός να φάμε είπα, όχι ακόμα απάντησε, κοίτα να δεις οδηγώ τόσες ώρες, εγώ θα φάω εσύ κάνε ό,τι θες, του είπα. Και φώναξα τον εστιάτορα.
Το χωριό των Δελφών κοιμόταν. Κάτω από το χιονόνερο δεν έμοιαζε καθόλου να είναι το κέντρο της γης. Στο ξενοδοχείο ο υπάλληλος της ρεσεψιόν μας έδωσε τα κλειδιά των δωματίων μας και έφυγε κουτσαίνοντας για ύπνο. Ένα κονιάκ, ο Αντόνιο ήθελε να πιει ένα κονιάκ. Πού θα βρούμε κονιάκ τέτοια ώρα; Κάπου θα βρούμε. Φοράει τον μπερέ του, σηκώνω την κουκούλα του μοντγκόμερι και ξεκινάμε κάτω από χιονόνερο για να βρούμε κάτι ανοιχτό. Είναι μια παράξενη νύχτα. Σαν γεμάτη μυστικά, σου δίνει την αίσθηση ότι μπορεί να συμβούν τα πάντα και τίποτα. Φτάνουμε στην κεντρική πλατεία. Το μόνο ανοιχτό είναι ένα ξενοδοχείο. Πίσω από την τζαμαρία κάθεται ένας μεσήλικας. Κρατάει το κεφάλι του με το ένα χέρι και διαβάζει μια εφημερίδα. Έξω από το ξενοδοχείο ένας τηλεφωνικός θάλαμος. Να τηλεφωνήσω στη γυναίκα μου, λέει ξαφνικά ο Αντόνιο. Το μόνο που θα κάνεις τέτοια ώρα είναι να την ανησυχήσεις, προσπαθώ να τον αποτρέψω. Η Ζε θα καταλάβει αμέσως ότι ο άντρας της είναι ελαφρώς μεθυσμένος και θα αρχίσει τις ερωτήσεις και αυτό θα τον εκνευρίσει και θα χαλάσει ακόμα περισσότερο τη διάθεση του. Επιμένει. Απομακρύνομαι, τον αφήνω να μιλήσει με την ησυχία του. Το χιονόνερο δεν λέει να σταματήσει, θα ήθελα να ήμουν στο κρεβάτι μου και να διαβάζω το βιβλίο που κουβάλησα μαζί μου. Έχει γυρισμένη την πλάτη, στην αρχή τον ακούω να μιλάει, ύστερα να ακούει. Όταν κατεβάζει το ακουστικό, μοιάζει πιο αναστατωμένος από πριν. Χωρίς να πει τίποτα μπαίνει στο ξενοδοχείο, λέει καλησπέρα στα ελληνικά και ζητάει κονιάκ. Το μπαρ είναι κλειστό τέτοια ώρα, το μόνο που μπορώ να σας δώσω είναι ένα ζεστό τσάι, λέει ο άνθρωπος. Ο Αντόνιο κάνει ένα νεύμα σα να ήθελε να πει ας είναι, και μετά, μοιράζοντας μία-μία τις λέξεις, σπάζει τη σιωπή λέγοντας: πέθανε ένας πολύ καλός μου φίλος, πάμε να φύγουμε, η Πυθία έστειλε το μήνυμά της, δεν θέλει να την επισκεφθώ.
