Αν όντως οι ταινίες από αυτές που επιλέχθηκαν από την αντιδημαρχία έχουν στο κέντρο τους τον προβληματισμό για τα αδιέξοδα της ζωής του και τις λύσεις τους, τότε γιατί δεν απευθύνεται σε φίλους του, σε ειδικούς επιστήμονες, σε ομάδες αναζήτησης και προβληματισμού, σε κόμματα και σε κινήσεις για να συζητήσει και να βρει εκεί έτοιμες κι συσκευασμένες τις λύσεις που ψάχνει και χάνει την ώρα του με τις καλές τέχνες; Το λέω αυτό γιατί, όσον αφορά εμένα, η τέχνη γενικά, κάτι πλουσιότερο και βαθύτερο προσπαθεί να φτιάξει σε αυτούς που της ανοίγονται.
Ας το πούμε εδώ με λίγα λόγια. Λοιπόν αγαπητοί μου αρμόδιοι περί τα πολιτιστικά, την αγάπη για τη ζωή προσπαθεί να πυροδοτήσει η τέχνη, απλώνοντας την ποικιλία της και τις αντιφάσεις της. Με τα δικά της μέσα, που ποτέ δεν είναι δεδομένα, ξεδιπλώνει ευφρόσυνα, το αέναο παιχνίδι του αθέατου καλοκαιρινού ουρανού της ύπαρξής μας που συχνά ούτε καν τον έχουμε υποψιαστεί, αυτόν που ενίοτε διανυκτερεύει για όλους, με τον χειμερινό, αυτόν που κρύβει τον ήλιο μας, που μας σκοτεινιάζει και μας στεγνώνει στο πιο μέγιστο τίποτα του εαυτού μας. Και αν χάρη της κουβέντας περιοριστούμε στα προβλήματα που μας απασχολούν στην όποια συγκυρία, η καλή θεωρούμενη τέχνη διαχρονικά έχει στο στο αίμα της να υποβάλλει ερωτήσεις κι απορίες και να σπέρνει παρά να προτείνει απαντήσεις, να διδάσκει από καθ'έδρας και να θερίζει.
Με την ευκαιρία της έναρξης της λειτουργίας του Δημοτικού Κολυμβητηρίου, ειπώθηκε από τον αντιδήμαρχο και το εξής: " Προσδοκούμε και φέτος να προσφέρουμε μια διέξοδο από τα προβλήματα της καθημερινότητας μέσω της άθλησης σε όλους τους δημότες του Δήμου μας". Τέτοιες δηλώσεις σχεδόν σε σπρώχνουν να τους ρωτήσεις για ποιο λόγο κάνουν διάφορα πράματα στη ζωή τους. Ας πούμε γιατί τρώνε, γιατί κάνουν σεξ, βλέπουν τηλεόραση, παίζουν, εργάζονται, πίνουν, πάνε εκδρομές, κλπ.
Η γνώμη τους για την άθληση στο κολυμβητήριο, που υποβαθμίζει το αυτονόητο, αναγορεύοντας σε στόχο κάτι άλλο που παρεπιμπτόντως μπορεί και να προκύψει σε μερικούς. Το ότι δηλαδή οι κολυμβητές στην πλειονότητά τους κατ'αρχήν αθλούνται γιατί τους αρέσει αυτή η δραστηριότητα και για το καλό της υγεία τους, γιατί το ευχαριστιούνται και γιατί κάποιοι ανήκουν σε ομάδες που προπονούνται επειδή συμμετέχουν σε πρωταθλήματα, είναι το αυτονόητο και η προσδοκία της αντιδημαρχίας μας οδηγεί να σκεφτούμαι πως ο προφανής λόγος που κάνουμε ότι κάνουμε στη ζωή μας, σύμφωνα με το σκεπτικό της,τίθεται υπό αμφισβήτηση. Έτσι το κολύμπι γίνεται κι αυτό ένα μέσον για να λύνουμε προβλήματα και ιδιαιτέρως αυτά που εξ αιτίας της κρίσης έχουν οξυνθεί. Αυτό που αυθορμήτως μας προκύπτει είναι να τους θέσουμε το ρητορικό ερώτημα. Μα με ποιες πράξεις αγαπητοί μας άμεσα και όχι με αναγωγές και υπαγωγές σε σκοπούς αλλότριους χαίρεστε στη ζωή τη ζωή σας; Τέλος πάντων, εμείς από την μεριά μας τους ευχόμαστε τα καλύτερα και τους αφιερώνουμε
Το καλοκαίρι ο ουρανός διανυκτερεύει
Ο ήχος του κουδουνιού της εξώπορτας τον έβγαλε απ’ την ονειροπόληση. Χρόνια είχαν να τον ενοχλήσουν. Σηκώθηκε από την κουνιστή πολυθρόνα, έσφιξε τη βαθυγάλαζη ρόμπα του και έσυρε την πολυκαιρισμένη εναστρία του και τις δεκατρείς συλλαβές του στην είσοδο. Δικαστικός κλητήρας;
«Οχι, ένας απλός μεσολαβητής», εξήγησε ο επισκέπτης. «Οι εντολείς μου επιθυμούν να διαπραγματευτούν μαζί σας. Μου επιτρέπετε να περάσω;»
Ο οικοδεσπότης ξεφύσησε κουρασμένα. Μάζεψε τη Μεγάλη Αρκτο που αχνόφεγγε στην άκρη των τελευταίων συλλαβών του και παραμέρισε απρόθυμα. Φρόντισε να προηγηθεί για να καταλάβει την κουνιστή πολυθρόνα και έδειξε στον επισκέπτη το σκαμπό. Σας ακούω.
