Καθώς ο Σ. απομακρυνόταν μέσα στη νύχτα έβλεπε στον καθρέφτη τις φλόγες να εξαπλώνονται σε την βίλλα και γλώσσες φωτιάς να ξεπηδάνε από τις καμινάδες και κάθε άλλο άνοιγμα που έβρισκαν, από τις χαραμάδες στα κεραμίδια της στέγης μέχρι την μισάνοιχτη πόρτα του κελαριού απ΄ όπου είχε μπει για να εκτελέσει την αποστολή του...Όπου το «εκτελέσει» περιγράφει με σχετική ακρίβεια και το είδος της αποστολής – ο Σ. ήταν αυτό που στην πιάτσα ονομάζουν «μηχανικό», κάποιος που έχει την ικανότητα να «μηχανεύεται» τρόπους για να βγουν από την μέση «εμπόδια» αλλά αυτή η έξοδος να φαίνεται σαν τραγικό ατύχημα. Και έτσι πριν από είκοσι λεπτά ένας μεγαλέμπορος ψυχών – κυρίως ανηλίκων από χώρες την Άπω Ανατολής – είχε την ατυχία να υποστεί ένα καρδιακό επεισόδιο την ώρα που συζητούσε με έναν επισκέπτη – τον Σ. – τις λεπτομέρειες μιας νέας «παραλαβής» και να πέφτοντας να ρίξει ένα αναμμένο κερί στο πανάκριβο περσικό χαλί που ήταν στρωμένο στην βιβλιοθήκη της βίλλας.
Μέχρι οι φλόγες να καταπιούν την βίλλα, το μόνο φως στην γύρω περιοχή προέρχονταν από το φεγγαρόφωτο και την αντανάκλασή του στο χιόνι. Καθώς ο Σ. απομακρύνονταν το χιόνι είχε πάρει ένα πορτοκαλί χρώμα από την ανταύγεια της φωτιάς και στο βάθος ήδη φαίνονταν οι μπλε λάμψεις από τα οχήματα της πυροσβεστικής. Προφανώς η βίλλα είχε σύστημα συναγερμού και οι σωματοφύλακες του «πελάτη» είχαν τρέξει από το βοηθητικό οίκημα, όπου ο «πελάτης » του είχε στείλει γιατί ήθελε η συνάντηση αυτή να γίνει χωρίς μάρτυρες – ένα τραγικό λάθος όπως θα συμφωνούσε και ο Σ.
Αλλά αυτό πλέον δεν τον ενδιέφερε, η αποστολή είχε αίσιο πέρας και το μόνο που έμενε ήταν να εισπράξει το υπόλοιπο της αμοιβής και να γυρίσει στην βάση του. Το ποσό θα του επέτρεπε να περάσει αρκετό καιρό χωρίς έγνοιες βιοπορισμού και να βάλει ένα μέρος στο κομπόδεμα που μάζευε για την μέρα που θα αποσυρόταν από την ενεργό δράση, και που πια δεν ήταν μακριά.
Προχώρησε με το αυτοκίνητο στον έρημο επαρχιακό δρόμο για μερικά χιλιόμετρα, έφτασε στο κλειστό βενζινάδικο – ήταν ήδη προχωρημένη η ώρα, άφησε το αυτοκίνητο στο πίσω μέρος με τα κλειδιά μέσα – θα το παραλάμβανε την άλλη μέρα ένας ανίδεος υπάλληλος της εταιρείας που το είχε ενοικιάσει, και προχώρησε προς ένα λοφάκι από χιόνι που από κάτω του διαγράφονταν η σιλουέτα ενός άλλου αυτοκινήτου, ενός SUV. Πριν το ξεκλειδώσει με το τηλεκοντρόλ έβγαλε από την τσέπη του ένα άλλο μηχάνημα, περίπου στο μέγεθος ενός κινητού, έκανε έναν κύκλο γύρο από το όχημα και κοίταξε τις ενδείξεις στην οθόνη. Αφού βεβαιώθηκε πως δεν τον περίμενε καμία «μηχανική» έκπληξη, ξεκλείδωσε την πόρτα του οδηγού, μπήκε μέσα και ψηλάφησε κάτω από την θέση του συνοδηγού. Βρήκε τον φάκελο με τα χαρτονομίσματα, και τα έλεγξε πρόχειρα στο φως του κινητού του. Ικανοποιημένος από το ποσό, βγήκε από το αυτοκίνητο, καθάρισε τα τζάμια από το χιόνι, ξαναμπήκε , άναψε την μηχανή και βγήκε στο δρόμο με κατεύθυνση στον αυτοκινητόδρομο. Άνοιξε το ραδιόφωνο και άφησε τον νου του να πλανηθεί στην χριστουγεννιάτικη μουσική του τοπικού σταθμού. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και όλα ήταν ήσυχα.