Η επόμενη ώρα πέρασε με τον Αντόνιο να επιμένει να επιστρέψουμε στην Αθήνα κι εμένα να αντιστέκομαι σθεναρά. Αν θες να σκοτωθείς πάρε το αμάξι μόνος σου και πήγαινε όπου θες. Τέτοια ώρα, με τέτοιο καιρό, εγώ δεν πάω πουθενά. Εκείνος επέμενε. Ο έντονος διάλογος συνεχιζόταν μέχρι που ο ξενοδόχος, ο οποίος έτσι κι αλλιώς κόντευε να κοιμηθεί πάνω στην εφημερίδα του, μας ανακοίνωσε ότι θα κλείδωνε και θα πήγαινε για ύπνο. Στο δρόμο ο Αντόνιο συνέχιζε να επαναλαμβάνει ότι η Πυθία δεν τον θέλει, ότι έπρεπε να εγκαταλείψει το γρηγορότερο τα μέρη της, κι εγώ, άλλοτε γλυκά κι άλλοτε ουρλιάζοντας, του απαντούσα ότι αυτή τη φορά δεν θα του έκανα τη χάρη κι ότι θα πήγαινα για ύπνο. Στο τέλος συμφωνήσαμε ότι, αν το επόμενο πρωί η Πυθία εξακολουθούσε να μην τον θέλει, θα φεύγαμε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Ξύπνησα από τα χτυπήματα στην πόρτα. Φρεσκοξυρισμένος, ευδιάθετος, με τη φωτογραφική μηχανή περασμένη στον ώμο και το μπουφάν στο χέρι, ο Αντόνιο ήταν πανέτοιμος να αντιμετωπίσει την Πυθία. Έξω έλαμπε ένας ζεστός, παρήγορος ήλιος.
Την ώρα που κατηφορίζαμε μέσα από τον ελαιώνα, ο ήλιος κρύφτηκε. Μαύρα σύννεφα, το πήγαινε πάλι για βροχή. Ο Αντόνιο εξακολουθούσε να είναι ενθουσιασμένος. Η Πυθία φάνηκε καλή μαζί του, βγήκε μάλιστα φωτογραφία πίσω του, όταν μου ζήτησε να τον φωτογραφήσω στον ομφαλό της γης. Ένιωσε, είπε, την παρουσία της έντονη, όπως έντονες είναι κάποιες σκιές στη ζωή μας, σκιές ή μαύροι άγγελοι ή φαντάσματα που κυκλοφορούν μεσημεριάτικα στα νεκροταφεία της Λισσαβόνας. Να σου πω μια κωμικοτραγική ιστορία που διάβασα πριν μερικές μέρες στην εφημερίδα; του λέω. Φαίνεται πως υπήρξε μια εντολή από την ΕΟΚ για την Ελλάδα να ξεριζωθούν κάποιες δεκάδες χιλιάδες ελαιόδενδρα και να αντικατασταθούν από ακτινίδια. Η Ευρώπη, λένε στις Βρυξέλλες, παράγει περισσότερες ελιές από όσες χρειάζεται ενώ έχει έλλειψη στα ακτινίδια. Ο ελαιώνας γύρω μας πυκνός, σοφός, φορτωμένος ιστορία. Ο Αντόνιο δεν θέλει πολύ για να πάρει φωτιά. Κωλόπαιδα γραφειοκράτες, κάθονται στα γραφεία τους με τις μεταξωτές γραβάτες τους, παίρνουν παχυλούς μισθούς, δεν έχουν διαβάσει ποτέ τους ούτε ένα βιβλίο ιστορίας, και θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν τις τύχες των λαών επειδή πήραν ένα μάστερ.
