Απρόσμενα πρόθυμοι στο να αποδεχτούμε ως αληθές ό,τι ακούμε ή βλέπουμε, αρκεί να θεωρούμε φερέγγυα την πηγή της είδησης: από τους γονείς ή τους φίλους μας, τους καθηγητές στο σχολείο ή στο Πανεπιστήμιο μέχρι τους πολιτικούς που προτιμάμε ή τους δημοσιογράφους από ορισμένα ΜΜΕ.
Ακούμε συχνά ότι δεκάδες άνθρωποι που υπέφεραν από κάποια ανίατη ασθένεια θεραπεύτηκαν οριστικά πίνοντας λίγο νερό από την ιερή πηγή της τάδε μονής ή μετά από προσκύνημα (των ίδιων ή ενός συγγενούς τους) στη δείνα εκκλησία όπου φυλάσσεται κάποια θαυματουργή εικόνα. Μια άλλη εξίσου απίστευτη «είδηση», που συχνά αναπαράγεται άκριτα σε ιδιωτικές και δημόσιες συζητήσεις, είναι ότι μερικά από τα λαμπρότερα δείγματα του ανθρώπινου είδους -ο Πλάτων, ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Αττίλας, ο Βούδας ή ο Χριστός, ο Αϊνστάιν ή ο Μαρξ κ.ά.- ήταν στην πραγματικότητα εξωγήινοι ή, έστω, «διαβολικά ευφυείς» άνθρωποι που έδρασαν, προφανώς κατόπιν επιφοιτήσεως, υπό την καθοδήγηση ενός ανώτερου εξωγήινου πολιτισμού!
Στο άκουσμα τέτοιων συνωμοτικών ειδήσεων αντιδρούμε συνήθως με έκπληξη και με ειλικρινή απορία: «Πώς είναι δυνατόν», αναρωτιόμαστε, «να συμβαίνουν πάντα στους άλλους τέτοια απόκοσμα πράγματα και όχι σε εμάς;». Ισως λιγότερο εντυπωσιακές, αν και εξίσου εξωφρενικές, είναι οι αναρίθμητες ειδήσεις ή τα κουτσομπολιά που συνήθως «διαρρέουν» από κάποια άγνωστη πηγή πληροφοριών και διαδίδονται άκριτα από στόμα σε στόμα ή από κάποια μέσα επικοινωνίας, συνήθως την τηλεόραση ή το Διαδίκτυο.
Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των πιο πρόσφατων επιδημικών ιογενών κρίσεων διαδιδόταν το απόκρυφο σενάριο ή η συνωμοτική υποψία ότι ο κορονοϊός, που ευθύνεται για την πρόσφατη πανδημία της νόσου Covid-19 ή παλαιότερα ο ιός HIV, που προκαλεί την επίκτητη ανθρώπινη ανοσοανεπάρκεια της ασθένειας του AIDS, δημιουργήθηκαν σε κάποιο μυστικό στρατιωτικό ή φαρμακευτικό εργαστήριο, απ’ όπου και διέφυγαν, είτε από ανθρώπινο λάθος είτε σκοπίμως.
Συνωμοτικά σενάρια ενός ακήρυχτου βιολογικού πολέμου, τα οποία ωστόσο παραβλέπουν τόσο την επιδημιολογική γεωγραφία της διάδοσης αυτών των νόσων, όσο και την υψηλή μεταλλακτικότητα των δύο νέων ρετροϊών: λόγω της υψηλής μεταλλακτικότητάς τους, αυτοί οι νέοι ιοί θα αναδεικνύονταν πολύ σύντομα σε μπούμερανγκ που θα στρεφόταν κατά των σκοτεινών δημιουργών τους. Μια ανάλογη, εξίσου παρανοϊκή, απειλητική είδηση είναι ότι η κατανάλωση πόσιμου νερού από τη βρύση ίσως να ευθύνεται για τη συχνή εμφάνιση του συνδρόμου Αλτσχάιμερ ή κάποιων μορφών καρκίνου.
Επιστημονικά αυθαίρετες και ατεκμηρίωτες ειδήσεις, που προκύπτουν τόσο από την άγνοια όσο και από την ενίοτε παρανοϊκή φοβία απέναντι στα πιο πρόσφατα επιτεύγματα της τεχνοεπιστήμης, που από κοινού παραλύουν τις κριτικές ικανότητες του ανθρώπινου νου. Πράγματι, εν απουσία εύλογων εξηγήσεων και τεκμηριωμένων αποδείξεων, ικανών να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν ανάλογες ψευδείς ειδήσεις, οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως του μορφωτικού τους επιπέδου, έχουν την τάση να αντιδρούν αυθόρμητα και ανορθολογικά σε τέτοιες πληροφορίες: αρχικά με ευπιστία, που σύντομα μετατρέπεται σε ανησυχία ή πανικό.
Πριν ωστόσο αποτολμήσει κανείς μια επιστημονικά εύλογη και ιστορικά τεκμηριωμένη εξήγηση των πολύπλοκων κοινωνικών-υποκειμενικών προϋποθέσεων της ανθρώπινης ευπιστίας, οφείλει να κατανοήσει το πώς αυτή η νοητική συμπεριφορά μας μπορεί να επηρεάζει την καθημερινή ζωή και τη σκέψη ενός, κατά τα άλλα, νοήμονος όντος όπως ο άνθρωπος.
Οι νευροβιολογικές ρίζες της διανοητικής ευπιστίας
Με τον όρο «πεποίθηση» οι γνωσιακοί ψυχολόγοι περιγράφουν τις επαρκώς επιβεβαιωμένες νοητικές αναπαραστάσεις που ένας άνθρωπος διαμορφώνει κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Και διακρίνουν τουλάχιστον τρεις βασικούς τρόπους για να αποκτά κανείς νέες πεποιθήσεις: α) μέσω των νέων αισθητηριακών εμπειριών και αντιλήψεων, β) μέσω του λογικού ή του επαγωγικού συμπερασμού, βάσει του οποίου καταλήγει κανείς σε καινοφανή συμπεράσματα και γ) μέσω της εκμάθησης πληροφοριών που έχουν συλλεγεί από άλλους και οι οποίες του διδάσκουν κάτι καινούργιο. Επομένως, η ευπιστία σχετίζεται με την περισσότερο ή λιγότερο παθητική νοητική αποδοχή των πεποιθήσεων που έχουν διαμορφωθεί από άλλους και οι οποίες υιοθετούνται άκριτα.
Δεδομένου ότι ο τρόπος σκέψης και η συμπεριφορά μας εξαρτώνται και επηρεάζονται άμεσα από τις πεποιθήσεις μας, η εύλογη και τυπικά επιστημονική εξήγηση αυτών των φαινομένων θα όφειλε να αποκαλύψει, αφενός, τις εγκεφαλικές διεργασίες που επιτρέπουν την ανάδυση των πεποιθήσεών μας και, αφετέρου, τη βιολογική τους λειτουργία κατά την εξέλιξη του είδους μας.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σταθούμε σε μια πολύ συνηθισμένη παρανόηση: στο γεγονός ότι θεωρούμε τον εγκέφαλό μας μια τέλεια σχεδιασμένη νοητική μηχανή, ενώ στην πραγματικότητα ο πολύπλοκος ανθρώπινος εγκέφαλος είναι μια εξαιρετικά αποτελεσματική αλλά όχι τέλεια βιολογική μηχανή. Οπως κάθε άλλο σωματικό μας όργανο, ο εγκέφαλός μας είναι το προϊόν της δράσης της φυσικής επιλογής και είναι βιολογικά προγραμματισμένος να εξελίσσεται διαρκώς ώστε να εγγυάται την επιβίωση και την αναπαραγωγή του οργανισμού που τον διαθέτει.
Αν η βιολογική μας εξέλιξη μπορούσε, μέσω της φυσικής επιλογής, να δημιουργεί τέλειες εγκεφαλικές μηχανές, τότε θα διαθέταμε τους ειδικούς εγκεφαλικούς και νοητικούς μηχανισμούς που θα εγγυόνταν τη βέλτιστη γνωστική λειτουργία. Με άλλα λόγια, θα διαθέταμε πάντα εγγυημένες και αλάνθαστες πεποιθήσεις. Κάτι που ασφαλώς δεν συμβαίνει, ούτε και θα συμβεί ποτέ!
Ευτυχώς για την εξέλιξή μας -όπως, εξάλλου, και των υπόλοιπων ζωικών ειδών- η στρατηγική της είναι αυστηρά «οπορτουνιστική»: η δημιουργία τέλειων εγκεφαλικών μηχανών που θα διαμόρφωναν μόνο βέβαιες, διαχρονικά εγγυημένες και οριστικές πεποιθήσεις θα ήταν υπερβολικά αντιοικονομική, αφού για την «τέλεια» λειτουργία τους θα απαιτούνταν τεράστια σπατάλη χρόνου και ενέργειας. Και το χειρότερο, ένας τέλειος εγκέφαλος θα ήταν πρακτικά αναποτελεσματικός και θα δημιουργούσε ανυπέρβλητα προβλήματα προσαρμογής στον οργανισμό μόλις οι εξωτερικές συνθήκες άλλαζαν.
Το ότι είμαστε προικισμένοι με μια τέτοια ατελή, αλλά συνεχώς εξελισσόμενη εγκεφαλική-νοητική μηχανή παρουσιάζει εμφανείς περιορισμούς αλλά και απίστευτες δυνατότητες για την αυτοεξέλιξή μας. Γεγονός που επιβεβαιώνεται από όλες τις μέχρι σήμερα σχετικές μελέτες των νευροεπιστημών και της εξελικτικής ψυχολογίας.
Πράγματι, χάρη στις έρευνες αυτές έγινε σαφές ότι η ατομική νοητική μας ανάπτυξη, και ειδικότερα η ικανότητά μας να «φιλτράρουμε» τις πιο ουσιαστικές πληροφορίες, δεν υπάρχει εκ γενετής, αλλά ενεργοποιείται και αναπτύσσεται προοδευτικά από τη νηπιακή ηλικία. Μόνο μετά τον δέκατο πέμπτο μήνα της ζωής τους τα νήπια αρχίζουν να αρνούνται υποτυπωδώς κάποιες πληροφορίες, ενώ σε ηλικία τριών ετών φαίνεται πως έχουν ήδη την ευχέρεια να αναγνωρίζουν πότε πρέπει να εμπιστεύονται τυφλά μια οικεία σε αυτά πηγή πληροφοριών και αρχίζουν σταδιακά να επιδεικνύουν συνειδητά δυσπιστία, κυρίως αν η πηγή πληροφοριών τους αντιφάσκει με ό,τι ήδη γνωρίζουν.
Πάντως, η κρίσιμη και αποφασιστική περίοδος για τη διαμόρφωση των βασικών νοητικών μας εμμονών και των στάσεών μας ως ενηλίκων διαμορφώνεται κυρίως κατά την εφηβεία. Από τις πιο πρόσφατες, μάλιστα, έρευνες της γνωσιακής βιοψυχολογίας προκύπτει ότι δεν υπάρχει σαφής αιτιακή σχέση ανάμεσα στο επίπεδο μόρφωσης ενός ατόμου και τον βαθμό ευπιστίας που επιδεικνύει!
Και, απ’ ό,τι φαίνεται, οι πιο ακραίες περιπτώσεις ευπιστίας εκδηλώνονται από τα άτομα που, ενώ διαθέτουν μια έντονη φυσική περιέργεια για το περιβάλλον τους, λόγω της οικογενειακής, κοινωνικής και εκπαιδευτικής παράδοσης αδυνατούν να διαχειριστούν τις λεπτές εννοιολογικές-νοηματικές αποχρώσεις που επιβάλλει στην ανθρώπινη σκέψη η περίπλοκη πραγματικότητα. Με αποτέλεσμα κάποια από αυτά τα άτομα να εκδηλώνουν όχι απλώς μεγάλη ευπιστία, αλλά και έναν ειδικό τύπο ευπιστίας που οι ειδικοί περιγράφουν ως «αντίστροφη ευπιστία».
Πρόκειται για ακραίες μορφές ευπιστίας που παραδόξως μπορεί να οδηγήσουν στη σχεδόν απόλυτη δυσπιστία απέναντι σε κάθε νέα πληροφορία. Σε αυτή την περίπτωση, κάθε νέα και επαρκώς τεκμηριωμένη πληροφορία, εφόσον αντιφάσκει με ό,τι ήδη γνωρίζουν ή αποδέχονται αυτά τα άτομα, απορρίπτεται αυτομάτως χάρη στον προεγκατεστημένο μηχανισμό της «νοητικής ανοσίας», χάρη δηλαδή σε γνωστικά φίλτρα που έχουν διαμορφωθεί κατά το παρελθόν.
Συνεπώς, η «αντίστροφη ευπιστία» είναι το ακριβώς αντίθετο του δήθεν πολυπόθητου «κριτικού πνεύματος», αφού επιβάλλει την άρνηση κάθε νέας οπτικής γωνίας ή ανατρεπτικής πρακτικής, στο όνομα των παγιωμένων κοινωνικών-πολιτικών πεποιθήσεων και των γνωστικών προκαταλήψεών μας.
Η πανούργα διαχείριση της ανθρώπινης ευπιστίας
Η πιο διάσημη, διασκεδαστική και ανώδυνη περίπτωση μαζικής αποπλάνησης λόγω ευπιστίας είναι το περίφημο ραδιοφωνικό αστείο του Orson Welles, ο οποίος, το μακρινό 1938, έπεισε τους καλόπιστους Αμερικανούς ακροατές του ότι μόλις είχε ξεκινήσει η πλανητική αποβίβαση των Αρειανών, η μαζική επίθεση εχθρικών εξωγήινων όντων στον πλανήτη μας. Χιλιάδες εύπιστοι ακροατές εγκατέλειψαν πανικόβλητοι τα σπίτια τους, αναζητώντας απεγνωσμένα κάποια ασφαλή κρυψώνα.
Αυτό το φαινομενικά «αθώο» επεισόδιο, ωστόσο, μας αποκαλύπτει κάτι βαθύτατα ανησυχαστικό σχετικά με τις μαζικές υστερικές και ανεξέλεγκτες εκδηλώσεις πανικού που μπορεί να πυροδοτήσει η εσκεμμένη χειραγώγηση του ανθρώπινου φόβου. Οι παρανοϊκές σκέψεις και τα συναισθήματά μας δρομολογούνται από εγκεφαλικούς μηχανισμούς αξιολόγησης της πραγματικότητας που είναι συνήθως εντελώς αδιαφανείς στη συνείδησή μας.
Οποτε βλέπουμε, ακούμε ή διαβάζουμε κάποια πολύ ανησυχαστική πληροφορία, αυτή διατρέχει τους μαιάνδρους του εγκεφάλου μας πολύ ταχύτερα από τα δέκατα του δευτερολέπτου που απαιτούνται για να υπερβεί το κατώφλι της συνείδησης. Και τότε ένα μη συνειδητό προστατευτικό «γνωστικό φίλτρο» ενεργοποιείται και αποφασίζει -συνήθως πριν από εμάς για μας- ποιες πληροφορίες θα συγκρατήσουμε στον νου μας. Και τα κριτήρια αυτού του γνωστικού φίλτρου δεν είναι μόνο η αλήθεια και το ψεύδος των πληροφοριών, αλλά εξίσου -ή και πιο καθοριστική- είναι η λογική συνοχή του αφηγήματος, ο ρεαλισμός των εικόνων ή των ήχων και η ευλογοφανής δομή των παραπλανητικών πληροφοριών.
Η παμπάλαιη τέχνη της διανοητικής χειραγώγησης των ανθρώπων στηρίζεται ακριβώς σε αυτήν την άμεση και θεμελιώδη νοητική λειτουργία της διαισθητικής «αλήθειας». Για παράδειγμα, μια εικόνα ή ένα λεκτικό μήνυμα αναγνωρίζονται και αποτυπώνονται πολύ ευκολότερα (και ταχύτερα!) ως ήδη γνωστά και οικεία όταν διατυπώνονται με κάποια λογική συνοχή ή, εναλλακτικά, αν τονίζονται περισσότερο τα θετικά από τα αρνητικά τους στοιχεία.
Το στοίχημα του κάθε μεγάλου πολιτικού δημαγωγού και κάθε επιτυχημένου προπαγανδιστή ψευδών ειδήσεων συνίσταται ακριβώς στο να παρακάμψει το διανοητικό φράγμα του λεγόμενου «κοινού νου», που θα έπρεπε να αξιολογεί επιμελώς για να αποφασίζει για την αλήθεια ή το ψεύδος κάθε νέας εισερχόμενης πληροφορίας. Αν όμως μια ψευδής διαφημιστική είδηση ή πολιτική προπαγάνδα καταφέρει, μέσα από μια σειρά «νοητικά κόλπα», να ενεργοποιήσει επιλεκτικά ορισμένα νοητικά μας κέντρα και να παραπλανήσει ή να παρακάμψει κάποια άλλα, τότε οι περισσότεροι θεατές ή ψηφοφόροι -με ή παρά τη θέλησή τους- πέφτουν μοιραία θύματα της εγγενούς νοητικής ευπιστίας τους.