-Που είσαι ρε μπαγάσα; γύρισα το κεφάλι, -Ασαντούρ! κέρωσα, τον έβλεπα μπροστά μου με το γκρίζο του τουίντ σακάκι και το πουκάμισο ανοιχτό, -Πώς; πώς είσαι εσύ εδώ; ρώτησα αμήχανος, φαινόταν λίγο γκρίζος, σαν παλιωμένο ασπρόμαυρο, -Μόλις ήρθα απ’ την εξορία, μου λέει, μας άφησαν δεν είχε νόημα πια. -Εξορία; Τί λες; Τί εξορία; -Άσε! από συνήθεια ξαναπήγαμε, λάθος, όλα λάθος! βρήκα και τον πατέρα σου αυτή τη φορά, βγήκε κι αυτός απόψε αλλά θα πήγαινε Αγρίνιο, στα μέρη σας, δεν ήξερε ότι είσαι εδώ.
Σηκώθηκα να τον αγκαλιάσω, μένει ακίνητος, βλέμμα κενό, τον σφίγγω, τρίζει, χαρτί λεπτό και τσαλακώθηκε σαν τσιγαρόχαρτο όλος, έμεινα εκεί, τι κάνουμε τώρα αναρωτιόμουν κι ήμουν μόνος, σαν να με διώχναν, σαν να έκλεινε το μαγαζί, ξύπνησα ζαλισμένος με μια περίεργη ομορφιά θαμπή στα μάτια… κι η ομορφιά είναι μνήμη… μνήμη αλλοπρόσαλλη.
Σ.Δ. Ο Ασαντούρ Μπαχαριάν (1924 -1990) ήταν σύγχρονος Έλληνας ζωγράφος, αρμενικής καταγωγής. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής και ανέπτυξε σημαντική πολιτιστική δράση για περισσότερες από τρεις δεκαετίες. Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση και λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, παρέμεινε πολιτικός κρατούμενος έως το 1960.
Μετά την αποφυλάκισή του παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση (1961, Ζυγός) με έργα που ζωγράφισε στη φυλακή και απεικόνιζαν με σκοτεινά χρώματα απλές σκηνές από την καθημερινή ζωή των κρατουμένων. Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974, παρουσίασε μια έκθεση «αφιερωμένη στον άγνωστο πολιτικό κρατούμενο», που προκάλεσε αίσθηση. Επρόκειτο για ελαιογραφίες, όπου τα θέματα της παλιάς του ζωγραφικής αποδόθηκαν μέσα από μια νέα οπτική και με διαφορετική χρωματική επεξεργασία, σαν συμβολικές αναφορές κατά στο απολυταρχικό καθεστώς.