Προορισμός μας ήταν τα Μετέωρα. Από τη στιγμή που η Πυθία του χαμογέλασε, δεν ήθελε να επιστρέψει στην Αθήνα, ήθελε να παρατείνουμε το ταξίδι μας για δύο ακόμα μέρες. Θα περνούσαμε από την Άμφισσα, θα ανεβαίναμε τα βουνά, θα φτάναμε στη Λαμία και από εκεί ίσια για τον Θεσσαλικό κάμπο. Οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών δεν είχαν καταφέρει να μας χαλάσουν τα κέφια, το αντίθετο, μερικές φορές η ειρωνεία είναι η καλύτερη μορφή αντίστασης, μόνο τα σύννεφα μας ανησυχούσαν, μαύρα και βαριά, σαν από μολύβι. Και τότε μου ήρθε η φαεινή ιδέα. Δεν είχα μπει ποτέ στην πόλη της Άμφισσας, από παλιά ήθελα να δω τα ταμπάκικα, μου είχαν πει ότι ήταν ένα εξαιρετικό μέρος, παλιά ρημαγμένα βυρσοδεψεία, κτίρια που μένουν όρθια σαν φαντάσματα, με ξύλινα υποστυλώματα που συγκρατούν μισογκρεμισμένες στέγες, και πόρτες ορθάνοιχτες ή κλειδωμένες, να προεστατεύουν πλέον το κενό, ο μύθος λέει ότι εδώ σεργιανά ακόμα το στοιχειό της Χάρμαινας, φόβος και τρόμος των παιδιών της περιοχής αλλά και προστάτης της βυρσοδεψίας, παράξενα πράγματα, ο προστάτης που προκαλεί ταυτόχρονα φόβο, και η πρόσφατη ιστορία εγκαταλειμμένη στην τύχη της, στην αδυσώπητη φθορά του χρόνου. Ήταν ευκαιρία, σίγουρα θα άρεσαν και στον Αντόνιο, μετά τα δελφικά ερείπια, τα ερείπια μιας νεότερης εποχής.
Η ιδέα δεν του άρεσε. Γινόταν πάντα ανήσυχος όταν του τύχαινε κάτι απρόβλεπτο, κάτι που δεν είχε οργανώσει ο ίδιος. Πέντε λεπτά μόνο, και θα φύγουμε αμέσως, υπόσχομαι. Ρωτάω έναν περαστικό, ο δρόμος για τα ταμπάκικα του λέω, θα πας πιο εύκολα αν περάσεις μέσα από το νοσοκομείο, θα μπεις από την κύρια είσοδο και θα βγεις από την πίσω μεριά κι ύστερα συνέχεια ίσια στην ανηφόρα. Ακολουθώ τις οδηγίες. Είναι νωρίς το απόγευμα και μοιάζει ήδη σούρουπο. Ετοιμάζεται μεγάλη βροχή, το έχω ήδη μετανιώσει, ο Αντόνιο κάθεται δίπλα μου σιωπηλός και από τον τρόπο που κλείνει ξαφνικά το κασετόφωνο του αυτοκινήτου καταλαβαίνω ότι είναι έτοιμος να εκραγεί.
Περπατάμε στον στρωμένο με μεγάλες λευκές πέτρες χωμάτινο δρόμο. Δεν κάνουμε καλά-καλά ούτε πενήντα μέτρα απόσταση κι αρχίζει τη γρίνια. Τι με έφερες εδώ, φρικτό μέρος, όλα μυρίζουν θάνατο, δεν έχω κανένα λόγο να σε ακολουθώ, εσύ μείνε αν θέλεις, εγώ φεύγω. Και κάνει μεταβολή. Δεν έχω δει τίποτα από τα ταμπάκικα αλλά τον ακολουθώ.
Όταν μπαίνουμε πάλι στην αυλή του νοσοκομείου, μου ζητάει να σταματήσω το αυτοκίνητο. Είναι χλωμός και ιδρωμένος. Σκέφτομαι πως έχει ζαλιστεί, νιώθω τύψεις, τι τα ήθελα κι εγώ τα ταμπάκικα, όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι τότε. Ανοίγει την πόρτα, βγαίνει. Κι ενώ περιμένω να πλησιάσει τον τοίχο και να ξεράσει, αυτός χώνει το κεφάλι του μέσα από το παράθυρο και μου λέει: Εσύ, τώρα, φύγε. Τον κοιτάζω σαν χαζός. Φύγε, φύγε. Να πάω πού; Γύρνα στην Αθήνα, δεν θα πάμε στα Μετέωρα. Κι εσύ; Εγώ θα μείνω εδώ. Εδώ πού; Εδώ. Αντόνιο, άσε τις βλακείες και μπες στο αμάξι. Σου είπα, φύγε, εγώ θα μείνω εδώ. Μόνος; Μόνος. Ακούγεται ξαφνικά μια σειρήνα. Μπροστά μου ένα νοσοκομειακό, του έχω κλείσει τον δρόμο. Ο οδηγός φωνάζει, μου κάνει νόημα να πάω στην άκρη. Μην πας πουθενά, φωνάζω στον Αντόνιο, πάω να παρκάρω και σε ένα λεπτό θα είμαι μαζί σου. Κάνω μανούβρα, αφήνω το νοσοκομειακό να περάσει, προχωρώ, βρίσκω ένα μέρος στο οποίο μπορώ να αφήσω το αυτοκίνητο, κλειδώνω, γυρίζω με αγχωμένο βήμα στο μέρος όπου είχα αφήσει τον Αντόνιο. Πουθενά. Άφαντος.
