Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου 2024 13:32

Μετράει άραγε η ελληνική λογοτεχνία σαν πηγή για τους ιστορικούς;

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)

kathimerini89Παντελής Μπουκάλας. Συνυπολογίζουν άραγε την ποίηση και τη λογοτεχνία στις αναπλάσεις τους σαν τεκμήριο, έστω και όχι ακριβώς ισότιμο με τα ντοκουμέντα; Με τη συγκαιρινή ιστοριογραφία μιας εποχής, πρώτα πρώτα. Ή με την εφημεριδογραφία της. Ή με τα απομνημονεύματα όσων πρωταγωνιστών μιας περιόδου φρόντισαν να ανασυντάξουν τη μνήμη τους, σχεδόν πάντα με αυτοδικαιωτική μεροληψία, καθώς και με τις αναμνήσεις κάποιων αδόξων και αναλωσίμων. Ή με τα ημερολόγια «επωνύμων» και «ανωνύμων», μέχρι προληπτικής αυτολογοκρισίας φροντισμένα τα μεν, αστόλιστα τα δε, και ίσως γι’ αυτό ωφελιμότερα.

Σήμερα οι ιστορικοί σέβονται και το τελευταίο «ψίχουλο», ένα γαμήλιο συμβόλαιο λ.χ., όπου καταγράφεται λεπτομερώς η προίκα, τόσα πανωσέντονα και μαντίλια, τόσα γρόσια και στρέμματα. Από την πλευρά τους, οι αρχαιολόγοι, που κινητοποιούν και τη φαντασία τους στις αναψηλαφήσεις τους, ενθουσιάζονται δικαίως και μ’ ένα θραύσμα θραύσματος. Μας φαίνεται λοιπόν αυτονόητη και υποχρεωτική η συμπερίληψη της λογοτεχνίας στις πηγές από τις οποίες οι ιστοριογράφοι αντλούν ειδήσεις. 

Οι ίδιοι οι λογοτέχνες δεν γράφουν επειδή σκοπεύουν να αποτελέσει το έργο τους μαρτυρία για τον καιρό τους. Και οι αναγνώστες τους, οι μη επαγγελματίες της ιστοριογραφίας, δεν τους διαβάζουν αναζητώντας πληροφορίες. Η «Ποιητική» του Αριστοτέλη πάντως μας κληροδότησε έναν συζητήσιμο αφορισμό. Η ποίηση, έλεγε ο Σταγειρίτης, είναι περισσότερο φιλοσοφημένη και σπουδαιότερη από την ιστορία («διό και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν»), επειδή ασχολείται με «τα καθόλου», η δε ιστοριογραφία με «τα καθ’ έκαστον». Για «τα καθόλου», για το πνεύμα μιας εποχής, για την κυρίαρχη νοοτροπία, η ποίηση, ενυπόγραφη και δημοτική, συνιστά μαρτυρία. Για τους Περσικούς πολέμους δεν θα μάθουμε από τους τραγωδούς, άλλωστε εμπνέονταν σχεδόν αποκλειστικά από τη μυθολογία· δίχως τους «Πέρσες» του Αισχύλου όμως η εικόνα θα ήταν πολύ φτωχότερη, όχι για τα γεγονότα αλλά για την (οφειλόμενη) ηθική στάση των Ελλήνων. Για τον πόλεμο στην Αλβανία, η πρώτη πηγή μας δεν είναι το «Αξιον Εστί», αλλά η ψηφίδα του Οδυσσέα Ελύτη μάς είναι απολύτως απαραίτητη. 

Για τη ζωή στα βουνά της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας δεν θα μάθουμε (μόνο) από τα κλέφτικα τραγούδια. Θα μάθουμε όμως πολλά για τη λογιοσύνη μας, που αποσιώπησε, επιδιόρθωσε ή νόθευσε όσα κλέφτικα μιλούσαν για εθνικά μεικτές ορεσίβιες ομάδες, λεηλασία μοναστηριών ή για αντάρτικο κατά των προεστών, αντιβαίνοντας στο εθνικώς ορθό αφήγημα. Για την πείνα στο πολιορκημένο Μεσολόγγι δεν θα μάθουμε από τον Διονύσιο Σολωμό. Κι ωστόσο, ο στίχος των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» «λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει» λέει με ασύλληπτη πυκνότητα όσα λένε σελίδες επί σελίδων στα ενθυμήματα.

Για τη δολοφονία του Καποδίστρια δεν θα μάθουμε από τα αγρίως αντικαποδιστριακά ποιήματα του Αλέξανδρου Σούτσου, που απάρτισαν ολόκληρη συλλογή, το «Πανόραμα της Ελλάδος» (Λειψία, το 1835). Δεν είναι συγγραφικά γόνιμο όμως να τα περιφρονήσουμε σαν λογοτεχνικώς μέτρια και ιστορικώς ασήμαντα. Μας λένε πολλά για το πώς εννοούσαν τότε την ποίηση: σαν μέθοδο άμεσης παρέμβασης στα πράγματα και σαν διάβημα συνδιαμόρφωσής τους. Και ο «Υμνος εις την Ελευθερίαν», ένα ποίημα άμεσης παρέμβασης υπήρξε. Γι’ αυτό και πρωτοτυπώθηκε στο Μεσολόγγι, το 1825, χρονιά εμφυλίου, σαν ικεσία ή εντολή ενότητας, ο δε ποιητής μερίμνησε να σταλούν αντίτυπα στο Ναύπλιο, για να διανεμηθούν δωρεάν.