«Η εξαφάνισή σας έχει προκαλέσει αλυσιδωτά προβλήματα, οι εντολείς μου ανησυχούν», είπε εκείνος, βγάζοντας έναν πάκο με τυπωμένες σελίδες, «εργάζομαι για λογαριασμό της Ποιητικής Παλινόρθωσης».
Υπάρχει τέτοια;
«Προς το παρόν με τη μορφή της Μ.Θ.Ε.Π.2 Η δική σας περίπτωση δεν ήταν δυστυχώς η μοναδική. Τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε μαζική αποχώρηση στίχων από αγαπημένα ποιήματα. Τα περισσότερα είχαν συνδεθεί τόσο στενά με την ύπαρξή μας, που τούτοι οι ακρωτηριασμοί αλλοιώνουν τη συλλογική συνείδηση. Εχω αναλάβει να εντοπίζω τους αναχωρητές και να συζητώ μαζί τους την… ε, πιθανότητα επαναφοράς». Συμβουλεύτηκε τα έγγραφά του. «Εσείς ανήκετε στον Τάσο Λειβαδίτη, σωστά; Προέρχεστε απ’ το ποίημα “Η δύναμη των λέξεων”».
Δυσκολευτήκατε να με αναγνωρίσετε;
«Κάθε άλλο, ρωτώ για το τυπικό», δικαιολογήθηκε ο επισκέπτης, «οφείλω να επιβεβαιώσω ότι είστε το ζητούμενο δεκατρισύλλαβο». Εβγαλε ένα μαντίλι και σκούπισε τον ιδρώτα που γυάλιζε στο μέτωπό του, η καλοκαιρινή ζέστη ήταν ανυπόφορη. Εξω από το παράθυρο το τσιμέντο έβραζε, το μέταλλο πύρωνε, η άσφαλτος άχνιζε. «Προσπαθώ να καταλάβω γιατί αποχωρήσατε», συνέχισε. «Κατείχατε μια αξιοζήλευτη θέση, εγκατεστημένος προνομιακά στην κορυφή του τετράστιχου, η εναστρία σας χρωμάτιζε νοηματικά όλο το ποίημα. Οταν φύγατε αφήσατε τους υπόλοιπους στίχους έκθετους, άστεγους, ακαθοδήγητους, ευάλωτους στις συγκυριακές ερμηνείες. Χωρίς εσάς, ο πιο τρυφερός ύμνος του καλοκαιριού δεν είναι παρά ένα μανιφέστο της απογοήτευσης, γεμάτο πικρία και κρυφή ενοχή, προκαλεί κατάθλιψη».
Ξεχώρισε ένα χαρτί και διάβασε:
οι μυρουδιές έχουν την παιδική μας ηλικία
μέσα στον ύπνο μας κοιμούνται τα πιο ωραία ταξίδια
κι εγώ δεν έχω άλλο όπλο απ’ το να διηγούμαι ψεύτικες ιστορίες και να τις πιστεύω.
Δίπλωσε το χαρτί αναρριγώντας. «Είδατε πώς αγκυλώνει η απόγνωση, πόσο απειλητικά ηχεί η λέξη-όπλο μετά τον ακρωτηριασμό που επιφέρατε; Οι ίδιες φράσεις, όταν ήταν κάτω από τη δική σας σκιά, ακούγονταν σπλαχνικές, παρηγορούσαν αντί να ξεσκίζουν. Η δύναμη των λέξεων λειτουργούσε διαφορετικά. Μιλούσαμε για νύχτες ελληνικού καλοκαιριού σαν να μοιραζόμασταν ένα μυστικό, μια φαντασίωση».
Κοίταξε με θλίψη το δρόμο από το παράθυρο. «Πείτε μου ειλικρινά, είναι καλοκαίρι τώρα αυτό εκεί έξω; Ποια καρδιά μπορεί να το αντέξει;»
Περίεργο, δεν θυμάμαι να είχα εκτιμηθεί ιδιαίτερα.
«Εκτιμηθήκατε περισσότερο όταν λείψατε», ομολόγησε μελαγχολικά. «Μερικοί στίχοι είναι σαν τον καθαρό αέρα, δεν συνειδητοποιούμε την αξία τους μέχρι να τους στερηθούμε. Η πόλη ξαφνικά ορφάνεψε. Το καλοκαίρι, πώς να το πω, δεν μας αφορά πια. Την οικονομική καταστροφή θα μπορούσαμε να την αντέξουμε, την αβεβαιότητα, ακόμη και την πολιτική αθλιότητα, αλλά τούτη την ορφάνια… Ο αγώνας στερείται νοήματος χωρίς εσάς».
Μην υπερβάλλουμε, δεν είμαι παρά δεκατρείς συνηθισμένες συλλαβές.
«Ετσι πιστεύαμε κι εμείς, έως τη στιγμή που μας εγκαταλείψατε. Τότε αντιληφθήκαμε ότι δεν υπήρχε τίποτε το συνηθισμένο στις συλλαβές σας, εκεί είχε κρυφτεί όλο το καλοκαίρι, όλη η αβάσταχτη ομορφιά του, που ούτε σαν ανάμνηση δεν μπορούμε να την ανακαλέσουμε πια. Ζεστή άμμος κάτω από ξυπόλυτα πόδια, ευωδιά από πεύκο και ζουμερό καρπούζι, τριζόνια να χαλούν τον κόσμο…»
Ολα αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν.
«Πράγματι, κι αυτό είναι το χειρότερο», αναστέναξε ο επισκέπτης. «Τίποτε δεν άλλαξε κι όμως άλλαξαν τα πάντα. Χάθηκε η άπλα που έφερναν οι δεκατρείς συλλαβές σας, η ευεργετική γενναιοδωρία τους, η μυστική είσοδος για το όνειρο. Με εσάς για οδηγό, το απόσπασμα γινόταν ένα απαλό φιλί, ένας τρυφερός ψίθυρος στο μαξιλάρι, ένα δροσερό χέρι που κρατά σφιχτά το δικό σου στο σκοτάδι. Γινόταν η χαραμάδα της ελπίδας, η πιθανότητα της πίστης, η αρχή κάθε δυνατότητας. Δεν χρειαζόταν να αναλύσουμε τα ουσιαστικά και τα επίθετα, να αναρωτηθούμε για την ερμηνεία τους, όπως κάνουμε τώρα που το τετράστιχο ακρωτηριάστηκε. Η αύρα των δικών σας λέξεων ήταν τόσο ορμητική και καθάρια, τόσο ακαταμάχητη, που γέμιζε με νοήματα κάθε εσοχή, γεφύρωνε με συνειρμούς κάθε σκέψη… Τι πρέπει να κάνουμε για να επιστρέψετε;»
Αφήστε με να το σκεφτώ.
Σηκώθηκε από την κουνιστή πολυθρόνα και έδειξε στον επισκέπτη την έξοδο, η συζήτηση τον πλήγωνε. Εκείνος τον
ακολούθησε αμίλητος μέχρι την εξώπορτα.
Προτού βγει, κοντοστάθηκε διστακτικά: «Θα μπορούσατε μήπως… μόνο για μια φορά… για μια στιγμούλα έστω;»
Ο οικοδεσπότης άνοιξε τις πτυχές της έναστρης ρόμπας του και σκέπασε στοργικά το ορφανό τετράστιχο.
Το καλοκαίρι ο ουρανός διανυκτερεύει
οι μυρουδιές έχουν την παιδική μας ηλικία
μέσα στον ύπνο μας κοιμούνται τα πιο ωραία ταξίδια
κι εγώ δεν έχω άλλο όπλο απ’ το να διηγούμαι ψεύτικες ιστορίες και να τις πιστεύω.
*Τελευταίο βιβλίο της Ιωάννας Μπουραζοπούλου είναι το μυθιστόρημα «Η κοιλάδα της λάσπης: Ο δράκος της Πρέσπας» (Καστανιώτης, 2014)
Πηγή: Ανοιχτό βιβλίο