Ψυχραιμία. Σκέψου, κάπου εδώ κοντά θα είναι. Μπροστά μου είναι μία από τις δευτερεύουσες εισόδους του νοσοκομείου, μάλλον αυτή για τα επείγοντα περιστατικά. Ένας χοντρός θυρωρός, γύρω στα τριάντα. Βαριέται που ζει. Τον πλησιάζω, καλησπερίζω. Μήπως κατά τύχη είδατε έναν Ιταλό, γύρω στα εξήντα, δεν ένιωθε καλά, μήπως πέρασε από εδώ; Χιλιάδες κόσμος περνάει όλη τη μέρα από εδώ, κύριε μου, τι μου λέτε τώρα; Εννοώ τώρα, πριν δύο ή τρία λεπτά. Ήθελε να κάνει εισαγωγή; Όχι, δηλαδή ίσως, δεν ξέρω, δεν έχει σημασία, μπορεί πάντως να πέρασε από εδώ. Και πώς θα ήξερα εγώ ότι είναι Ιταλός; Τελικά δεν βαριέται και τόσο πολύ, έχει όρεξη για κουβεντούλα. Δεν μιλάει ελληνικά, αν σας μιλούσε, θα μιλούσε στα ιταλικά. Μα εγώ δεν μιλάω ιταλικά, με το ζόρι μιλάω ελληνικά. Του λέω δεν πειράζει, κάπου αλλού θα πήγε ο Ιταλός, θα τον βρω, ευχαριστώ για τη βοήθεια. Τίποτα, απάντησε, χάρηκα που τα είπαμε.
Κοίταξα γύρω μου. Χοντρές ψιχάλες άρχισαν να αλλάζουν το χρώμα της ασφάλτου. Η συνηθισμένη κίνηση στο προαύλιο ενός νοσοκομείου, μόνο που λόγω της επικείμενης καταιγίδας, όλα γίνονταν πιο βιαστικά, πιο αγχωμένα. Πού διάολο να πήγε; Κοντά στην καγκελόπορτα της εισόδου είδα ξαφνικά ένα είδος ζαχαροπλαστείου που δεν είχα προσέξει προηγουμένως, όταν μπήκα με το αυτοκίνητο. Ένας νεαρός μάζευε τα μαξιλάρια από τις τρεις καρέκλες που, δίπλα σε ένα στρογγυλό σιδερένιο τραπεζάκι, έχασκαν εγκαταλειμμένες δίπλα στην είσοδο. Μπαίνω μέσα. Στο βάθος του καταστήματος, καθισμένος δίπλα σε έναν πάγκο γεμάτο κουραμπιέδες, αμυγδαλωτά, καριόκες και σοκολατάκια, ο Αντόνιο.
Από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα.
Να αποδραματοποιήσω την κατάσταση. Να δείξω πως δεν συμβαίνει τίποτα το τραγικό. Να γίνω σχεδόν εύθυμος. Να τον πάρω από εδώ και να φύγουμε το γρηγορότερο. Καλά έκανες και ήρθες εδώ, έξω βρέχει, άρχισα να του λέω. Δεν απάντησε, το βλέμμα του, κενό, έμενε καρφωμένο στον απέναντι τοίχο. Τα μάτια του δυο βρύσες. Ο κόσμος γύρω μας δεν φαινόταν να είχε προσέξει τίποτα. Που να ήξερε, ένας συγγραφέας διάσημος σε όλο τον κόσμο, που κάθεται και κλαίει σιωπηρά σε ένα μικρό ζαχαροπλαστείο στο νοσοκομείο της Άμφισσας.
Πάμε να φύγουμε; τον ρωτάω. Δεν απαντά, δεν μου δίνει καμιά σημασία. Να πιει, κάτι να πιει, μήπως και συνέλθει. Αγοράζω ένα μικρό μπουκάλι Μεταξά, μου δίνουν κι ένα πλαστικό ποτηράκι. Του δίνω να πει. Καμιά αντίδραση. Δάκρυα που τρέχουν, βλέμμα καρφωμένο στο πουθενά. Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Η κατάσταση μου φαίνεται ελαφρώς τραγική και ελαφρώς γελοία. Να τηλεφωνήσω στη Ζε; Και τι θα μπορέσει να μου κάνει από την άλλη πλευρά της Ευρώπης; Επιμένω. Πιες, θα σου κάνει καλό. Καμιά αντίδραση. Πες μου τι νιώθεις, του λέω όσο πιο γλυκά μπορώ, πες μου τι θες να κάνουμε, δεν μπορούμε να καθίσουμε εδώ, ας ξεχάσουμε τα Μετέωρα, ας πάμε κάπου αλλού, αρκεί να φύγουμε από αυτό το θλιβερό μέρος. Καμιά αντίδραση. Αντόνιο, σε παρακαλώ, κάνε μια προσπάθεια. Σκέψου κι εμένα, ήθελα να του πω αλλά προτίμησα να σωπάσω. Και ξαφνικά μίλησε. Δεν πάω πουθενά αν δεν μου εξηγήσεις πρώτα γιατί βρίσκομαι εδώ, στο νοσοκομείο μιας πόλης που δεν είχα ακούσει ποτέ ούτε το όνομά της. Δικό μου το φταίξιμο, Αντόνιο, αποκλειστικά δικό μου που είχα αυτή την ηλίθια ιδέα. Βγάζει ένα μαντίλι από την τσέπη και σκουπίζει τα δάκρυα του. Δεν εννοώ αυτό, είπε. Όλα στη ζωή έχουν μια εξήγηση. Κι αυτή η παράλογη κατάσταση που ζούμε αυτή τη στιγμή, πρέπει να έχει μια εξήγηση. Το πρωί λαμπερός ήλιος, τώρα βροχή και νοσοκομεία. Με άλλα λόγια η ζωή, ήθελα να του πω, αλλά δεν λέω τίποτα. Καλύτερα να συνεχίσει να μιλάει, είναι η σιωπή του αυτή που περισσότερο με φοβίζει. Εκείνος όμως έχει ξαναπέσει στο δίχτυ της. Κοιτάζει πάλι ίσια μπροστά του χωρίς να βλέπει τίποτα. Αφήνω να περάσουν δύο ή τρία λεπτά. Έξω αστραπές, αστραπές και βροντές. Να πάω να φέρω το αυτοκίνητο να φύγουμε; Δεν απαντά. Επαναλαμβάνω την ερώτηση. Κάνει μια κίνηση σαν για να διώξει μια μύγα που τον ενοχλεί. Αν έκανα πως έφευγα, ποια θα ήταν η αντίδρασή του; Θα με ακολουθούσε; Δεν θα με ακολουθούσε, τον ξέρω καλά, θα έμενε πεισματωμένος στη θέση του, οχυρωμένος στη σιωπή του. Αντόνιο, πες μου κάτι, πες οτιδήποτε, βρίσε με αν θέλεις, αλλά πες κάτι, του λέω. Και ξαφνικά γυρίζει και με κοιτάζει. Τα μάτια του είναι πάλι υγρά. Βοήθησέ με, μου λέει. Βρίσκομαι σε έναν λαβύρινθο και δεν μπορώ να βγω.