Στο μόλις χθες τώρα και στις δύο ξεχωριστές φωνές που σώπασαν. Του Μιχάλη Γκανά και του Θανάση Βαλτινού. Και των δύο το έργο δεν αφορά μόνο τη γραμματολογική ιστορία αλλά και την κοινωνική και πολιτική ιστοριογραφία. Διαφέρουν σε πολλά οι γραφές τους. Ο πλούσιος λυρισμός των ποιημάτων του Γκανά, επί έρωτος ή πένθους, αφήνει όμορφα ίχνη και στα πεζά του. Ο Βαλτινός κομίζει στοιχεία για τη δεκαετία του ’20, του ’40 ή του ’60 ενστερνιζόμενος τη μέθοδο του μοντάζ μυθοπλασίας και αυθεντικών τεκμηρίων που εισήγαγε προπολεμικά ο Αμερικανός Τζον Ντος Πάσος με την τριλογία «USA» και σκοπεύοντας προγραμματικά στη στέγνια, τον γυμνό λόγο, το «γλωσσικό ντοκυμαντέρ», όπως έγραφα στην «Κ» το 1994, μιλώντας για την «Ορθοκωστά». Και οι δυο τους πάντως ανήκουν στους λογοτέχνες που τίμησαν ό,τι εννοούμε ως προφορικό πολιτισμό, γεγονός που ευεργέτησε τη γραφή τους.

Την περασμένη Τετάρτη, στην «Κ», σ’ ένα μικρό σημείωμά μου, άμεση ανταπόκριση στην πικρή αγγελία θανάτου, χαρακτήρισα τον Μιχάλη Γκανά τρυφερά αυστηρό βιογράφο της μεταπολεμικής πατρίδας. Ολιγογράφος ήταν, σε σύγκριση με πολλούς άλλους. Τα κείμενά του όμως είχαν βάρος και κύρος. Και θα το διατηρήσουν οπωσδήποτε στα μάτια των αναγνωστών της λογοτεχνίας αλλά και στη ζυγαριά όσων ιστορικών θα καταπιαστούν του λοιπού με την αναψηλάφηση των μεταπολεμικών δεκαετιών. «Ο Γκανάς», έλεγα στην «Κ» το 2000 με αφορμή «Τα μικρά» του, «έχει γράψει πολλά σπουδαία ποιήματα, κυρίως όμως έχει επιτύχει να μην είναι σκόρπια αυτά τα ποιήματα, έκτακτα, αλλά να υπηρετούν με συνεπή ευαισθησία ένα σχέδιο: να ειπωθεί το διαρκές δράμα του βίου, του ατομικού και του κοινού, χωρίς τον τόνο του δράματος, ο οποίος συχνά ζαλίζεται από το ύψος του ή και αυτοθαυμάζεται· να ειπωθεί ο έρωτας σαν ξενιτιά, και γενικότερα να εικονιστούν όλες οι εκδοχές της “πλατύφυλλης αποδημίας”, αλλά αυτό να προκύψει όσο γίνεται πιο μετρημένα· να φανερωθεί πόσο βαθιά έχει σπάσει ο χρόνος, πόσο βαθιά έχει σπάσει η ίδια η εικόνα που λέγεται “Ελλάδα”, με μια συμπάθεια που να μην αμβλύνει τον ρεαλισμό της αλλά να αντιστέκεται στην ίδια την ευφράδεια της νοσταλγίας».

Με τα κατοπινά βιβλία του ο Γκανάς τρόχισε ακόμα περισσότερο ένα νυστέρι ήδη κοφτερό. Ηπειρώτης αυτός, έμπειρος σχεδόν από κούνια, μιλάει πάλι και πάλι για τη φάουσα της ξενιτιάς. Στον «Υπνο του καπνιστή» (2003): «Η μάνα μοναχή στο σπίτι / και τα παιδιά στις πολιτείες / το ένα γκαρσόν το άλλο σωφέρ / το τρίτο μετανάστης». Και στο βιβλίο «Αψινθος» (2012), που έχει τίτλο το όνομα του αστέρα στην «Αποκάλυψη» του Ιωάννη που δηλητηριάζει «το τρίτον των υδάτων»: «Μια στιγμή Νάσο [Θεοφίλου] μη φεύγεις κι εσύ / τώρα που έφυγαν τα παιδιά μας / Βρυξέλλες Αμστερνταμ Λουξεμβούργο / Αθήνα – η πιο ξένη πρωτεύουσα του κόσμου».

Τώρα πια ο Γκανάς γράφει το επιτύμβιο του πλανήτη: «Προσφάτως τεχνητή βροχή / εσχάτως όξινη βροχή / προσεχώς κά-τά-κλυ-σμός. / Κατά ζεύγη τα ζώα / κατά μόνας τα φυτά / κατά κρημνού οι άνθρωποι – αγεληδόν». Οσο άρχουν οι αμοραλιστές άπληστοι που «δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους», «αρκούδες άυπνες θ’ αλλάζουνε πλευρό, / θα δέρνονται τα φίδια στο ζαγόρι», θα ξενιτεύεται στον Κάτω Κόσμο ο πλανήτης. Ο Μιχάλης δεν φιλοξένησε στην ποίησή του μόνο τα πετεινά του ουρανού, αλλά όλα τα πλάσματα. «Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη», αυτό ήταν το δόγμα του και η κληρονομιά του.

 
 
Remaining Time -0:00
 

Πηγή: kathimerini.gr/opinion

Διαβάστηκε 60 φορές Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου 2024 13:46
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση