Το πρόβλημα του λαϊκισμού απασχολεί – πρωτίστως – την πολιτική επιστήμη, ως μια περίπτωση παραφθοράς της δημοκρατικής αρχής. Η νομιμοποίηση της πολιτικής και αυτών που την ασκούν οφείλει, επί της αρχής, να είναι δημοκρατική, να είναι δηλαδή εξαγόμενο της θεσμικής διαβούλευσης και γενικά δημόσιας έκφρασης των πολιτών. Αντίθετα για τον λαϊκισμό, η πολιτική νομιμοποίηση τείνει προς ένα ιδεώδες αδιαμεσολάβητης διαβίβασης της λαϊκής βούλησης στα πολιτειακά όργανα: αναδύεται ως μια στιγμή ή μια αφετηρία άμεσης δημοκρατίας, κατά την οποία το λαϊκό αίσθημα εισακούεται υποτίθεται απρόσμικτο από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και οιονεί αποκαθαρμένο από τη νόθευση μέσω της παρεμβολής «συστημικών» προσώπων και κομμάτων της πολιτικής σκηνής. Βέβαια, ό,τι γίνεται αντιληπτό ως νόθευση μπορεί να αποτελεί απλώς δυσμενή χαρακτηρισμό για τα ευπρόσδεκτα αποτελέσματα της τήρησης βασικών αρχών της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου: του συμβιβασμού ανάμεσα σε διαφορετικές πολιτικές στοχοθεσίες, της δέσμευσης στα δικαιώματα της μειοψηφίας, της τήρησης των δικαιοκρατικών αρχών ή του σεβασμού των υποχρεώσεών ενός λαού προς τα άλλα κράτη.
Δεν μπορεί βέβαια να αποκλειστεί καταστατικά η εμφάνιση γνήσιας δυσαρμονίας μεταξύ της ασκούμενης πολιτικής και της τεκμαιρόμενης λαϊκής βούλησης, ακόμα και όπως η τελευταία εκφράζεται, κατά θεσμική κυριολεξία, μέσω των επιλογών του εκλογικού σώματος. Ακόμα μάλιστα και εντός του πλαισίου των πολιτειακών θεσμών εκφράζονται ανταγωνισμοί ως προς την αυθεντική έκφραση της λαϊκής βούλησης. Δεν είναι ασύνηθες οι αποφάσεις της δικαιοσύνης να έρχονται σε σύγκρουση με πολιτικές επιλογές που έχει εγκρίνει το εκλογικό σώμα και να ανατρέπει με τις αποφάσεις της σημαντικές πλευρές αυτής της πολιτικής. Δεν είναι όμως άγνωστο και το αντίστροφο, να στηλιτεύεται δηλαδή μια νομοθετική μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης επειδή περιορίζει την προσφυγή στον φυσικό δικαστή.
Η έννοια του λαϊκισμού
Στο πλαίσιο του συνταγματικού δικαίου, αναζητούνται οι αναγκαίες θεσμικές δικλίδες ασφαλείας, ώστε οι κοινωνικές δυσανεξίες να μην υποθάλπουν λαϊκισμό και εν πάση περιπτώσει ακόμα και όταν εκδηλώνεται να εμποδίζεται από το να βλάπτει κρίσιμα την δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Η μαζικοποίηση κομμάτων με αντιδημοκρατικές θέσεις και η διάδοση θεωριών συνομωσίας και ψευδών ειδήσεων, ώστε να χειραγωγείται η κοινή γνώμη, αποτελούν προκλήσεις για κάθε έννομη τάξη. Μέτρα όπως η απαγόρευση κομμάτων και οι ρυθμίσεις για το περιεχόμενο μέσων, που αποτελούν χώρους ή οχήματα για την διαμόρφωση της δημόσιας σφαίρας, σχοινοβατούν μεταξύ προστασίας και περιορισμού πολιτικών ελευθεριών και ατομικών δικαιωμάτων. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο συγκεκριμένος τρόπος αντιμετώπισης του λαϊκισμού με την επίκληση της προστατευτικής ασπίδας του κράτους προκαλεί εύλογη επιφυλακτικότητα. Στην επιλογή του κρατικού πατερναλισμού αντιπαραβάλλεται απολύτως καλοπροαίρετα η πίστη στην ικανότητα των πολιτών να αντιστέκονται «ιδίαις δυνάμεσι» σ’ όποιον υποκριτικά επικαλείται την δημοκρατία και το λαϊκό αίσθημα και η αναγκαιότητα της αυτοδύναμης ωρίμανσης των πολιτών, ώστε να έχουν αντιστάσεις στον λαϊκισμό, χωρίς καθοδηγητικές παρεμβάσεις του νόμου.
Και ο ίδιος ο λαϊκισμός, όμως, περιλαμβάνει την υπόσχεση αποκατάστασης ή διεύρυνσης μιας, υποτιθέμενα, ανεπαρκούς προστασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αντιμεταναστευτική ρητορική. Οργανώσεις της άκρας δεξιάς απαιτούν τη σκλήρυνση της μεταναστευτικής νομοθεσίας ή, ακόμα, προεφαρμόζουν την πολιτική που ευαγγελίζονται, εξαπολύοντας ρατσιστικές επιθέσεις, τις οποίες βαφτίζουν επιβολή του νόμου και της τάξης. Η στάση αυτή παρουσιάζεται ως προστασία της εθνικής ταυτότητας και του μεροκάματου των γηγενών εργατών, που κινδυνεύει από την ανταγωνιστική προσφορά των μεταναστών για φθηνή εργασία. Γενικότερα, το λαϊκιστικό πρόταγμα τείνει να εκφράζει τις πολιτικές αντιθέσεις υπό το σχήμα της προστασίας των συλλογικών ελευθεριών και της κοινωνικής δικαιοσύνης από την απειλή εξωγενών παραγόντων. Η οριοθέτηση των ελευθεριών του ατόμου, ώστε η άσκησή τους να είναι αμοιβαία συμβατή εντός της κοινωνικοπολιτικής συμβίωσης, αποτελεί γενικά αποδεκτό όρο της νεωτερικής σύλληψης της ελευθερίας. Ο λαϊκισμός, υπερθεματίζοντας, τρόπον τινά, υπόσχεται τον πλήρη αποκλεισμό ορισμένων αντιλήψεων ή ταυτοτήτων, ως οριστική εγγύηση για την ελευθερία και την δικαιοσύνη. Η έμφαση στην απόκρουση ή τον αποκλεισμό του ξένου εργάτη, του ξένου κεφαλαίου, των ξένων πολιτισμών και της «ξενικής επίδρασης» γενικότερα, αποσκοπεί στην προστατευτική οριοθέτηση και οικοδόμηση μιας γαλήνιας αλλά εσωστρεφούς πολιτικής κοινότητας.
Ωστόσο, το ζήτημα που αναδεικνύεται πρώτιστα, πριν επεξεργαστούμε το ειδικότερο φαινόμενο του ποινικού λαϊκισμού, είναι εννοιολογικό, και αφορά την ίδια την σύλληψη και οριοθέτηση του λαϊκισμού καθαυτού. Δεν αντιλαμβάνονται όλοι τον λαϊκισμό με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ούτε εστιάζουν την προσοχή τους ή δίνουν έμφαση στα ίδια κρίσιμα στοιχεία του. Πάρα ταύτα οι λαϊκιστικές προσεγγίσεις συσπειρώνονται γύρω από ένα κοινό χαρακτηριστικό που αναδεικνύεται ως κεντρικής σημασίας για την κατανόηση του φαινομένου.
Η λαϊκιστική οπτική γωνία δεν εκφράζει απλώς ένα γνήσιο ενδιαφέρον για τον λαό ως ένα σύνολο πολιτών που έχουν την δυνατότητα αυτοσυγκρότησης σε συλλογικό υποκείμενο και συλλογικής επιλογής, οι οποίοι φέρουν δικαιώματα ή συμφέροντα, και μπορούν να εκφράζουν, έστω με τρόπο κατακερματισμένο, συνολικά αντιφατικό ή μερικά ασαφή, αξιώσεις, απόψεις κ.ο.κ. Αντιθέτως, ο λαός γίνεται εδώ αντιληπτός ως ένα ενιαίο, προϋπάρχον υποκείμενο, το οποίο δεν είναι ζητούμενο να συγκροτηθεί ως τέτοιο, ούτε εμφανίζει ηθικοπολιτικά σημαντικές εσωτερικές διαφοροποιήσεις και διαχωρισμούς. Συνεπώς φαίνεται να μπορεί να του αποδοθεί, πριν από κάθε πολιτική διαδικασία και χωρίς θεσμική διαμεσολάβηση, μια επίσης προϋπάρχουσα και ενιαία διανοητική ή συναισθηματική στάση.
Ο λαός ως ένα ομοιογενές, ενικό, σύνολο παρουσιάζεται σαν να προϋφίσταται κάθε διαδικασίας ως ένα αντικείμενο του κόσμου, το οποίο αισθάνεται ή πιστεύει κάτι απλά, δίχως εσωτερικές διακρίσεις ή εντάσεις. Έτσι το γεγονός του πλουραλισμού, η διακριτότητα των ατόμων που συγκροτούν τον λαό, και η διαφοροποίησή τους ως προς τις αντιλήψεις για την δικαιοσύνη, την ηθική και το αγαθό, δεν εμφανίζεται σε κανένα σημείο της εικόνας που διαγράφεται από την λαϊκιστική οπτική γωνία. Τόσο η λαϊκή βούληση, όσο και το λαϊκό αίσθημα για το οποίο γίνεται αναλυτικά λόγος από πολλούς εκ των ομιλητών, με έναν λόγο η στάση του Λαού, δεν γίνεται αντιληπτή με την σειρά της ως αντικείμενο κατασκευής μέσα από πολιτικές ή άλλες κοινωνικές διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν άτομα με ξεχωριστές στάσεις, ή με την συμβολή διαμεσολαβητικών θεσμών. Ούτε όμως θεωρείται ως ένα πολυσχιδές ή μεταβαλλόμενο σύνολο στάσεων που μπορούν, ανεξάρτητα από το αν πλειοψηφούν ή και υιοθετούνται ομόφωνα, επί της αρχής να διακριθούν η μία από την άλλη και να συγκρουστούν με όρους ορθότητας ή λάθους.
Η λαϊκή βούληση, το λαϊκό συναίσθημα, το “κοινό” περί δικαίου αίσθημα του ενιαίου λαϊκού υποκειμένου, λαμβάνεται έτσι όχι μόνο ως μία ατομική στάση, αλλά και ως δεδομένο γεγονός. Ο πλούτος των διαφορετικών ατομικών ηθικών συναισθημάτων και αντιλήψεων δικαιοσύνης, που συγκρούονται ευθέως εντός και εκτός του πλαισίου των διαμεσολαβητικών θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, καταρρέει υπό το βάρος αυτής της απολυτοκρατικής κατασκευής ενός μεταφυσικού Volksgeist, το οποίο μπορεί, στις πιο αυταρχικές εκδοχές, να εκφραστεί από ένα και μόνο άτομο, τον χαρισματικό ηγέτη. Αυτός μάλιστα τόσο περισσότερο το εκφράζει, όσο περισσότερο παρακάμπτει ακριβώς τις θεσμοποιημένες διαβουλευτικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες και μόνο, στην πραγματικότητα, δύναται να κατασκευαστεί η οποιαδήποτε συνεκτική συλλογική στάση από το άναρχο πρωτογενές υλικό των διακριτών ατομικών στάσεων. Η δημοκρατία άλλωστε θάλλει, όταν η διαφωνία και η κριτική μπορούν να οδηγήσουν σε συνθέσεις και επαναπροσδιορισμούς, αλλά εξασθενεί, όταν απαξιώνονται εκ του συστάδην.
Το κεντρικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της οπτικής γωνίας του λαϊκισμού μπορεί να περιγραφεί ακριβώς ως απόρριψη του γεγονότος του πλουραλισμού κάθε κοινωνίας. Αναλύεται ως εκ τούτου, αφενός στην σύλληψη του Λαού ως ενός προϋπάρχοντος κάθε διαδικασίας συγκρότησης, ενιαίου και εσωτερικά αδιαφοροποίητου συλλογικού υποκειμένου, αφετέρου στην σύλληψη της στάσης του ως προϋπάρχουσας κάθε διαδικασίας κατασκευής, επίσης ενιαίας και εσωτερικά αδιαφοροποίητης. Είναι ακριβώς πάνω σε αυτό το επιστημικό και ηθικοπολιτικό πλαίσιο, που αναπτύσσεται η σύνθετη σχέση του λαϊκισμού με το ποινικό δίκαιο.
Ποινικός λαϊκισμός
Το ποινικό δίκαιο είναι το πεδίο της πολιτειακής εξουσίας, το οποίο καταστατικά φιλοξενεί την θεμελιώδη συνολικά για το δίκαιο ένταση μεταξύ ελευθερίας και καταναγκασμού. Το ποινικό δίκαιο παρίσταται έτσι, κατά κάποιον τρόπο, ως η πεμπτουσία του δικαίου γενικώς. Η διατάραξη του κοινωνικού βίου από το έγκλημα εύλογα στρέφει τον πολίτη προς το ποινικό δίκαιο ως καταφύγιο προστασίας. Σ’ αυτήν την εν πολλοίς αυθόρμητη αντίδραση ενυπάρχει μια τάση επισκίασης αρχών που είναι σύμφυτες με το νεωτερικό ποινικό δίκαιο και εξίσου σημαντικές με το αίτημα προστασίας από το έγκλημα. Παραγνωρίζεται συχνά, επιπλέον, το γεγονός ότι η ποινική τιμώρηση ορισμένων προσβολών των δικαιωμάτων και άρα η χρήση ή αυστηροποίηση του ποινικού δικαίου δεν αποτελεί από μόνη της πλήρη διασφάλιση για τα δικαιώματα, καθ’ υποκατάσταση κάθε άλλου θεσμικού ή κοινωνικοοικονομικού όρου. Εξάλλου, η αυστηροποίηση του ποινικού δικαίου ενέχει τον κίνδυνο να απελευθερώσει την εξουσία επιβολής δημόσιου εξαναγκασμού από τους δικαιοκρατικούς περιορισμούς, προκειμένου να «προστατευτεί" η κοινωνία από συμπεριφορές που είναι ή «θα έπρεπε να είναι» εγκληματικές, την ίδια στιγμή που το ποινικό δίκαιο προστατεύει την ατομική ελευθερία μέσα από αυτούς ακριβώς τους περιορισμούς. Παράλληλα πλήττει μ’ αυτόν τον τρόπο και την ανθρωπιστική διάσταση του ποινικού δίκαιου: την μέριμνα για την κατάληξη του εγκληματία μετά την έκτιση της ποινής, αλλά και την καταλλαγή και ειρήνευση με το θύμα και την κοινωνία.
Η έννοια του “ποινικού λαϊκισμού” δεν περιγράφει, σε αυτό το επίπεδο αφαίρεσης, κάτι παραπάνω από την αμφίδρομη σχέση του ποινικού δικαίου με τον λαϊκισμό. Αφορά δηλαδή, ουσιαστικά στον τρόπο με τον οποίο η ιδέα του λαού ως ατομικού υποκειμένου με ενιαία στάση, αφενός αλλοιώνει τον χαρακτήρα του ποινικού δικαίου, αφετέρου εκμεταλλεύεται τις θεσμικές οδούς του ποινικού δικαίου, προκειμένου να εμπεδωθεί περαιτέρω.
Έτσι, ο λαϊκισμός εμφανίζεται πιο συγκεκριμένα ως επιχειρηματολογική βάση αποδυνάμωσης ιδίως των φιλελεύθερων δικονομικών και ουσιαστικών εγγυήσεων που παρέχει το ποινικό δίκαιο προς όφελος της ατομικής ελευθερίας και απέναντι στον εξαναγκαστικό χαρακτήρα της ποινικής μεταχείρισης. Αυτές οι εγγυήσεις παρουσιάζονται από τη λαϊκιστική οπτική γωνία ως αντιφατικές με τη λαϊκή βούληση ή το λαϊκό αίσθημα. Από την άλλη πλευρά, το ίδιο το ποινικό δίκαιο τρέπεται σε εργαλείο, από τους εκπρόσωπους της λαϊκιστικής στάσης, για την περαιτέρω εμπέδωση αυτής της αντίληψης αλλά και άμεσα της πολιτικής τους εξουσίας. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από την κατάχρηση του ποινικού εξαναγκασμού, είτε προκειμένου να επιβληθεί σε όλους μία συγκεκριμένη μορφή ζωής και οι προσήκουσες σ’ αυτήν αντιλήψεις, παρ’ ότι αποκλίνουσες αντιλήψεις και τρόποι ζωής είναι συμβατοί με τα δικαιώματα του καθενός, είτε προκειμένου να περιοριστεί η κριτική στην εξουσία ή ακόμα και η σχετική πληροφόρηση, να φθαρούν εγγυητικές δικλείδες, να κατασταλούν πολιτικοί αντίπαλοι κ.ο.κ.
Εκφάνσεις της σχέσης μεταξύ λαϊκισμού και ποινικής πολιτικής
Με βάση τα παραπάνω, αποτελεί ζητούμενο για την ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας η άμυνα του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικαιοσύνης έναντι του λαϊκισμού. Απαιτείται επομένως η ακριβής αξιολόγηση αιτημάτων ή τάσεων, που διεκδικούν χώρο στην δημόσια σφαίρα και την πολιτική εξουσία, ως λαϊκιστικών ή μη. Άλλωστε, η άκριτη καταγγελία απόψεων ως λαϊκιστικών οδηγεί σε αποτελέσματα παρόμοια με το ίδιο τον λαϊκισμό: στην συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας σ’ ένα μόρφωμα πολιτικής και ιδεολογικής μονοκαλλιέργειας, καχυποψίας και παράλληλων μονολόγων. Η στάση μας επομένως απέναντι στον λαϊκισμό πρέπει να είναι προσεκτική, ώστε να επιτυγχάνει μια ισορροπία μεταξύ των διακυβευομένων αγαθών. Ταυτόχρονα, να μη λησμονεί αλλά να εμμένει στις βασικές αρχές του πολιτεύματος, όπως εμφανίζονται εν προκειμένω στο πεδίο της ποινικής τιμώρησης. Πρόκειται για μια ισορροπία που παράγεται όχι από την επιμελή τήρηση ίσων αποστάσεων από δύο άκρα, αλλά εκκινεί από τον αναστοχασμό πάνω στο πώς θέλουμε τον ίδιο τον θεσμό του ποινικού δικαίου.
Η αναστοχαστική προσέγγιση, οφείλει να αναζητήσει ασφαλή ερείσματα στην θεωρία του ποινικού δικαίου. Πρέπει όμως να λάβει υπ’ όψη τις παραμέτρους που θέτει η εγκληματολογία και φυσικά να αξιοποιήσει την προαναφερθείσα πραγμάτευση του φαινομένου του λαϊκισμού στο πλαίσιο της θεωρίας του συνταγματικού δικαίου. Τόσο ο διάλογος μεταξύ διαφορετικών κλάδων, όσο και η περαιτέρω στήριξη των αρχών κάθε κλάδου στις θεμελιακές αρχές της λογικότητας και του ανθρωπισμού, καλούν προς ενίσχυση του εγχειρήματος τον φιλοσοφικό στοχασμό. Ένας τέτοιος αναστοχαστικός διάλογος έλαβε χώρα με πρωτοβουλία του Εργαστηρίου φιλοσοφίας δικαίου, πολιτικής φιλοσοφίας και ηθικής της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου, την άνοιξη του περασμένου έτους. Οι δύο ακαδημαϊκοί φορείς συνεργάστηκαν στην διοργάνωση μιας ευρύτερης συζήτησης για το ποινικό δίκαιο, με προσκεκλημένους τους διακεκριμένους πανεπιστημιακούς Antony Duff, ομότιμο καθηγητή των πανεπιστημίων του Stirling και της Minnesota και Sandra Marshall, ομότιμη καθηγήτρια του πανεπιστημίου του Stirling.
Ο Antony Duff, ακαδημαϊκός με κεντρική συνεισφορά συνολικά σε όλες τις διαστάσεις της θεωρίας της ποινικής δικαιοσύνης[1], έχει αναπτύξει τον φιλοσοφικό στοχασμό σχετικά με την ποινικοποίηση συμπεριφορών, οι οποίες έχουν τον χαρακτήρα δημοσίου πταίσματος, την ιδανική δομή της ποινικής δίκης και την δικαιολόγηση της ποινικής κύρωσης. Έχει συμβάλει καθοριστικά στην διαμόρφωση των σύγχρονων ανταποδοτικών θεωριών της ποινικής μεταχείρισης, μέσα από την επεξεργασία της επικοινωνιακής θεωρίας της ποινής (communicative theory of punishment). Η Sandra Marshall, καθηγήτρια φιλοσοφίας και πρόεδρος της Ένωσης Φιλοσοφίας του Δικαίου και Κοινωνικής Φιλοσοφίας του Ηνωμένου Βασιλείου έχει συμβάλει ατομικά, αλλά και μέσα από την πολυετή συνεργασία της με τον Antony Duff, στην φιλοσοφία του ποινικού δικαίου[2], με έμφαση στην ποινικοποίηση, την φιλία και την ευαίσθητη στις εκάστοτε συνθήκες αποτροπή εγκλημάτων, αλλά και στον σύγχρονο διάλογο μεταξύ φιλελεύθερων και κοινοτιστικών θεωριών της δικαιοσύνης, ιδίως σε σχέση με την ιδιωτικότητα, την οικογένεια και την ιδέα της κοινότητας.
Μετά την διεξαγωγή ειδικού σεμιναρίου με θέμα «Ιθαγένεια και ποινικό δίκαιο», οι προσκεκλημένοι ακαδημαϊκοί προσήλθαν να συζητήσουν με Έλληνες συναδέλφους τους την εμφάνιση του λαϊκισμού στο πεδίο ενδιαφέροντος του ποινικού δικαίου[3]. Στη δημόσια εκδήλωση με θέμα «Δημοκρατία, Λαϊκισμός και Ποινικό Δίκαιο» στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, έλαβαν μέρος ο ομότιμος καθηγητής φιλοσοφίας του δικαίου της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου[4], ο αναπληρωτής καθηγητής ποινικού δικαίου της Νομικής σχολής Αθηνών Δημήτριος Κιούπης[5], η επίκουρη καθηγήτρια εγκληματολογίας Αντωνία-Ιόλη Τζανετάκη[6] και η επίκουρη καθηγήτρια συνταγματικού δικαίου Βασιλική Χρήστου[7], επίσης από την Νομική σχολή της Αθήνας. Οι συμμετέχοντες και συμμετέχουσες έχουν εκτεταμένη συμμετοχή στον εγχώριο αλλά και διεθνή διάλογο για τη θεωρία του δικαίου, αλλά και τη δικαιική και πολιτική φιλοσοφία.
H λαϊκιστική κακοποίηση του ποινικού δικαίου
Την εναρκτήρια εισήγηση έκανε ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, παρατηρώντας εν πρώτοις ότι το πρόβλημα της εργαλειοποίησης και της κατάχρησης του ποινικού δικαίου από την εκάστοτε εξουσία δεν είναι, σε κάθε περίπτωση, καινοφανές. Για τον φιλόσοφο, η χρήση του ποινικού νόμου ως μέσου επιβολής προτύπων ζωής, σύμφωνων με μια υποτιθέμενα κοινή ηθική, για την περιστολή της ελευθερίας της έκφρασης και τελικά την καταστολή της οργανωμένης πολιτικής διαφωνίας έχουν υπάρξει επίμονα προβλήματα, από την εποχή του «κυνηγιού των μαγισσών» στους μέσους χρόνους ως τις συντηρητικές, όπως η βικτωριανή αλλά και άλλες, κοινωνίες της πρώιμης βιομηχανικής εποχής. Τα προβλήματα αυτά δεν τα έχουμε ακόμη υπερβεί οριστικά, παρ’ ότι στην θεωρία του ποινικού δικαίου έχουν επικρατήσει μια σειρά από αρχές που εμπνέονται από την φιλελεύθερη φιλοσοφία. Η μιλιανή αρχή της μη βλάβης, η αρχή του αντιπατερναλισμού και άλλες, όπως ο περιορισμός της ποινικοποίησης με βάση το προστατευτέο έννομο αγαθό, στοχεύουν ακριβώς στην οριοθέτηση της εξουσίας του ποινικού νομοθέτη και του ποινικού δικαστή σε πλαίσια εγγυητικά της ελευθερίας του ατόμου.
Ωστόσο, η προβληματική της εργαλειοποίησης του ποινικού δικαίου περιπλέκεται από την άνοδο του λαϊκισμού, ενός φαινόμενου με διαβρωτική επιρροή στους θεσμούς των συνταγματικών δημοκρατιών γενικά, αλλά και συγκεκριμένα στους ποινικούς θεσμούς, μέσα από την αδιαμεσολάβητη επενέργεια της κοινής γνώμης στην ποινική μεταχείριση. Το πρόβλημα που εντοπίζει εδώ ο εισηγητής δεν είναι βέβαια η ίδια η ύπαρξη κοινωνικών κινημάτων, αφού αυτά παραμένουν, ακόμη και όταν προωθούν λαϊκιστικές πολιτικές επιλογές, λειτουργικά αναπόσπαστο κομμάτι της δημοκρατίας και του προνομιακού για αυτήν πλουραλιστικού περιβάλλοντος διαφορετικών απόψεων, ανοικτής συζήτησης και διαφωνίας. Το πρόβλημα είναι ακριβώς η τεχνητή σύντμηση αυτού του χώρου, συνέπεια της επίθεσης στους θεμελιώδεις θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας – το κράτος δικαίου, την ελευθερία της έκφρασης, τις διαβουλευτικές και συμμετοχικές διαδικασίες, τα ανθρώπινα δικαιώματα – στο όνομα της συγκρότησης μίας αυταρχικής ηγεμονίας της πλειοψηφίας και της ψευδεπίγραφης επίκλησης μιας υποτιθέμενης ομοφωνίας απόψεων, η οποία θα εκφραστεί από τον λαϊκιστή ηγέτη ως ενιαία λαϊκή βούληση.
Σε αυτήν την επικίνδυνη για την δημοκρατία διαδικασία, το ποινικό δίκαιο μπορεί να μετατραπεί σε ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία της λαϊκιστικής πολιτικής. Η διαδικασία είναι μάλιστα αμφίδρομη. Αξιοποιώντας την άγνοια, αντιδραστικά αισθήματα (reactive emotions), τον φόβο, τον θυμό και την επιθυμία άμεσων και «απλών» λύσεων (όπως αυτές που μαρτυρούν οι εκκλήσεις για όλο και βαρύτερες ποινές), ο λαϊκιστής διαστρεβλώνει το ποινικό δίκαιο και το στρέφει εναντίον των ίδιων των παραπάνω εγγυητικών θεσμών, τους οποίους μέμφεται ως «ελιτίστικα βαρίδια» στην ικανοποίηση του λαϊκού αισθήματος. Έτσι φθείρει, uno actu, τόσο το φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο, όσο και τους συνταγματικούς θεσμούς, τα δικαιώματα και το κράτος δικαίου.
Το σκάνδαλο της προφυλάκισης
Σε μία, καίρια για τη χώρα μας, περίπτωση φθοράς ενός μείζονος θεσμού του ποινικού δικαίου, εκείνου της προσωρινής κράτησης, εστίασε ο Antony Duff. Εξετάζοντας τον τρόπο αντιμετώπισης της προφυλάκισης από την κοινή γνώμη, ο εισηγητής αναδεικνύει μία ένταση η οποία ενυπάρχει ήδη στο ποινικό δίκαιο και την οποία εκμεταλλευόμενος ο λαϊκισμός μπορεί να εμφιλοχωρεί ακόμη και στα πλαίσια ισχυρά εδραιωμένων θεσμικών παραδόσεων. Όπως παρατηρεί, η τυπική δικαιολόγηση του θεσμού της προσωρινής κράτησης πριν την δίκη δεν είναι παρά ο περιορισμός του ρίσκου (π.χ. φυγοδικίας ή διάπραξης περαιτέρω αδικημάτων). Πράγματι δε υπάρχει λόγος να παρέχονται διαβεβαιώσεις στους συμπολίτες μας ως προς αυτό. Ο θεσμός δεν είναι επομένως καθ’ αυτόν αδικαιολόγητος. Ωστόσο, δεν πρέπει να παροράται ότι στα πλαίσια του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου οι πολίτες πρέπει να φυλακίζονται μόνο για όσα έχουν κάνει και όχι για ο,τι ενδέχεται να κάνουν. Εξίσου σημαντικό είναι ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει ακόμα καταδικαστεί για την τέλεση αδικήματος. Δεν πρέπει τέλος να παραγνωρίζεται και ο ρόλος που διαδραματίζει η αναπόφευκτη επιστημική αβεβαιότητα της ίδιας της ποινικής καταδίκης. Ακόμα και ο καταδικασθείς δεν αποκλείεται να μην είναι πραγματικά ένοχος, παραδοχή η οποία οφείλει να συνεπάγεται μετριοπάθεια κατά τον προσδιορισμό της βαρύτητας των κυρώσεων του ποινικού δικαίου γενικώς.
Επομένως, ο θεσμός της προσωρινής κράτησης αφορά άτομα τα οποία δεν έχουν καταδικασθεί για κάποιο αδίκημα, και τα οποία πρέπει να τεκμαίρονται σύμφωνα με την θεμελιώδη αρχή του ποινικού δικαίου αθώα μέχρι να περατωθεί η δίκη. Διαγράφεται ως εκ τούτου εδώ μια εσωτερική ένταση στο ποινικό δίκαιο, που εμφανίζεται ακόμη περισσότερο προβληματική όταν συνειδητοποιήσουμε την έκταση που έχει λάβει στις σύγχρονες κοινωνίες η προσφυγή στον θεσμό. Περίπου 20 – 25% όλων όσων περιμένουν την δίκη τους στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ελλάδα, την περιμένουν ήδη κρατούμενοι, για σημαντικό χρονικό διάστημα που π.χ. το 2021 στην Ελλάδα, έφτασε τους 13.2 μήνες κατά μέσο όρο. Από αυτά τα πρόσωπα, πολλά θα αθωωθούν, και άλλα (περίπου 30% στην Αγγλία) θα λάβουν ποινές μη στερητικές της ελευθερίας (πχ κοινωφελή εργασία). Η ευκολία προσφυγής στην προφυλάκιση παραγνωρίζει ότι η επιβολή της είναι σκληρή και ζημιογόνα για τους κατηγορούμενους. Οι συνθήκες κράτησης μπορεί να είναι από κακές έως, στην καλύτερη περίπτωση, ασκητικές, οι κοινωνικές τους σχέσεις μπορεί να ζημιωθούν, κινδυνεύουν να χάσουν την δουλειά τους ή τα σπίτια τους, τίθενται υπό τον έλεγχο του σωφρονιστικού συστήματος. Την ίδια στιγμή ο προφυλακισμένος στερείται τα προνόμια που παρέχονται στον καταδικασθέντα (εκπαίδευση, ευκαιρίες έκτισης δι’ εργασίας) με στόχο τον σωφρονισμό και την επανένταξη στον κοινωνικό ιστό. Ένας σημαντικός αριθμός ατόμων, για σημαντικό χρονικό διάστημα, βρίσκεται στην φυλακή πριν δικαστεί και ενώ πρέπει ταυτόχρονα να τεκμαίρεται από το σύστημα που θα τον δικάσει αθώος.
Το τεκμήριο της αθωότητας δεν βασίζεται βέβαια σε κάποια εμπειρική βεβαιότητα. Ένα καλά οργανωμένο ποινικό σύστημα θα κινήσει την ποινική δίωξη κατά το δυνατόν μόνον εναντίον ατόμων για τα οποία υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής, ώστε να πιθανολογείται εύλογα ότι στο τέλος της διαδικασίας δικαίως θα καταδικαστούν, αφού, κατά τον Duff, η ίδια η δίκη συνιστά μορφή δημόσιου εξαναγκασμού τού κατηγορουμένου. Πάρα ταύτα δεν μπορούμε να υπερβούμε τους γνωσιακούς μας περιορισμούς ώστε να απολυτοποιήσουμε αυτήν την προσδοκία, όσο εύλογη και αν παρίσταται. Πάντοτε κάποιοι αθώοι θα κατηγορούνται για αδικήματα που δεν τέλεσαν, έτσι ώστε η κανονιστική σημασία του τεκμηρίου της αθωότητας να διατηρείται αναλλοίωτη. Το δικαστήριο πρέπει, ακόμη και σε μια ιδανική εμπειρική συνθήκη να αντιμετωπίζει τον κατηγορούμενο ως κατ’ αρχήν αθώο.
Μεταξύ αυτού ακριβώς του ηθικοπολιτικού καθήκοντος, το οποίο εκφράζεται από το τεκμήριο της αθωότητας, και της εν τοις πράγμασι προσωρινής κράτησης μεγάλου αριθμού ατόμων, αλλά και της ρητορικής που ωθεί προς αυτό, εντοπίζει ο Duff την ένταση μεταξύ του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου και του ποινικού λαϊκισμού. Παρά το παραπάνω κανονιστικό πρόβλημα, η εμπέδωση αυτής της δικαστικής πρακτικής δεν εγείρει αντιδράσεις, ενώ αντίθετα όλο και συχνότερα εγείρει διαμαρτυρίες η κανονιστικά ενδεδειγμένη αυτοσυγκράτηση των δικαστών στην επιβολή προφυλάκισης. Τούτο υποδηλώνει ένα σημείο βαθιάς σύγκρουσης μεταξύ του τεκμηρίου αθωότητας και ενός πλασματικού λαϊκού αισθήματος, το οποίο εξαίρει ο λαϊκιστικός δημόσιος λόγος.
Οι πολίτες καλούνται, όχι μόνο να βλέπουν τους ένοχους ως “Άλλους”, εχθρούς που πρέπει να εξουδετερωθούν προκειμένου να εξασφαλιστεί η δική τους ασφάλεια, αλλά να βλέπουν και τους κατηγορούμενους ως εκ προοιμίου ενόχους, σε μία πλήρη αντιστροφή του τεκμηρίου της αθωότητας σε τεκμήριο ενοχής. Παράλληλα ασκείται πίεση στον δικαστή να υποκύψει στην αναίρεση μιας τόσο βασικής αρχής και να επιβάλλει προσωρινή κράτηση σε όλους τους κατηγορούμενους, προκειμένου να διασφαλιστεί έναντι της δημόσιας κατακραυγής. Αν πάρουμε στα σοβαρά το τεκμήριο της αθωότητας, είναι σαφής εδώ η σύγκρουσή του με τον ποινικό λαϊκισμό, ο οποίος εκφράζεται εν προκειμένω ως αίτημα όλο και μεγαλύτερης γενίκευσης της προσωρινής κράτησης, ως κατακραυγή για την μη επιβολή στερητικών της ελευθερίας προσωρινών μέτρων αλλά και ως ανοχή της υπέρμετρης χρήσης τους. Η επικράτηση αυτού του λαϊκιστικού αντανακλαστικού φθείρει, στο όνομα μιας ασαφούς και ανεπαρκώς οριοθετημένης σύλληψης της ασφάλειας, το τεκμήριο της αθωότητας, αρχή η οποία έχει ως αποστολή ακριβώς να προστατεύσει εντός του ποινικού δικαίου την αξία της ελευθερίας.
Τα δικαιώματα του θύματος και ο ποινικός λαϊκισμός
Έναν περαιτέρω κίνδυνο λαϊκιστικής αλλοίωσης του ποινικού δικαίου εντοπίζει η Sandra Marshall στην αυξανόμενη σημασία που αποδίδεται στα λεγόμενα δικαιώματα του θύματος. Τα δικαιώματα αυτά δεν είναι καθ’ αυτά ψευδεπίγραφα, ούτε η επίκληση σε αυτά είναι κατ’ ανάγκην λαϊκιστική. Ωστόσο η φυσική αποστροφή προς την εγκληματική πράξη μετουσιώνεται αδιαμεσολάβητα σε συμπάθεια προς το θύμα και αντιπάθεια προς τον κατηγορούμενο, καθιστώντας ευχερέστερη την συνηγορία υπέρ των δικαιωμάτων του πρώτου σε σχέση με τα δικαιώματα του τελευταίου, αλλά και του καταδικασθέντα. Κατ’ αποτέλεσμα οι οργανώσεις που υπερασπίζονται τα πρώτα να λαμβάνουν πολύ μεγαλύτερη προσοχή, οι δε λαϊκιστικές κυβερνήσεις να τα εργαλειοποιούν, σε συνδυασμό με ποινικές υποθέσεις που λαμβάνουν μεγάλη δημοσιότητα, φθείροντας τις εγγυήσεις του ποινικού δικαίου.
