Κάτι αλλιώτικο συμβαίνει μ’ αυτή την πρωτόγονη, βαθύζωνη και αξεθώριαστη στον χρόνο φωνή σ’ όλο το βεληνεκές των ερμηνειών του, από τα πρώτα του’ 30 μέχρι τις τελευταίες ηχογραφήσεις με το ηλεκτρισμένο στο φουλ μπουζούκι. Το σπηλαιώδες, παλαιολιθικό ηχόχρωμα σε συνδυασμό με τον μεγαλόπρεπο όγκο και, βέβαια, τον απέριττο αλλά με σουρεαλιστικές πιρουέτες ατόφιο, δημώδους καταγωγής λαϊκό λόγο του κατακυρώνουν την επιβλητική ηχητική εικόνα μιας ερμηνείας που υποστηρίζεται από ακλόνητη αυτοπεποίθηση, ακαταμάχητο σθένος και την οξύτητα μιας ξεπλανεύτρας βραχνάδας.
Μέσα απ’ τον Μάρκο βγαίνει ρωμαλέα φωτιά που σου καίει τα σπλάχνα. Πέρα απ’ το θαυμαστικό για την πρωτοποριακή μαεστρία με την οποία χειρίζεται τα ιδιότροπα μακάμια. Σίγουρα η άκρα υποβλητικότητα που συνοδεύει την ακρόαση των τραγουδιών του χρωστάει κάτι και στην ιδιοσυγκρασία και την ψυχική προπαίδεια εκείνων απ’ τους ακροατές του που είναι από χρόνια, από παιδιά ίσως, από χίλιες δυο πυρκαγιές τσουρουφλισμένοι. Γι’ αυτούς και το δίστιχο : «Αφ’ ότου εγεννήθηκα, φωτιές με τριγυρίζουν». Όπως και το άλλο, επιγραμματικό και εξομολογητικό στιχάκι : «Πού να βρω καρδιά σαν τη δική μου». (de profundis κατάθεση που έρχεται να συναντήσει την δίδυμή της στην πένα του ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου : «Πουθενά δε μπόρεσα να συναντήσω τον εαυτό μου»). Εδώ το λίγο έρχεται να βρει το πολύ, μιλάει για τον εαυτό του και συμπυκνώνει μέσα στην ομολογία του χιλιάδων περιπλανημένων ψυχών τον καημό. Και αποτυπώνει καίρια την άκρα απόγνωση γιατί δε βρίσκει το «ταίρι» του στη μπέσα, στη φιλία, στον «λόγο», στο φιλότιμο, στη δουλειά, στη συνεργασία, στην αγάπη και στον έρωτα. Τον φαντάζομαι, τον καιρό του’ 60, ν’ αγωνίζεται να θάψει το μαράζι του παραγκωνισμού και της καταφρόνιας που τον σιγοέλιωνε, καθισμένο στο τραπεζάκι της ταβερνούλας κάποιου πονόψυχου κάπελα κι ο μικρός Στελάκης να κάνει γύρα με το τασάκι για τα ψιλά της πελατείας που τους ψευτοσυντηρούσαν. Τότε θα’ παιζε και θα κελαηδούσε ίσως ακόμη πιο συγκλονιστικά απ’ τις εποχές των κυνηγημένων τεκέδων, με το πάθος που πυροδοτεί –ανάμεσα σ’ ένα σωρό αγέρωχους διάττοντες- η αυτογνωσία της πραγματικής αξίας ενός συγκαιριακώς απόβλητου, ενός ακούσιου παρία, που είχε στα νιάτα του γευτεί τις αφειδείς ζητωκραυγές του δαφνόστεφου λαϊκού πάλκου.
Κάποτε λέγοντας τα κάλαντα με φίλους ομογενείς στον Πατριάρχη του χάρισα το βιβλιαράκι μου «Ο Μάρκος στο χαρέμι- Ο Βαμβακάρης στο θέατρο σκιών» που παρουσιάζαμε τότε στην Πόλη. «Είναι ο ομόβαθμός σας του ρεμπέτικου» αποτόλμησα. «Ξέρω, το αξίζει», είπε. Φαίνεται πως ο Μάρκος –παρά την κακόβουλη μακροχρόνια ταύτισή του με την άγρια μαστούρα που ακόμη προκαλεί την αποστροφή κάποιων σεμνότυφων- είναι μια καθηλωτική προσωπικότητα που τους υποχρεώνει όλους–ακόμη κι αν η περίπτωσή του δεν τους ταιριάζει- να τον σεβαστούν. Και πως η φήμη ενός Προμηθέα του λαϊκού τραγουδιού δεν τον συνοδεύει άδικα.
Ο αμείλικτος Χρόνος, που σαρώνει όλους τους ανθρώπινους θρύλους, όπως ο θυμωμένος Βοϊδομάτης τις κροκάλες που στοιβάζονται στο βυθό του, επιφύλαξε γι’ αυτή τη φλογισμένη –με το βραχνό μα στίλβον φως- βασανισμένη ψυχή-φωνή τον ταπεινό μα ανεξίτηλο θρόνο του Δασκάλου της ρεμπέτικης εποποιίας. «Σ’ αυτόν πατήσανε όλοι» πίστευε ο αγαπημένος του μαθητής Μπιθικώτσης. Για να βρει μια θέση η τιμή της Τέχνης του δίπλα σ’ εκείνες των Δημιουργών που ενδυναμώνουν την ευψυχία του Γένους και χτίζουν το πάνθεον της νεοελληνικής μυθολογίας αλλά και ευρύτερα της ιστορίας μας, όπως ο Μακρυγιάννης, ο Θεόφιλος, ο Χαλεπάς…… Μα πέραν αυτών, ονομάτων που δεν σημειώνουμε και εκδοχών που δεν τολμάμε συχνά να διατυπώσουμε και για το ρίσκο του πράγματος και για να μην αδικήσουμε μοιραία κάποιους που τυχαίνει να λησμονήσουμε, σημασία έχει η έντονη και διαχρονική αίσθηση : Ο Μάρκος σε καίει. Οι άλλοι, όπως π.χ. σε άλλη συχνότητα ο Χατζηχρήστος, ο Μπαγιαντέρας ο Παπαϊωάννου, -και ασφαλώς ο Άκης Πάνου, πιο στενός συγγενής απ’ όλους, παλιότερους και νεώτερους με τον Μάρκο-, μπορεί να σε καίνε, αλλά παρόλο που σε καίνε, όσο κι αν σε καίνε, κάποια στιγμή, σαν ανακουφιστική ανάπαυλα, σε δροσίζουν. Ο Μάρκος πάντοτε σε καίει.
https://www.facebook.com/thomas.korovinis.5
Σ.Δ. Εφτά από τα αγαπημένα μου: Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια (1936), Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά (1937), Χαράματα η ώρα τρεις (1937), στίχοι Κώστας Μακρής, Μες τη χασάπικη αγορά (1947) , Τι πάθος ατελείωτο ( 1960), Άτακτη (1966), και το Να γιατί περνώ (1937) του Βασίλη Τσιτσάνη, με τη Σοφία Καρίβαλη και τον Μ.Βαμβακάρη.