Προχωρώντας στον επαρχιακό δρόμο κοίταζε αφηρημένος τα φώτα από τα αγροκτήματα που ήταν σπαρμένα στα χωράφια και κάπου στο βάθος φαινόταν η ανταύγεια του φωτισμού μια κοντινής πόλης . Την προσοχή του τράβηξε ένα αχνό φως κάπου μπροστά του στην άκρη του δρόμου.
Παραξενεύτηκε – δεν θυμόταν να είχε δει σπίτι ή κανένα βενζινάδικο στον δρόμο – αλλά κοιτώντας καλύτερα διαπίστωσε πως το φως άλλαζε ένταση ρυθμικά. «Ένα αυτοκίνητο» σκέφτηκε «μάλλον έπαθε βλάβη, καλή τύχη…».
Δεν σκόπευε να σταματήσει προσπερνώντας το, αλλά πλησιάζοντας κάτι τον έκανε να διστάσει. Στο φως των προβολέων είδε έναν σχετικά νέο άντρα να είναι χωμένος σχεδόν μέχρι την μέση κάτω από το σηκωμένο καπό. Ασυναίσθητα φρενάρισε, σταμάτησε λίγο πιο πίσω από το χαλασμένο αυτοκίνητο, έσβησε τα φώτα, αφήνοντας όμως την μηχανή στο ρελαντί και πλησίασε τον άντρα.
– Υπάρχει πρόβλημα; ρώτησε.
– Αυτοκίνητο χάλασε, γυναίκα μου με μωρό, νοσοκομείο, του απάντησε εκείνος μιλώντας σπασμένα και με μια εντελώς ξένη, σχεδόν ακατάληπτη προφορά.
Ο Σ. κοίταξε τον νέο άντρα καλύτερα, «δεν χρειάζεται να ανοίξεις το στόμα σου για να καταλάβει κανείς ότι δεν είσαι από τα μέρη μας», σκέφτηκε.
– Από που είσαι, τι έχει το παιδί; τον ρώτησε.
– Παιδί γεννήθηκε στον δρόμο, απάντησε εκείνος, μια γυναίκα βοήθησε, ήξερε, αλλά παιδί άρρωστο, όλο κίτρινο, ανασαίνει δύσκολο, πρέπει νοσοκομείο, μου είπαν νοσοκομείο στην πόλη σε τριάντα χιλιόμετρα, αλλά αυτοκίνητο χάλασε, δεν ξέρω, δεν παίρνει μπροστά, κρύο, παιδί…
– Καλά, σταμάτα, το δικό μου αυτοκίνητο σας χωράει, φέρε το παιδί και την γυναίκα, σε μισή ώρα θα είμαστε στην πόλη, του είπε, πιάνοντας τον εαυτό του να μιλάει χωρίς σχεδόν να σκεφτεί τι λέει.
Ο νέος άντρας άνοιξε την πόρτα είπε κάτι σε μια εντελώς ξένη γλώσσα και από το αυτοκίνητο βγήκε μια νέα γυναίκα, μικροκαμωμένη – σχεδόν παιδί, κουκουλωμένη σε ένα παλτό που της έπεφτε τουλάχιστον δυο νούμερα μεγαλύτερο, κρατώντας στην αγκαλιά ένα κάτι τυλιγμένο σε κουβέρτες και πανιά – το μωρό.
Ο Σ. τους έβαλε γρήγορα στο πίσω κάθισμα, το SUV είχε χώρο – ο Σ. φρόντιζε πάντοτε να έχει ένα ευρύχωρο αυτοκίνητο, ώστε να μπορεί να περνάει σχετικά άνετα τις ώρες που καμιά φορά έπρεπε να περιμένει τον στόχο του, και ξαναβγήκε στο δρόμο. Πίσω του οι δυο γονείς συζητούσαν χαμηλόφωνα στην άγνωστη γλώσσα τους – εκείνος έμοιαζε να προσπαθεί να καθησυχάσει εκείνη και οι δυο τους σιγονανούριζαν το μωρό – ή ίσως και να προσεύχονταν.
Πράγματι η μικρή πόλη δεν ήταν μακριά, και για καλή τους τύχη βρέθηκε και ένας άνθρωπος εκείνη την ώρα στον δρόμο που είχε βγάλει τον σκύλο του για τον νυχτερινό περίπατο, για να τους δείξει τον δρόμο για το τοπικό νοσοκομείο που το διαχειριζόταν μια οργάνωση της καθολικής εκκλησίας – η πόλη δεν ήταν τόσο εύπορη ώστε να μπορεί να συντηρεί νοσοκομείο από τον δημοτικό προϋπολογισμό.
Μπαίνοντας η προϊσταμένη της νυχτερινής βάρδιας αντέδρασε άμεσα μόλις είδε το μωρό και την κατάσταση της μητέρας και η νεαρή οικογένεια εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού στα άδυτα το νοσοκομείου.
– Εσείς ποιος είστε; τον ρώτησε η προϊσταμένη, μπορείτε να μας δώσετε τα στοιχεία σας;
– Ξέρετε, απάντησε ο Σ. αμήχανα, εγώ δεν έχω σχέση, τους μάζεψα στη επαρχιακή οδό, μερικά χιλιόμετρα από εδώ, το αυτοκίνητό του είναι χαλασμένο στην άκρη του δρόμου, με παρακάλεσαν και το παιδί, είναι νύχτα, χειμώνας…
– Καλά, κατάλαβα, του είπε εκείνη, όμως κάποιος πρέπει να υπογράψει, είναι και το θέμα των εξόδων, είναι ασφαλισμένοι;
Ο Σ. ένιωσε να τον πιάνει πανικός. Συνειδητοποίησε ότι με αυτό που είχε κάνει κινδύνευε όχι μόνο να πέσει στα χέρια της αστυνομίας, που δεν αποκλείεται να είχε αρχίσει προληπτικά τις έρευνες για πιθανούς δράστες, αλλά κινδύνευε και η ίδια η ζωή του από τους «τεθλιμμένους συγγενείς» και βασικά η ίδια του η καριέρα, γιατί αυτό το βράδυ είχε κάνει λάθη που ούτε οι αρχάριοι δεν κάνουν – και για την αρχή είχε δείξει συμπόνοια…
– Ξέρετε, είναι περίπλοκο, είπε στην προϊσταμένη, πραγματικά δεν ξέρω ποιοι είναι και από που έρχονται, και για δικούς μου λόγους δεν θα ήθελα να μαθευτεί ότι τους έφερα – αν είναι θέμα χρημάτων, κατά τύχη έχω μαζί μου μερικά μετρητά, ήμουν εδώ για δουλειές, είμαι εξειδικευμένος τεχνίτης, και, ξέρετε, πως είναι, πληρώνομαι μετρητά, η εφορία, ο ΦΠΑ… τέλος πάντων, αν σας έδινα κάτι για τα έξοδα, μου φαίνεται πως αυτοί δεν θα μπορέσουν να πληρώσουν, και αν έκανα μια μικρή δωρεά για το νοσοκομείο, θα μπορούσατε.. απλά να ξεχάσετε εμένα και την παρουσία μου εδώ; – και λέγοντας αυτά έβγαλε τον φάκελο που είχε βρει στο βενζινάδικο.
Η προϊσταμένη τον πήρε, τον άνοιξε, έριξε μια ματιά που την έκανε να ανασηκώσει τα φρύδια της, έβγαλε από μέσα μια δεσμίδα, του την έδωσε, έκλεισε τον φάκελο, άνοιξε ένα μικρό χρηματοκιβώτιο που ήταν εντοιχισμένο στο γραφείο της και τον έβαλε μέσα.
– Ευχαριστούμε, του είπε, κάνατε μια καλή πράξη σήμερα, δεν ξέρω τι αμαρτίες ξεπλένετε, αλλά να είστε σίγουρος ότι σήμερα ίσως καταφέρατε να μειώσετε λίγο το βάρος που τραβάει την ψυχή σας στην άβυσσο.
Εκείνη την στιγμή ένας νοσηλευτής βγήκε από την πόρτα που είχε καταπιεί την οικογένεια ψιθύρισε κάτι στο αυτί της προϊσταμένης και ξαναμπήκε στο άδυτο.
– Ο συνάδελφος μου είπε ότι το ξεπέρασαν το πρόβλημα, ήταν κάτι στην καρδιά αλλά ευτυχώς όχι πολύ σοβαρό, ευτυχώς το χειρουργείο μας μπορεί να κάνει και παιδοχειρουργικές επεμβάσεις και δεν χρειάζεται να στέλνουμε όλα τα περιστατικά στην πρωτεύουσα της κομητείας, του είπε χαμογελώντας.
Ο Σ. κοίταξε μηχανικά το μεγάλο ρολόι στην κεντρική αίθουσα του νοσοκομείου. Περασμένες πέντε, σε λίγο θα ξημέρωνε – πως πέρασε η ώρα;
– Μπορώ να τους δω πριν φύγω; την ρώτησε.