Κατ’ αρχάς πρόβλημα αποτελεί η ίδια η αναγνώριση των εγκαλούντων ως θυμάτων του εγκλήματος που φέρεται να τελέστηκε, η οποία εμπεριέχεται στην αναγνώριση δικαιωμάτων διαδικασίας, δηλαδή άμεσης συμμετοχής, σ’ αυτούς ως θυμάτων, πέρα από τα δικονομικά δικαιώματα που μοιράζονται θύματα, κατηγορούμενοι και μάρτυρες. Όπως παρατηρεί η Marshall, ο χαρακτηρισμός ενός προσώπου ως θύματος πριν την καταδίκη φαίνεται να συγκρούεται και αυτός με το τεκμήριο της αθωότητας, τουλάχιστον σε περιπτώσεις που η ίδια η διάπραξη αδικήματος εναντίον κάποιου προσώπου είναι αντικείμενο απόδειξης στα πλαίσια της δίκης. Τα δικαιώματα αυτά είναι, στην πραγματικότητα, δικαιώματα συμμετοχής καταγγελλόντων ή μηνυτών, δηλαδή όχι ακόμη θυμάτων, η δε απόδοση αυτού του χαρακτηρισμού στους τελευταίους αποτελεί μια έμμεση, αλλά εξίσου επικίνδυνη, διάβρωση του τεκμήριου της αθωότητας του κατηγορούμενου.
Το παραπάνω πρόβλημα δεν ανακύπτει σε σχέση με δικαιώματα συμμετοχής που έπονται της καταδίκης, όπως αυτά που επιτρέπουν στα θύματα να κάνουν δήλωση επίπτωσης (του αδικήματος στην ζωή τους), προκειμένου να επηρεάσουν την επιμέτρηση της ποινής, την υφ’ όρον απόλυση του καταδικασθέντα, την εκτέλεση ή μη της ποινής και την μορφή ποινής που θα επιβληθεί. Ωστόσο, οι δηλώσεις επίπτωσης, λόγω του προσωπικού τους χαρακτήρα, δυσχεραίνουν την αιτιολόγηση της αποδοχής ή απόρριψής του αιτήματος που στηρίζουν. Ταυτόχρονα, εγείρουν ζήτημα ισότητας στην μεταχείριση καταδικασθέντων για τα ίδια αδικήματα, αφού εξαρτούν την τελική μεταχείριση από την ατομική υποκειμενική στάση του εκάστοτε θύματος αντί για την βαρύτητα του αδικήματος, εκτρέποντας έτσι την επιμέτρηση της ποινής από την αρχή της αναλογικότητας. Η προτεραιοποίηση των δικαιωμάτων των θυμάτων έναντι εκείνων των καταδικασθέντων ανάγεται στην λαϊκιστική επίκληση της ασφάλειας και την δυσπιστία απέναντι στον δικαστή, ως προς την ικανότητά του να την διασφαλίσει. Στα μάτια του λαϊκιστή η αμεροληψία και η προϋποτιθέμενη συναισθηματική αποστασιοποίηση του δικάζοντος συνιστούν καθ’ αυτές πρόβλημα, διότι του στερούν το επαρκές κίνητρο επιβολής παραδειγματικών ποινών.
Επιπλέον, η θεμελίωση δικαιωμάτων γνώσης (και όχι απλής αίτησης λήψης πληροφοριών) του ποινικού μητρώου καταδικασθέντων, όπως σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας ή βίας κατά ανηλίκων, δικαίωμα αποδιδόμενο σε ενδεχόμενα θύματα, προσβάλλουν το δικαίωμα της ιδιωτικότητας, χωρίς εξάλλου να είναι βέβαιη η αποτελεσματικότητα στον περιορισμό τέτοιων αδικημάτων.
Τέλος, η ιδέα της επιβολής αυξημένης ποινής σε κατηγορούμενους που επιλέγουν να μην παρίστανται στην δίκη τους, με την αιτιολογία ότι αποφεύγουν έτσι “να έρθουν αντιμέτωποι με τα θύματά τους”, δείχνει μια τάση ιδιωτικοποίησης της, εγγενώς δημόσιας, ποινικής δικαιοσύνης, αποτελεί κατά την εισηγήτρια ακόμα μία εκδοχή ποινικού λαϊκισμού. Το έγκλημα παύει να αντιμετωπίζεται ως δημόσιο σφάλμα που στρέφεται εναντίον της κατάστασης δίκαιων σχέσεων σε μία κοινότητα, και μεταπίπτει σ’ ένα προσωπικό ζήτημα μεταξύ ιδιωτών. Ο κατηγορούμενος, και ο εγκληματίας, δεν λογοδοτούν ενώπιον της πολιτείας και των πολιτών, αλλά ενώπιον του θύματος, το οποίο κατ’ αντιστροφή του βάρους απόδειξης πιστοποιείται προκαταβολικά ως τέτοιο. Η άδικη πράξη παύει να εμφανίζεται έτσι ως υπόθεση όλων μας, αλλά σαν μια αστική διαφωνία μεταξύ ιδιωτών.
Συναισθήματα και ποινική μετριοπάθεια
Κινούμενη σε υψηλότερο επίπεδο αφαίρεσης, η Τόνια Τζαννετάκη, εστιάζει στον ρόλο των συναισθημάτων στο ποινικό δίκαιο, αντιπαραβάλλοντας στον ποινικό λαϊκισμό την έννοια της ποινικής μετριοπάθειας. Η εγγενώς αντι-λαϊκιστική στάση της ποινικής μετριοπάθειας έλκει την καταγωγή από την αριστοτελική αρχή της μεσότητας ως θέσης που αποφεύγει τόσο το έλλειμμα όσο και την υπερβολή. Αντιστοιχεί έτσι σε μια τάση άμβλυνσης της τιμωρητικότητας, στην εξισορρόπηση αντιτιθέμενων αξιών και συμφερόντων και στην καλή διακυβέρνηση. Αντίθετα, ο ποινικός λαϊκισμός προτεραιοποιεί και επικαλείται μια πλασματική αίσθηση γενικευμένης ατιμωρησίας, καθιστά την συζήτηση για το ποινικό δίκαιο άμεσα συναισθηματική, ενώ στρέφει την ποινική πολιτική προς ολοένα μεγαλύτερη τιμωρητικότητα, επικαλούμενος τα υποθετικά αισθήματα μιας ομοιογενούς, νομοταγούς πλειοψηφίας. Οδηγεί έτσι σε έναν φαύλο κύκλο ποινικής υπερβολής: η λαϊκίστική τιμωρητικότητα δημιουργεί ή ενισχύει τη λαϊκή αντίληψη ότι η ενδεδειγμένη απάντηση στο έγκλημα είναι η σκληρότερη τιμωρία. Όταν οι σκληρότερες τιμωρίες δεν καταλήγουν σε έλεγχο του εγκλήματος, το κοινό γίνεται ολοένα πιο τιμωρητικό.
Το πρόβλημα που προσδιορίζεται εδώ από την εισηγήτρια, δεν ανάγεται, ωστόσο, σε μία απλουστευτική σύγκρουση μεταξύ άκρατου συναισθηματισμού και μίας φανταστικής, αποκαθαρμένης από κάθε συναίσθημα, ορθολογικότητας. Ως εκ τούτου, δεν προβάλλεται ως λύση η πλήρης απο-συναισθηματικοποίηση της ποινικής πολιτικής. Αντίθετα, με δεδομένο ότι τα συναισθήματα παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη κατανόηση, στην λήψη αποφάσεων και τελικά στον ίδιο τον σχηματισμό ορθολογικών πεποιθήσεων, μία τέτοια προσπάθεια θα υπονόμευε την δημόσια διαβούλευση για την ποινική πολιτική απονομιμοποιώντας πλήρως την ιδέα της ποινικής μετριοπάθειας. Θα καθιστούσε έτσι ακόμα πιο ελκυστικό τον ποινικό λαϊκισμό, ο οποίος τουλάχιστον θα εμφανιζόταν να μην εκμηδενίζει την αξία του συναισθήματος στις ανθρώπινες υποθέσεις.
Η ποινική μετριοπάθεια συγκρούεται κατ’ αρχήν με την πλήρη κυριαρχία αλόγιστων συναισθημάτων στην ποινική πολιτική, και εξασφαλίζεται, ως εκ τούτου, εφόσον στραφεί η συζήτηση προς τα κατάλληλα συναισθήματα, τα οποία είναι καθ’ αυτά μετριοπαθή. Ενδείκνυται έτσι ως πραγματική λύση, να προβάλλονται θετικά συναισθήματα όπως η συμπόνια, η αλληλεγγύη και η ενσυναίσθηση, τα οποία είναι χαμηλής έντασης, σταθερά και ευθυγραμμίζονται προς μία έλλογη πρόσληψη των διαθέσιμων πληροφοριών. Συναισθήματα που δεν πληρούν αυτούς τους όρους, όπως ο θυμός και ο φόβος, δεν χρειάζεται να αποκλειστούν πλήρως από την συζήτηση, ωστόσο ο πιθανός ρόλος τους στην ποινική πολιτική πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά, σε σχέση με τα κίνητρα, τις επιπτώσεις και τις αξιολογικές κρίσεις που συνδέονται με την επίκλησή τους.
