Τετάρτη, 23 Σεπτεμβρίου 2015 19:58

Τρία από την Αλεπού της σκάλας του Ηλία Παπαμόσχου

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Τα τρία διηγήματα που ακολουθούν είναι από το πέμπτο βιβλίο του Ηλία Λ. Παπαμόσχου (Καστοριά, 1967). Πρόκειται για το "Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες", εκδόσεις Κίχλη. Στο σημείωμα του οπισθόφυλλου αυτά που γράφει ο Παπαμόσχος μπορούμε εκ του αποτελέσματος να ισχυριστούμε ότι έχουν σχέση με τα διηγήματα που περιέχει το βιβλιαράκι αυτό.

 

Αν κάτι δένει τις ιστορίες αυτού του βιβλίου, σ'ενα βαθύτερο επίπεδο, αυτό είναι ο τόπος. Η πυξίδα τους σημαδεύει τον βορρά. Αναρωτιέμαι τελικά μήπως ο τόπος είναι και ο τρόπος, μήπως η γλώσσα είναι το άλλο χώμα, το πνευματικό, από το οποίο ανφύεται το ύφος, που για κάποιους ταυτίζεται με τον άνθρωπο......Οι ιστορίες αυτού του βιβλίου επιχειρούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στον πεζό και τον ποιητικό λόγο, ανάμεσα στην περιγραφικότητα του πεζού και την πυκνότητα του ποιητικού. 

Το τελευταίο κυνήγι

 

Με ρώτησε πότε θα πάω για κυνήγι.

-        Αύριο, του είπα.

-        Θα έρθω κι εγώ, αλλά δεν θα πάρω όπλο.

Ήτανε τη χρονιά που ανανέωσε για τελευταία φορά την άδεια.

Πήγα, τον πήρα. Ντυμένος χοντρά και κουβαλούσε μια γκλίτσα.

Είχα πει και του Σωτήρη να έρθει, αν γίνει τίποτα να ’χω βοήθεια.

Πήγαμε στον Τσακαλάρο. Δύσκολο βουνό, με πέντε ρεματιές χαραγμένο.

-      Παππού, θα βγω να ακούσω για κάνα λάλημα.

Έτσι τον έλεγα, χάδι μαζί και πείραγμα.

Ήταν εβδομήντα, μα έκανε ισιάδα τα βουνά ως ν’ αρρωστήσει.

Μόλις βγήκα ένιωσα το κρύο. Τον σκέφτηκα. Κάθισα ώρα.

Αχνά και πού οι ρεματιές λαλούσαν. Μπήκα πάλι στ’ αμάξι.

-      Δεν ακούγεται τίποτα.

-     Σε κείνο τον λάκκο; Είπε κι έδειξε καμιά διακοσαριά μέτρα ψηλά.

Εγώ δεν θ’ ανέβω, θα μείνω στα ριζά να σας τηράω.

Μόλις μπήκαν στον λάκκο τα σκυλιά λύσσαξαν, η Αύρα ιδίως.

Εκείνη σήκωσε το κοπάδι – σαν να ’κανε ένα δώρο στον παππού

Μου την είχε χαρίσει λίγους μήνες πριν, όταν ήταν κουτάβι ακόμη.

Αρχίσαμε το τουφεκίδι.

-             Πόσες; φώναξε.

-             Πέντε, είπα.

-             Κυνήγι προπολεμικό, Χρίστο, έκανε.

-             Ήθελα κι άλλο, μα με συνέτισε:

-       Χρίστο, οι πέτρες δεν γεννάν. 

-             Όταν κατεβήκαμε, τον βρήκαμε να κάθεται σ’ έναν βράχο.

Ήταν γυρτός, με τα χέρια στα γόνατα, και κοιτούσε κάτω 

Κοιτούσε λες και έβλεπε μέσα στο χώμα.

Τον σκούντησα, του ’δωσα τις πέρδικες. Τις πήρε.

Πήγε χάιδεψε το σκυλί – δεν τον αναγνώρισε.

 

Κλιμάκιο στωικών

 

Μου είπε ο Μανώλης για τότε που πήγε κυνήγι με τον πατέρα του και με τον δικό μου. Ξέρω το μέρος, πέρδικα βουνίσια έχει εκεί, πήγα κι εγώ κάποτε με τον πατέρα. Σαν να τους βλέπω ν’ αφήνουνε το αμάξι, ο πατέρας να κατευθύνεται προς το πορτμπαγκάζ, σήμαντρο της ανυπομονησίας της σκύλας. Τρέχει πέρα δώθε το σκυλί, κι ο πατέρας, άλλοτε γλυκά, άλλοτε άγρια, να του φωνάζει, άμα απομακρύνεται πολύ, μπερδεύοντας το κυνήγι με τη βόλτα. Ώσπου φέρμαρε. Και σήκωσε ένα μικρό κοπάδι πέρδικες, το οποίο, αφού τράβηξε πρώτα κατά την κορφή του πετρόβουνου, χύθηκε κάτω έπειτα και κλάρωσε στο δάσος – φούντωνε σαν εφήβαιο αυτό μες στη χαράδρα. Όταν έμπαιναν στο δάσος, κρότοι ξεροί, σαν ξύλα κάποιος να  έσκιζε στον ουρανό, αντηχούσαν, έπιανε δουλειά μες στα κλαριά το σαράκι του ήλιου. Το σκυλί, τρελαμένο απ’ τις μυρωδιές, όλο ξέκοβε, κι ο πατέρας το απειλούσε, φοβούμενος των αγριμιών τα δόντια. Πρώτη φορά κι αυτοί κι αυτό εκεί μέσα. Γύριζαν ώρα, οι πέρδικες άφαντες, χάθηκαν κι αυτοί.