– Γρήγορα και από έξω από το δωμάτιο, του είπε εκείνη, με ένα συνομωσιολογικό χαμόγελο, όπου να’ναι έρχεται η πρωινή βάρδια και όπως μου είπατε δεν θέλετε να μάθει κανείς την παρουσία σας εδώ…
Τον οδήγησε σε έναν διάδρομο και σταμάτησαν μπροστά σε μια πόρτα με ένα σχετικά μεγάλο παράθυρο. Ο Σ. του είδε εκεί, στο δωμάτιο, την νέα μητέρα να κοιμάται αποκαμωμένη κρατώντας στην αγκαλιά της το μωρό που στο κεφαλάκι του ήταν στερεωμένη η βελόνα του ορού, ενώ ο πατέρας τους κοίταζε με δέος κα ευγνωμοσύνη κουλουριασμένος σε μια πολυθρόνα πλάι τους. Και οι τρεις ήταν λουσμένοι στο ασθενικό φως μιας εντοιχισμένης λάμπας, που όμως έδινε στην σκηνή έναν απόκοσμο και παράξενα γαλήνιο χαρακτήρα.
Ο Σ. τους κοίταξε σιωπηλός μερικά λεπτά, ύστερα γύρισε απότομα και κατευθύνθηκε με γρήγορα βήματα προς την έξοδο χωρίς να αποχαιρετήσει την προϊσταμένη.
– Καλό ταξίδι και ευχαριστούμε, του φώναξε αυτή, ο Θεός να σας οδηγεί και στο μέλλον…
Μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε μπροστά την μηχανή και κατευθύνθηκε προς τον επαρχιακό δρόμο που θα τον έβγαζε στον αυτοκινητόδρομο. Είχε αρχίσει να χαράζει και ο ουρανός είχε καθαρίσει από τα σύννεφα. Γύρω του απλωνόταν η πεδιάδα κάτω από το άσπρο πάπλωμα του χιονιού. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε πάρει τον ίδιο δρόμο που θα τον έφερνε στο σημείο που είχε περιμαζέψει την οικογένεια. Νευρίασε, ακόμα μια αβλεψία που ίσως του κόστιζε ακριβά, ίσως θα έπρεπε να αποτραβηχτεί πλέον από το επάγγελμα. Δεν θα του συγχωρούσε ακόμα ένα τέτοιο λάθος.
Φτάνοντας στο σημείο που είχαν αφήσει το χαλασμένο αυτοκίνητο, ο Σ. κοίταξε απορημένος την άκρη του δρόμου: Το αυτοκίνητο είχε εξαφανιστεί – όχι δεν είχε εξαφανιστεί, το χιόνι ήταν άθικτο, ούτε σημάδια από τις ρόδες του δικού του αυτοκινήτου, ούτε σημάδια από βήματα, τίποτα. Προσπάθησε να ηρεμήσει και συνέχισε την πορεία του. Έφτασε στον αυτοκινητόδρομο, αλλά ένα παράξενο συναίσθημα δεν έλεγε να τον αφήσει.
Στον πρώτο σταθμό ανεφοδιασμού που βρήκε σταμάτησε, βγήκε από το αυτοκίνητο και πήγε σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Ευτυχώς στην επαρχία οι τηλεφωνικοί κατάλογοι δεν είχαν εξαφανιστεί και έτσι βρήκε το τηλέφωνο του νοσοκομείου. Έριξε μερικά κέρματα στο μηχάνημα και χτύπησε τον αριθμό.
– Νοσοκομείο Καρμηλιτών, χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα, τι μπορώ να κάνω για σας ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής…
– Καλημέρα, εεε καλά Χριστούγεννα, με λένε Π. οδική βοήθεια, χθες το βράδυ σας έφεραν μια οικογένεια, δυο νέα παιδιά, ξένοι, με το μωρό τους, ένα επείγον περιστατικό, τι έγινε, είναι ακόμα εκεί; μου είπαν ότι θα βρω το αυτοκίνητό τους στον επαρχιακό για το ρυμουλκήσω, αλλά στο σημείο δεν υπάρχει τίποτα, τι να κάνω;
– Δεν είχαμε κανένα τέτοιο περιστατικό χθες το βράδυ, του απάντησε η φωνή, η νύχτα ήταν ήρεμη – δηλαδή όχι και τόσο ήρεμη, γιατί μια καλή ψυχή μας άφησε έναν φάκελο με ένα μεγάλο ποσό ως δωρεά για το νοσοκομείο μας. Παράξενο, γιατί στις μέρες μας κάτι τέτοια θαύματα σπανίζουν αν και χθες ήταν η Νύχτα των Χριστουγέννων, οπότε, ναι, γίνονται και θαύματα…
– Ναι, θαύματα, ψέλλισε ο Σ. στο ακουστικό, Καλά Χριστούγεννα, είπε λίγο πιο δυνατά και έκλεισε.
Μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε μπρος την μηχανή και άνοιξε το ραδιόφωνο. Ο χώρος γέμισε με χριστουγεννιάτικες μελωδίες. Ξαναβγήκε στον αυτοκινητόδρομο. Δεν τον ένοιαζε πια που θα πήγαινε, ούτε τι του φύλαγε το μέλλον, ήξερε όμως ότι δεν θα γύριζε στην ζωή που είχε αφήσει πίσω του.