Η επικοινωνιακή και παιδευτική λειτουργία ενός μετριοπαθούς ποινικού συστήματος, η διευκόλυνση της πρόσβασης σε επιστημονικά έγκυρες πληροφορίες και η διατύπωση ορθολογικών επιχειρημάτων, που εκφράζονται με τρόπο ευαίσθητο προς τα συναισθήματα ως ποιοτικά στοιχεία της συγκρότησης του ανθρώπινου στοχασμού μπορούν να συμβάλουν στην εμπέδωση μετριοπαθών συναισθημάτων, περιορίζοντας τον ποινικό λαϊκισμό.
Ποινικός λαϊκισμός και κοινό περί δικαίου αίσθημα
Επιστρέφοντας στο γενικό θέμα του ποινικού λαϊκισμού, ο Δημήτρης Κιούπης έθεσε ως αφετηρία του προβληματισμού τον ορισμό της έννοιας. Παρ’ ότι είναι σύνηθες να προσάπτεται η κατηγορία του λαϊκισμού, παραδείγματος χάριν ενόψει προτάσεων για αύξηση ποινών, ή των αντιδράσεων του κοινού απέναντι σε εγκλήματα που έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα στα ΜΜΕ ή τα κοινωνικά δίκτυα, δεν είναι απόλυτα σαφές ποιο είναι το νοηματικό κέντρο της έννοιας ειδικά όσον αφορά στο πεδίο του ποινικού δικαίου. Αντίθετα, ο όρος χρησιμοποιείται αορίστως με έντονα πολεμικό χαρακτήρα εναντίον πολιτικών με τις οποίες κάποιος διαφωνεί ή φαινομένων που καταδικάζει, έτσι ώστε η κατηγορία του λαϊκισμού να μετατρέπεται λίγο ως πολύ η ίδια σε εργαλείο λαϊκιστικής πολιτικής. Το γεγονός ότι προσφέρεται για μια τέτοια «ευέλικτη» χρήση είναι μια πρώτη ασφαλής ένδειξη ότι ο λαϊκισμός σχετίζεται με μια αυτοματοποιημένη αντίδραση του κοινού σε οτιδήποτε δημιουργεί μια άμεση ή έμμεση αποστροφή: τόσο το ίδιο το έγκλημα, όσο και πολιτικές που υποτιθέμενα το ανέχονται ή αποτυγχάνουν να το αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά. Εξωτερικά, αυτή η αυτοματοποιημένη αντίδραση ενίοτε παρουσιάζεται ως εκδήλωση ενός κοινού περί δικαίου αισθήματος.
Δεν μπορεί όμως κάθε επίκληση στο κοινό περί δικαίου αίσθημα να χαρακτηριστεί αυτή καθ’ αυτήν και εκ προοιμίου ως λαϊκιστική εκτροπή. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα μπορεί να αναφέρεται κατ’ αρχάς σε κάτι βασικό, δηλαδή στην κοινωνική απαξία που φέρουν άδικες πράξεις, οι οποίες στρέφονται εναντίον θεμελιωδών αγαθών που χρήζουν προστασίας, απαξία η οποία αποτυπώνεται ακριβώς στο ποινικό δίκαιο. Οι κανόνες του ποινικού δικαίου δεν είναι – υπ’ αυτήν την οπτική – ηθικοπολιτικά ουδέτεροι, αλλά εκφράζουν οι ίδιοι κοινωνικές αξίες, με άλλα λόγια ακριβώς το καλώς νοούμενο κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Ωστόσο, για να είναι βάσιμη μια επίκληση στο κοινό περί δικαίου αίσθημα (προκειμένου, για παράδειγμα, να στηρίξει μια νομοθετική αλλαγή), πρέπει αυτό να μπορεί να προσδιοριστεί σ’ έναν ικανοποιητικό βαθμό. Εγγενώς, όμως, η παραπάνω έννοια εμφανίζει μια κρίσιμη απροσδιοριστία. Δεν είναι κατ’ αρχάς σαφές, ούτε ποιο είναι το πραγματικό περιεχόμενο του αισθήματος αυτού, δηλαδή η πραγματική στάση που υποσημαίνει, ούτε ποιοί και πότε το εκφράζουν αυθεντικά. Παρ’ ότι λοιπόν ο όρος δεν είναι ο ίδιος λαϊκιστικός, η επίκληση “του κοινού περί δικαίου αισθήματος” μπορεί να λειτουργεί λαϊκιστικά, υποκρύπτοντας μία τάση αμφισβήτησης είτε της νομοθετικής διαδικασίας, είτε της εφαρμογής του ποινικού νόμου από τον δικαστή.
Υπ’ αυτήν την έννοια, ο λαϊκισμός εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο η επίκληση στο κοινό περί δικαίου αίσθημα έρχεται σε αντιπαράθεση με μία ορθολογική διαδικασία σταθερής και ώριμης διαμόρφωσης των ποινικών κανόνων. Στόχος του είναι η άμεση και αδιαμεσολάβητη (αδιαβούλευτη) νομοθετική μεταρρύθμιση σε σχέση με κάποιο δημόσιο ζήτημα έντονου ενδιαφέροντος, όπου το τεκμαιρόμενο λαϊκό αίσθημα βγαίνει στο προσκήνιο σε μια στιγμή, και φτάνει αμέσως, χωρίς διάλογο, είτε να εκφραστεί στην νομολογία, είτε να θεσμοθετηθεί από το νομοθετικό όργανο. Ο λαϊκισμός συνίσταται, επομένως, όχι τόσο στην επίκληση του κοινού περί δικαίου αισθήματος, αλλά κυρίως στην μετατροπή του ποινικού δικαίου σε εργαλείο άσκησης πολιτικής που εξυπηρετεί την εκάστοτε βραχυχρόνια και ευκαιριακή σκοπιμότητα.
Έτσι, τόσο η αυστηροποίηση, όσο και η προς το επιεικέστερο τροποποίηση του νόμου, σε άμεση αντίδραση προς κάποια υπόθεση υψηλής δημοσιότητας, μπορούν να αναγνωριστούν ως περιπτώσεις ποινικού λαϊκισμού. Η πρώτη, διότι τόσο η αυστηρή απαγόρευση αναδρομικότητας (για πράξεις που ήδη έχουν τελεσθεί), όσο και η υποχρεωτική εφαρμογή της ευνοϊκότερης ρύθμισης στις τρέχουσες υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει ακόμη εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, καθιστούν ως ένα βαθμό την αυστηροποίηση απρόσφορο, άνευ ουσίας, μέσο κοινωνικής εκτόνωσης. Η δεύτερη, διότι πρόκειται ουσιαστικά για μία φωτογραφική ρύθμιση που φθείρει τον απρόσωπο και αφηρημένο χαρακτήρα του δικαίου, τρέποντας και πάλι το ποινικό δίκαιο σε εργαλείο εξυπηρέτησης ευκαιριακών σκοπιμοτήτων. Αντίστοιχα προβληματική είναι και η επιβολή προσωρινής κράτησης ως οιονεί ποινής πριν την καταδίκη, με στόχο την απλή ικανοποίηση των εκδικητικών συναισθημάτων του κοινού. Με τον ίδιο τρόπο είναι λαϊκιστική, τέλος, και η, ουσιαστικά διακηρυκτική, εισαγωγή ρυθμίσεων χωρίς την θέσπιση ή την προηγούμενη ύπαρξη των αναγκαίων οργανωτικών, οικονομικών και άλλων κοινωνικών δομών που καθιστούν εφικτή την λειτουργία τους. Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, το ποινικό δίκαιο τρέπεται από την ουσιώδη λειτουργία του σε ευκαιριακό μέσο κοινωνικής εκτόνωσης, ικανοποίησης, ή εφησυχασμού, αντίστοιχα.
Λαϊκισμός, δημοκρατία και κράτος δικαίου
Από μια συνταγματικοδικαϊκή οπτική, η Βασιλική Χρήστου εξέτασε αρχικά ποια είναι ορισμένα κρίσιμα στοιχεία, τα οποία καθιστούν μια δημοκρατία, το πολίτευμα δηλαδή στο οποίο πάντως περιοδικώς διεξάγονται εκλογές, επιρρεπή στον λαϊκισμό. Έτσι, η Χρήστου όρισε ως λαϊκίστικη τη δημοκρατία εκείνη, η οποία δεν αποδέχεται περιορισμούς στη βούληση του λαού, στη βούληση της πλειοψηφίας, επί τη βάσει κάποιας έννοιας ελευθερίας και ισότητας. Η λαϊκίστική δημοκρατίας δεν αφήνει, με άλλα λόγια, περιθώρια για την εφαρμογή μιας ιδέας πολιτικής δικαιοσύνης που δεν υπόκειται στον κανόνα της πλειοψηφίας. Κατά την εισηγήτρια, μια λαϊκίστικη δημοκρατία θα ήταν έτοιμη, βέβαια, να αναγνωρίσει έναν κατάλογο δικαιωμάτων, αλλά μόνον διακηρυκτικά και όχι δεσμευτικά, ενώ θα αποδεχόταν μόνον έναν πολύ περιορισμένο δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων της πλειοψηφίας.
Πώς αντικρούεται, όμως, ο βασικός ισχυρισμός των υποστηρικτών του λαϊκισμού, το ότι δηλαδή η λαϊκίστικη δημοκρατία είναι η γνήσια έκφραση της δημοκρατίας, επειδή τιμά τη βούληση του κυρίαρχου λαού, ακόμη και στις περιπτώσεις που αυτό σημαίνει παραβίαση κάποιων ατομικών ελευθεριών και υπό προϋποθέσεις μόνον δέσμευση στις αρχές του κράτους δικαίου; Κατά την εισηγήτρια, η δημοκρατία και ο φιλελευθερισμός είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, καθώς τόσο η φιλελεύθερη όσο και η δημοκρατική αρχή προϋποθέτουν την ελευθερία της συνείδησης και την ελευθερία της έκφρασης. Άλλωστε, αυτές οι δύο πτυχές της ελευθερίας υπηρετούν τόσο τον ατομικό όσο και τον συλλογικό αυτοκαθορισμό. Αφενός η δημοκρατία αντλεί μέσα από τις πεποιθήσεις και τις βαθύτερες συνειδησιακές παραδοχές του καθενός και της καθεμιάς για το παρόν και το μέλλον της πολιτικής κοινότητας˙ με άλλα λόγια, η δημοκρατία εμπλουτίζεται από τον πλουραλισμό ιδεών που παράγει η διακριτότητα των προσώπων και ο σεβασμός τους ως ατόμων. Αφετέρου, δεν υπάρχει καλύτερο περιβάλλον για να ανθίσει η ελευθερία της έκφρασης από ό,τι εντός της πολιτικής κοινότητας, εντός της δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, η δημοκρατία πράγματι βασίζεται στη βούληση του λαού, όπως ισχυρίζονται οι λαϊκιστές. Ωστόσο, αυτή η βούληση οικοδομείται και εκφράζεται αυθεντικά μέσω της άσκησης της ελευθερίας του λόγου σε συνθήκες δίκαιης συμμετοχής. Υπό αυτή την έννοια, η γνήσια έκφραση της λαϊκής βούλησης προϋποθέτει τον σεβασμό των ατομικών ελευθεριών, αυτονοήτως τη διεξαγωγή δίκαιων εκλογών, καθώς και την απρόσκοπτη λειτουργία κάποιων θεσμικών αντιβάρων, όπως είναι οι ανεξάρτητες αρχές ή τα δικαστήρια, για τον έλεγχο της πλειοψηφίας. Δηλαδή, καταλήγει η εισηγήτρια, η δημοκρατία, η ίδια η εκδήλωση της λαϊκής βούλησης δεν είναι δυνατή χωρίς ισχυρό κράτος δικαίου, χωρίς την εγγύηση της δίκαιης διαδικασίας εν ευρεία εννοία.
Στη συνέχεια η Β. Χρήστου έθιξε το ζήτημα της εργαλειοποίησης του ποινικού δικαίου, ώστε το τελευταίο να συντελεί στη λαϊκίστικη στροφή της δημοκρατίας. Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα, όταν το ποινικό δίκαιο δεν χρησιμοποιείται για έναν φιλελεύθερο σκοπό, δηλαδή για την προστασία βασικών αγαθών (all-purpose-means, υπό την έννοια του Rawls), αγαθών δηλαδή που είναι απαραίτητα για οποιοδήποτε σχέδιο βίου, όπως είναι η ζωή και η περιουσία, αλλά αντίθετα εργαλειοποιείται προς τον σκοπό της οικοδόμησης μιας κοινωνικής συμμαχίας γύρω από ιδεολογικά ζητήματα, μιας καθοδηγούμενης συναίνεσης και εν τέλει για την προστασία μιας κυρίαρχης κουλτούρας. Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί για παράδειγμα μέσω της ποινικοποίησης της εξύβρισης κατά του κράτους (state libel), της βλασφημίας ή της συλλογικής εξύβρισης, καθώς και μέσω της δυσανάλογης, προληπτικής προστασίας της δημόσιας τάξης, ακόμη και όταν ο κίνδυνος γι’ αυτήν είναι εξαιρετικά αφηρημένος ή αόριστος. Ένας άλλος τρόπος εργαλειοποίησης του ποινικού δικαίου, με σκοπό τη σίγαση της αντιπολίτευσης και τον εξοβελισμό των αντίθετων απόψεων και της κριτικής κατά της κυβέρνησης από τη δημόσια σφαίρα, είναι η εύκολη προσφυγή σε αγωγές δυσφήμισης εναντίον εφημερίδων. Η ασφάλεια των δημοσιογράφων δεν κινδυνεύει μόνον από τη σωματική επίθεση ή τη λεκτική παρενόχληση, αλλά και από νομικές απειλές. Οι λεγόμενες στρατηγικές αγωγές κατά της δημόσιας συμμετοχής (SLAPP, strategic lawsuits against public participation) αποτελούν ιδιαίτερη μορφή δημοσιογραφικής παρενόχλησης. Τέλος, το ποινικό δίκαιο μπορεί να εργαλειοποιηθεί και από άλλες ακόμη απόψεις. Μπορεί να λειτουργήσει διχαστικά φέρνοντας στο επίκεντρο και λαμβάνοντας θέση σε ιδιωτικά ζητήματα που επιπλέον ανάγονται σε βαθιά ριζωμένες, αλλά αμφιλεγόμενες, ηθικές ή ακόμη και θρησκευτικές πεποιθήσεις των ανθρώπων, όπως είναι οι πεποιθήσεις σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την άμβλωση και ούτω καθεξής. Έτσι, το δημόσιο εισβάλλει στο ιδιωτικό, επιδιώκοντας να επικαθορίσει με κυριαρχικό τρόπο θεμελιώδη ζητήματα της ατομικής ύπαρξης παραβιάζοντας την αρχή της αυτονομίας και του ίσου σεβασμού. Πολύ επιμελώς, λοιπόν, και δια του ποινικού δικαίου, οι λαϊκιστές, μόλις ανέλθουν στην εξουσία, μεριμνούν για την προστασία και τη διαιώνιση της πλειοψηφίας που τους έδωσε το εισιτήριο για την εξουσία.
Η ρηξικέλευθη αναγκαιότητα του αναστοχασμού
Η συναισθηματική ή αντανακλαστική (προ-αναστοχαστική) μας στάση απέναντι στο έγκλημα και την εκάστοτε, πραγματική ή υπολαμβανόμενη, όξυνση της εγκληματικότητας εμφανίζεται συχνά ως αίσθημα ανασφάλειας και ανησυχίας. Το αίσθημα αυτό παράγει ένα επιτακτικό αίτημα λήψης «αποφασιστικών μέτρων», εξάντλησης των διαθέσιμων ποινικών μέσων, σκλήρυνσης των πλαισίων τιμώρησης, ή εισαγωγής ουσιαστικά αποσπασματικών, νέων ποινικών διατάξεων για την ρύθμιση συμπεριφορών που συνδέονται με υποθέσεις υψηλής δημοσιότητας. Τούτο είναι κατανοητό ως αυθόρμητη αντίδραση, με δεδομένο τόσο τον χαρακτήρα του εγκλήματος ως της οξύτερης μορφής αδίκου, όσο και της νευραλγικής για την δικαιϊκή κατάσταση λειτουργίας του ποινικού δικαίου, ως ύστατου φύλακα της έννομης ελευθερίας μας. Είναι όμως μια ψυχική κατάσταση που μας καθιστά ευάλωτους στην λαϊκιστική χειραγώγηση και μπορεί να οδηγήσει έτσι στην φθορά των ατομικών δικαιωμάτων και των δικαιοκρατικών θεσμών, χωρίς καν να εγγυάται την αναβάθμιση της ποινικής καταστολής σε αποτελεσματικότητα.
Παρ’ ότι μπορεί να αντιβαίνει στην διαίσθησή μας, είναι ακριβώς αυτή η αυθόρμητη τάση και κυρίως τα πιεστικά κελεύσματά της, προς τα οποία πρέπει να αντισταθούμε. Αυτή η γραμμή αντίστασης αποτελεί συνάμα ένα αίτημα δικαιοσύνης, στον βαθμό που η σχετική φθορά των ατομικών δικαιωμάτων των κατηγορούμενων και καταδικασθέντων αλλά και κάθε πολίτη (αφού όλοι υπαγόμαστε σ’ ένα και το αυτό σύστημα ποινικών κανόνων που οριοθετεί την ελευθερία μας) και των ποινικών θεσμών, συνιστά, η ίδια πλέον, μια αδικία. Η αντίσταση στις αντανακλαστικές αντιδράσεις είναι σύμφυτη και με το αίτημα αναγνώρισης των πραγματικών προϋποθέσεων αποτελεσματικής ποινικής πολιτικής, σε αντιπαράθεση με την ψευδή υπόσχεση απόλυτης ασφάλειας μέσα από δήθεν προφανείς και αυτονόητες παρεμβάσεις. Δίχως να προτείνει μέτρα, τα οποία παρ’ ότι προβληματικά από άποψη δικαιωμάτων, θα ήταν, έστω, αποδεδειγμένα πιο αποτελεσματικά, η λαϊκιστική ποινική πολιτική εξαντλείται στην παραπάνω θεσμική διάβρωση, αφού δεν παρέχει εν τέλει κάποιο πραγματικό όφελος ως ευκαιριακό αντιστάθμισμα.
Προκειμένου να μην απολέσουμε τις σημαντικές εγγυήσεις που μας παρέχει το ποινικό δίκαιο, το φιλελεύθερο κεκτημένο, αλλά και την επιτευχθείσα αποτελεσματικότητα της υφιστάμενης θέσμισης, είναι ανάγκη να αποστασιοποιηθούμε από το κάλεσμα του λαϊκισμού και την πίεση για άμεσες λύσεις. Τούτο μάλιστα πρέπει να πράξουμε ακριβώς την στιγμή κατά την οποία τα θυμικά αντανακλαστικά εμφανίζονται πιο ισχυρά. Άλλωστε, εξαιτίας του τρόπου που δομείται η σύγχρονη δημόσια σφαίρα, με την διαρκή υπερπληροφόρηση, την υπερπροβολή κακών ειδήσεων, την συντήρηση αισθήματος διαρκούς κρίσης, είναι όλο και πιο δύσκολο να μεταθέσουμε αυτήν την στιγμή αποστασιοποίησης και νηφάλιας σκέψης μετά την κρίση. Αφού δεν μπορούμε να προσδοκούμε την στιγμή της νηνεμίας, ο μόνος χώρος που απομένει για την απόσταση που χρειαζόμαστε είναι η ίδια η στιγμή του επείγοντος καλέσματος για δράση.
Το προνομιακό πεδίο, το οποίο εγγυάται την απόσταση που χρειάζεται για να λάβουμε ώριμες αποφάσεις δεν είναι άλλο από την διαδικασία του ίδιου του αναστοχασμού, ατομικού και συλλογικού. Αναγκαία εργαλεία του αναστοχασμού είναι τα μετριοπαθή συναισθήματα, η διαβούλευση, η διεπιστημονικότητα και η αφιέρωση προσοχής στις διαφορετικές οπτικές γωνίες. Τούτο είναι αναγκαίο, προκειμένου να προστατέψουμε τόσο τον συλλογικό μας εαυτό από ανεπεξέργαστες, ακόμα και επικίνδυνες, μεταρρυθμίσεις, όσο και τον ατομικό μας εαυτό από παραβιάσεις των δικαιωμάτων μας. Η συζήτηση που υπήρξε η αφορμή για την συγγραφή του παρόντος άρθρου είναι ένα χαρακτηριστικό εγχείρημα συλλογικού αναστοχασμού. Για τις προκλήσεις που θέτει ο λαϊκισμός για το ποινικό δίκαιο, συνομίλησαν δημόσια σημαντικοί ακαδημαϊκοί δάσκαλοι και ερευνητές, από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους και χώρες, εξετάζοντας ποικίλες πτυχές του προβλήματος. Είναι πιεστικό ζητούμενο για την κοινωνία των πολιτών να καταφέρει να διευρύνει αυτήν ακριβώς την νηφάλια συζήτηση και να την κάνει συνειδητά κτήμα της.
[1] Ιδ. τα σημαντικά έργα του Trials and Punishments (Cambridge, 1986), Punishment, Communication and Community (Oxford, 2001), το τρίτομο The Trial on Trial (Truth and Due Process, Hart, 2004, Judgment and Calling to Account, Hart, 2006, Towards a Normative Theory of the Criminal Trial, Hart, 2007, το οποίο επιμελήθηκε με την Sandra Marshall και τους Lindsay Farmer και Victor Tadros), και πιο πρόσφατα The realm of criminal law (Oxford, 2018).
[2] Ιδ. εκτός των παραπάνω τις συμβολές της στα έργα Penal Theory and Practice: Tradition and Innovation in Criminal Justice (Manchester, 1994), Crimes, Public Wrongs, and Civil Order (Criminal Law and Philosophy, 2019) και Remote Harms and the Two Harm Principles (Liberal Criminal Theory: Essays for Andreas von Hirsch. Oxford, 2014)
[3] Ιδ. και προηγούμενη συζήτηση των Antony Duff και Sandra Marshall με τους Κ. Παπαγεωργίου, Δ. Κιούπη και Τ. Τζανετάκη για την επικοινωνιακή θεωρία της ποινής και την σύνδεση της ποινικής τιμώρησης με τα καθήκοντα των πολιτών προς αλλήλους, δημοσιευμένη στο περιοδικό Art of Crime του εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών της νομικής σχολής Αθηνών (Τεύχος 3, Μάιος 2018, https://theartofcrime.gr/a-discussion-with-professors-anthony-duff-and-sandra-marshall-participants-prof-konstantinos-papageorgiou-assoc-professor-dimitris-kioupis-assist-professor-tonia-tzannetaki/)
[4] Ο Κ. Α. Παπαγεωργίου έχει αφιερώσει σημαντικό μέρος του έργου του στις δύο πλευρές της προκείμενης θεματικής, με έμφαση στα ηθικά προβλήματα της ποινικοποίησης, της ποινικής τιμώρησης, και της διττής σχέσης του ποινικού δικαίου με την ελευθερία και την ασφάλεια (προστατευτικής και συνάμα περιοριστικής), αλλά και τον κίνδυνο του πονιικού ηθικισμού. Σχετικά έργα του μεταξύ άλλων είναι τα ακόλουθα: Schaden und Strafe, Auf dem Weg zu einer Theorie der strafrechtlichen Moralität (Nomos, 1994), Ανταπόδοση, δίκαιη ανταμοιβή και δικαιοσύνη: η επιστροφή των απόλυτων θεωριών της ποινής (Π. Σάκκουλα, 1992), Ποινικοποίηση και Ηθική (Ισοπολιτεία, 2001), Sicherheit und Autonomie: Zur Strafrechtsphilosophie Wilhelm von Humboldts und John Stuart Mills (Archiv für Rechts und Sozialphilosophie, 1990), διαθέσιμο στα ελληνικά (Ασφάλεια και Αυτονομία, η σημασία της ηθικοπολιτικής φιλοσοφίας του Wilhelm von Humboldt και του John Stuart Mill για το ποινικό δίκαιο, Υπόμνημα στην Φιλοσοφία, Πόλις, 2005), καθώς και το πιο πρόσφατο Ευθύνη, Δικαιοσύνη, Ασφάλεια, Ελευθερία, Επιχειρήματα υπέρ της Κανονιστικής Αυτονομίας του Ποινικού Δικαίου (στον τόμο με τίτλο Υπεύθυνη Ελευθερία, Πόλις, 2012). Σχετικά με την προβληματική της δημοκρατίας και του λαϊκισμού ιδ. το έργο του: Burke's “Speech to the Electors of Bristol” revisited: some comments on representation in the times of populism (στον τόμο Digital Technologies and the Stakes for Representative Democracy, επιμ. Ευ. Χατζηβασιλείου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2022).
[5] Έργα του Δ. Κιούπη είναι μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: Notwehr und Einwilligung: eine individualistische Begründung (Άμυνα και συναίνεση- μια ατομικιστική θεμελίωση), Nomos, Baden-Baden., 1992, Ποινικό δίκαιο και Internet, Αντ.Σάκκουλα, 1999, Οι προσβολές της τιμής- Η εξύβριση, Αντ.Σάκκουλα, 2009, Δικαστική ψυχολογία και ψυχιατρική, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022 (γ΄ έκδοση), Ελευθερία βούλησης και καταλογισμός σε ενοχή, Ευρασία, 2023.
[6] Η Τ. Τζαννετάκη έχει την διεύθυνση και επιμέλεια έκδοσης του περιοδικού "The Art of Crime" (www.theartofcrime.gr) του Εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών της Νομικής Σχολής Αθηνών. Ενδεικτικά έργα της στην ευρύτερη θεματική: Οι Ιδιωτικές Φυλακές και τα Όρια Αμφισβήτησης της Λειτουργίας του Κράτους (Ποινικά Χρονικά, 1993), Neo-Conservative Criminology (στον τόμο Sage Dictionary of Criminology, Sage Publications, 2001), Ο νεοσυντηρητισμός και η πολιτική της μηδενικής ανοχής. Μια κριτική θεώρηση των θέσεων του James Q. Wilson (Αντ.Ν.Σάκκουλας, 2006), Η στρατηγική έμμεσης μείωσης των ποινών: Η εξάντληση των ορίων της και η ανάγκη αλλαγής παραδείγματος (The Art of Crime, Τεύχος 1, Νοέμβριος 2016), Το Σωφρονιστικό Σύστημα και το νέο Σύστημα Ποινών του ΠΚ: η προσπάθεια για την επίτευξη μιας υγιούς σχέση (Ποινικά Χρονικά, 2019) , Ο ρόλος των συναισθημάτων στο πλαίσιο μιας μετριοπαθούς ποινικής πολιτικής, (στον τόμο Η ενδυνάμωση του κράτους δικαίου στις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις και στην Ελλάδα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2023).
[7] Πρόσφατα ελληνικά και ξένα έργα της Βασιλικής Χρήστου στην ευρύτερη θεματική της δημοκρατίας και του λαϊκισμού: Digitalization and the rise of a ‘private’ democracy? A defence for party representation. (στον τόμο Digital Technologies and the Stakes for Representative Democracy, επιμ. Ευ. Χατζηβασιλείου, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2022), Remote togetherness. Digital human activities in the pandemic and related challenges to data privacy, equality, and democracy in Greece (Legal Policy & Pandemics, The Journal of the Global Pandemic Network – LPPJ, 2022), Brexit, Representative Democracy and Constitutional Reform since 1997 (ERPL, 2018), Ο λαός, η αντιπροσώπευση και η «ατομική» δημοκρατία (ΕφημΔΔ 2018), Affordable Care Act: Is the Individual Mandate Paternalistic or Liberal? (στον τόμο Paternalism and Criminal Law. Modern Problems of an Old Query, Sakkoulas-Nomos, 2018).
Πηγή:booksjournal.gr