Η φωνή του λαβωμένη, όλο γρέζια. Σκύβω και του δίνω ένα φιλί στο μάγουλο. Δεν αντιδρά καθόλου. Μένει σιωπηλός. Κάτι πρέπει να κάνω, κάτι πρέπει να πω, αλλά δεν ξέρω τι. Ξαφνικά έχω την αίσθηση πως βρισκόμαστε σε ένα διήγημά του, ανυπεράσπιστοι ήρωες σε μια πλοκή που ο ίδιος επινόησε αλλά δεν ξέρει πώς να ολοκληρώσει. Υπάρχει κάτι το θεατρικό στην ατμόσφαιρα, κάτι το θεατρικό στο σκηνικό, έξω το νοσοκομείο και οι αστραπές, εμείς μέσα σ' ένα επαρχιακό ζαχαροπλαστείο με κίτρινα φώτα, εκείνος καθισμένος σε μια καρέκλα, εγώ όρθιος δίπλα του, ανάμεσα σε κουραμπιέδες, σοκολατάκια και καριόκες. Και άνθρωποι που έρχονται να αγοράσουν γλυκά για τους ασθενείς φίλους και συγγενείς. Έχεις φάει ποτέ σου κουραμπιέδες; τον ρωτάω.
Η αναπάντεχη ερώτηση σαν να τον βγάζει από τον λαβύρινθο. Τι με ρώτησες; Αν έχεις φάει ποτέ κουραμπιέδες. Τι είναι αυτό; Αυτά τα γλυκά εδώ πέρα με την άχνη ζάχαρη. Τα τρώμε συνήθως τα Χριστούγεννα, αλλά εγώ, επειδή μου αρέσουν πολύ, τα τρώω όλο τον χρόνο. Κοιτάζει μια τους κουραμπιέδες μια εμένα με απορία. Θες να σου αγοράσω λίγους να τους δοκιμάσεις; Με ξανακοιτάζει και ξαφνικά βλέπω μια λάμψη να διαπερνά τα μάτια του. Βρήκα τι θα κάνουμε, μου λέει.
Ξανά στον χοντρό θυρωρό. Κοιτάζει γεμάτος περιέργεια τον Αντόνιο. Βλέπω ότι βρήκες τον Ιταλό σου, λέει. Ναι, απαντώ. Θέλω μια χάρη. Θα μας πεις σε ποιο όροφο μπορούμε να βρούμε ηλικιωμένες γυναίκες; Γριές; Και να τις κάνετε τι; Να, ο Ιταλός θέλει να τους κάνει δώρο αυτούς τους κουραμπιέδες. Έτσι, σε κάποιες γριές που δεν γνωρίζει; Ρίχνει μια δεύτερη ματιά γεμάτη περιέργεια στον Αντόνιο που κρατάει με τα δυο του χέρια το κουτί σαν να πηγαίνει επίσκεψη. Μοιάζει να αδημονεί αλλά ευτυχώς δεν λέει τίποτα. Ο θυρωρός ανοίγει τα χέρια σαν για να εκφράσει την έκπληξή του κι ύστερα λέει, αφού επιμένετε, ανεβείτε στον πέμπτο όροφο, εκεί θα βρείτε όσες γριές θέλετε. Τώρα φαίνεται να το διασκεδάζει. Δεν είναι ανάγκη να πάτε από την κύρια είσοδο, ανεβείτε από εδώ, έχει ανελκυστήρα. Τον ευχαριστούμε και μπαίνουμε μέσα.
Ο ανελκυστήρας ανεβαίνει αργά και βγάζει περίεργους θορύβους, σαν να γρατζουνάει τους τοίχους του φρεατίου. Όταν η πόρτα του ανελκυστήρα ανοίγει στον πέμπτο όροφο, μας υποδέχεται πηχτό σκοτάδι. Μέχρι να πάμε στο κοντινότερο διακόπτη, η πόρτα του ανελκυστήρα κλείνει βγάζοντας έναν σχεδόν μεταφυσικό βρυχηθμό. Ο διακόπτης είναι χαλασμένος ή οι λάμπες καμένες, εμείς πάντως δεν βλέπουμε ούτε τη μύτη μας. Τι σκατά νοσοκομείο είναι αυτό, λέει ήδη ανήσυχος ο Αντόνιο. Προπαντός μην εξάπτεσαι, θα βρούμε τη λύση, του απαντώ. Περίεργη βραδιά η σημερινή, λέει εκείνος, περισσότερο στον εαυτό του παρά σε μένα. Τα μάτια μου συνηθίζουν σιγά-σιγά στο σκοτάδι, βρίσκω τη σκάλα, πιάνομαι από την κουπαστή και αρχίζω να κατεβαίνω ένα-ένα και με προσοχή τα σκαλιά. Ο Αντόνιο ακολουθεί από πίσω. Τέταρτος όροφος, και πάλι σκοτάδι αλλά μια φωτεινή γραμμή δείχνει την ύπαρξη μιας πόρτας. Χτυπάω δυνατά. Περνάνε μερικά λεπτά, η πόρτα ανοίγει. Μια έκπληκτη νοσοκόμα και ένας διάδρομος λουσμένος στο φως. Κανείς δεν έρχεται από εδώ, μου δικαιολογείται, τι θα θέλαμε; Της εξηγώ. Βάζει τα γέλια. Ήρθατε σε λάθος τμήμα, εδώ είναι τα μαιευτήρια. Πού είναι οι γριές, με ρωτάει ελαφρώς αγχωμένος ο Αντόνιο. Μην είσαι ανυπόμονος, του βάζω τις φωνές. Θα ανεβείτε στον πέμπτο, θα βρείτε μια πόρτα σαν κι αυτή, είναι ο όροφος των ηλικιωμένων με άνοια, γι' αυτό την κλειδώνουν, χτυπήστε όπως κάνατε εδώ και θα σας ανοίξουν. Αφήνει την πόρτα ανοιχτή, να φωτίζει, για να μην κουτρουβαλιαστούμε στη σκάλα.
Η νοσοκόμα του πέμπτου ορόφου ακούει τι θέλουμε σαν να ακούει το φυσικότερο πράγμα του κόσμου. Εδώ έχει όσες γριές θέλετε, διαλέγετε και παίρνετε. Θέλω να είναι άπορες, λέει ο Αντόνιο. Μεταφράζω. Όλες άπορες είναι, ειδάλλως δεν θα έμεναν εδώ, λέει η νοσοκόμα και φεύγει.
Ο Αντόνιο παίρνει την πρωτοβουλία, διαλέγει ένα δωμάτιο και μπαίνει μέσα. Ακολουθώ και στέκομαι στην πόρτα. Είναι ένας θάλαμος με έξι κρεβάτια, έξι ηλικιωμένες γυναίκες κι ένα κίτρινο αρρωστημένο φως. Ο Αντόνιο, με τους κουραμπιέδες στο χέρι, προχωράει. Εκείνες τον κοιτάζουν ξαφνιασμένες. Να τους πεις ότι αυτά τα γλυκά είναι γι' αυτές, μου λέει. Μεταφράζω. Επιφωνήματα χαράς υποδέχονται την ανακοίνωση. Ιταλιάνο, Ιταλιάνο! Μπέλα Ιτάλια! φωνάζει η νεότερη από τις έξι. Κάποιες σηκώνονται από τα κρεβάτια τους και τον περικυκλώνουν. Ο Αντόνιο γελάει, λέει κάποιες ελληνικές λέξεις, εκείνες κάποια ιταλικά που θυμούνται από την κατοχή. Συνεννοούνται μια χαρά, δεν με έχουν ανάγκη. Βγαίνω από τον θάλαμο. Νιώθω κουρασμένος, θέλω να μείνω μόνος, θέλω να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου. Η αίσθηση ότι βρέθηκα μέσα σε μια ιστορία που επινόησε κάποιος άλλος, εξακολουθεί να είναι δυνατή μέσα μου.
Ξέρεις τι θα κάνουμε τώρα; μου λέει ο Αντόνιο όταν μπαίνουμε στο αμάξι. Θα πάμε κάπου εδώ κοντά, θα βρούμε ένα ωραίο ακριβό εστιατόριο κι ένα ωραίο ξενοδοχείο, και αύριο το πρωί θα επιστρέψουμε στην Αθήνα. Κερνάω εγώ. Και, με την ευκαιρία, θα σου υπαγορεύσω και το post scriptum που σου χρωστάω τόσο καιρό. Είναι χαρούμενος, βγήκε από τον λαβύρινθο. Ξέρεις, έχω μια ιδέα. Να τελειώσουμε το βιβλίο μας με εκείνη την ιστορία που μου έλεγες, με τις Βρυξέλλες, τις ελιές και τα ακτινίδια.
Ιούλιος 2014
Μικέλα Χαρτουλάρη. Τα διηγήματα δεν είναι για το Fb. Αλλά εδώ μιλάμε για τη φιλία, την έμπνευση και την έξοδο. Για την τέχνη, το τέλος και την αιωνιότητα. Για τον άνθρωπο σε δίνη, για το ‘Με ποιους θα πας’ και ‘Ποιους θ’ αφήσεις’. Μιλάμε για τον Ανταίο Χρυσοστομίδη (Κάιρο, 1952 - Αθήνα,15.8 2015) τον συγγραφέα Antonio Tabucchi (Πίζα, 1945 -Λισαβόνα, 2012), τον εκδότη των εκδόσεων ΑΓΡΑ Σταύρο Πετσόπουλο (Αθήνα, 1954) και το διήγημα που τους συνδέει. Και για τη Χανιώτισσα Ιωάννα Κουτσουδάκη που έδινε πνοή στη δυναμική παρέα τους. Μιλάμε για την τόσο εύφορη σχέση του διανοούμενου Έλληνα μεταφραστή, με τον στριμμένο, και ανήσυχο, και τρυφερό, και σπουδαίο Ιταλό συγγραφέα φίλο του, και για τον ακραιφνή Έλληνα εκδότη που ανέδειξε τα ταλέντα τους. Τέτοια εποχή, για μια δεκαετία, συναντιούνταν με την Ιωάννα και την αδελφή της τη Ρένα, στο μοναδικό ‘Δώμα’, το πρώτο και πιο κουλτουριάρικο (ακόμα) boutique hotel στα Χανιά _ μια μονοκατοικία με ιστορία μεγάλη. Και περνούσαν σχεδόν δυο εβδομάδες κερασμένες, μαζί και με την Πορτογαλίδα γυναίκα του Ταμπούκι, τη Ζε (Μαρί-Ζοζέ).
Και ο Ταμπούκι που αγάπησε τα Χανιά όσο και τη γενέτειρά του την Πίζα, πάντα θα έκανε εκεί, στο ΚΑΜ συνήθως, και μια παρουσίαση βιβλίου του, απολαμβάνοντας την ταύτιση με το ακροατήριό του με το οποίο ευχαρίστως συζητούσε _ μου έχει μείνει αξέχαστη η συζήτηση πριν είκοσι ακριβώς χρόνια, για το αυτοβιογραφικό και φιλοσοφημένο μυθιστόρημά του «Ο Τριστάνο πεθαίνει. Μια ζωή», Άγρα 2004. Ας κάνουμε λοιπόν μια εξαίρεση.
Αυτά τα λίγα για το παραπάνω διήγημα «Νεκρή φύση με κουραμπιέδες σε νοσοκομείο», που έγραψε τον Ιούλιο του 2014 ο Ανταίος Χρυσοστομίδης σε πρώτο πρόσωπο, με πρωταγωνιστή τον φίλο του τον Ταμπούκι και αφιέρωση στον Πετσόπουλο. Ο Ταμπούκι είχε πεθάνει το 2012, και ο Ανταίος ήξερε ότι του μένουν λίγοι μήνες ζωής.
Πέθανε τον Δεκαπενταύγουστο του 2015. Ο αγαπημένος μου φίλος, ο Ανταίος με τη μοναδική ακτινοβολία.