Πηγαίνοντας στα τυφλά βγήκαν σε ξέφωτο. Εκεί είδαν ανθρώπους καθισμένους ανακούρκουδα να τρώνε και αναθάρρησαν. Όταν τους πλησίασαν και είδαν τι φορούσαν (κάτι φόρμες στο πράσινο του πεύκου), κατάλαβαν πως ήταν κλιμάκιο της ΔΕΗ. Είχαν όλοι αγριόφατσες και γένια αρειμάνια. Καταβρόχθιζαν κοτόπουλα. «Ε, πατριώτες, πώς πάει;» μίλησε πρώτος ο πατέρας του Μανώλη. Κι απευθυνόμενος σ’ έναν αναμαλλιάρη, που ξεψάχνιζε –ρουφώντας ηχηρά- ένα κόκαλο, και τους κοίταζε λες και τους λιμπιζόταν κι αυτούς, ρώτησε: «Μήπως ξέρετε κατά πού πέφτει η Σλίμνιτσα;» Τσιμουδιά. Ένα στόμα, πολλά στόματα, σαν φαράσια φαρδιά, συνέχιζαν να κατασπαράζουν. Άρχισαν να ξεμακραίνουν, ρίχνοντας ματιές ανήσυχες πίσω τους. Πέρασε η ώρα μέχρι να προσανατολιστούν και τότε ξέσπασε ο πατέρας του Μανώλη: «Πες, βρε κερατά, δεν ξέρω!...» Κι ο πατέρας μου, έμπλεος κατάπληξης ακόμη απροσδόκητα και εντελώς σοβαρά, όπως κάθε γνήσιος ευφυολόγος, σχολίασε: «Τα κόκαλα τα ’χαν κάνει σαν απ’ το κοιμητήριο!».

 

Το λαούτο

Στο νησί έφτασα βράδυ, θα μου νοίκιαζε το σπίτι του ένας που είχε το καφενείο στη Χώρα. Όταν βρεθήκαμε, «είμαι ο Μανώλης», του είπα, «είμαι ο Γιακουμής», είπε εκείνος, «κάτσε λίγο»… Πράγματι, δεν άργησε και μπανίζοντάς με από πάνω μέχρι κάτω με ρώτησε: «Μηχανάκι έχεις;». Ο Γιακουμής ήταν εξηντάρης, είχε όμως μαύρο μαλλί και μουστάκι ακόμη πιο μαύρο, μαύρο σαν καρβουνάκι καμένο στο θυμιατήρι, και μύρωνε το ριζάφτι του κλωνί βασιλικού. Φορτώσαμε τα πράγματά μου σε καρότσι και πήραμε ένα μονοπάτιΚάναμε καμιά πεντακοσαριά μέτρα ώς το νεκροταφείο κι άλλα τόσα μετάστη μέση του λιβαδιού ήταν το σπίτι, κάτω απ’ του φεγγαριού το φως – το ερωτεύτηκα με τη μία. Ήμουν ξεθεωμένος κι έπεσα αμέσως για ύπνο. Το σπίτι είχε τόση υγρασία που περίμενα ότι θα μεταμορφωθώ σε βάτραχο. Το πάλεψα πέντε βράδια και πήγα πήρα αφυγραντήραΈβγαλα δεκαπέντε λίτρα νερό.

Με τον Γιακουμή γίναμε φίλοι, πήγαινα στο καφενείο, είχε ένα κρασί σκέτο νέκταρ, έπαιρνα μαζί μου και το γυαλί-ταμπού, τους έπαιζα. Τον είχα δει που το κοιτούσε επίμονα όταν φορτώσαμε τα πράγματα σ’ εκείνο το καρότσι. Ένα βράδυ, μετά που έπαιξα, σηκώθηκε, πήγε πίσω από τον πάγκο, βρήκε μια κασέτα και την έβαλε να παίξει. Δεν είχα ξανακούσει κάτι τέτοιο. Λαούτο και βιολί βαλσάμωναν για λίγο τις πληγές. Τον ρώτησα τι ήταν. «Είναι δικιά μου ηχογράφηση», είπε ο Γιακουμής, «παίζουμε εγώ κι ο κουμπάρος μου». «Τώρα δεν παίζεις;» ρώτησα. «Από τότε που πέθανε ο κουμπάρος μου δεν το ξανάπιασα», είπε. Μέτρησα τη στέγνια που σήμαινε η αποχή. Σε μια προθήκη, μέσα στο καφενείο, το ’χε βαλμένο το λαούτο, μπρούμυτα.

Σκορπιούς, σαρανταποδαρούσες και σαλιγκάρια είχε το σπίτι του Γιακουμή, ξεκολλούσα τα σαλιγκάρια απ’ τον φουσκαλιασμένο τοίχο και πήγαινα τ’ απόθετα στον κήπο. Όταν λείψει η υγρασία, το σαλιγκάρι κλείνεται στο όστρακό του, με βλέννα σφραγίζει το στόμιό του και πέφτει σε νάρκη για μήνες. Και το λαούτο του Γιακουμή, μπρούμυτα στην προθήκη του, με το ηχείο του θαμπό σαν του σαλιγκαριού το όστρακο, κοιμότανε, αντικριστά με μια σκιά βιολιού, βιολιού του κάτω κόσμου.

Πατώντας  εδώ  θα σας εμφανιστεί μία καλή κριτική της Ελισάβετ Κοτζιά που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 6.9.15

κι  εδώ  μια εξίσου καλή παρουσίαση της Τίνας Μανδηλαράς στη lifo

Τελευταία τροποποίηση στις Πέμπτη, 24 Σεπτεμβρίου 2015 13:22

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση