Τετάρτη, 27 Απριλίου 2022 17:11

Πως μπορεί να βοηθήσει η αρχιτεκτονική στο να ομορφύνουν οι πόλεις μας και να ανέβει η ποιότητα της ζωής μας;

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

papaioannou-pinakasΣ.Δ. Σε όλες τις πόλεις που έχω περπατήσει πάντα έχω έρθω σε επαφή με μέρη τους που αβίαστα νιώθω μία αγαλλίαση που ξεκινά από τα μάτια μου και φτάνει μέχρι τα ενδότερα του μέσα κόσμου μου. Κάθε φορά η κύρια αιτία αυτής της ευχαρίστησης έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως είναι η ομορφιά των κτιρίων και των χώρων που τα περιβάλλουν και η θέα που προσφέρουν. Οι πλατείες, τα πάρκα, τα άλση οι δρόμοι και οι φωτισμοί συνεισφέρουν κι αυτά με το αρμονικό δέσιμό τους και τη λειτουργική δυναμική τους στο να αισθάνομαι να ανθίζουν μέσα μου κάποια από τα καλά στοιχεία μου. Δυστυχώς ελάχιστους από τέτοιους χώρους έχω συναντήσει στην χώρα μας, ενώ αφθονούν στις άλλες χώρες που έχω επισκεφτεί. Είναι ένα θέμα αυτή η διαφορά που βγάζει μάτι και που είναι εναντίον μας. 

Με όσα έχω αντιληφθεί τα χρόνια που μ'έχει απασχολήσει ερασιτεχνικά η βασική αιτία αυτής της βίαιας ασχήμιας έχω καταλήξει στο ότι σ'αυτήν την χώρα η αρχιτεκτονική βρίσκεται υπό διωγμό. Πρωτοστατούν οι κρατικές υπηρεσίες κι οργανισμοί σε όλο το φάσμα του δημόσιου τομέα που πάνε χέρι με χέρι με τον ιδιωτικό τομέα. Και στο κατόπιν μια πλειονότητα πολιτών που ακόμα κι όταν έχουν τα μέσα θεωρούν την αρχιτεκτονική ως μία υποδεέστερη τέχνη. 

Από αυτούς που υποστηρίζουν δημόσια  παρόμοιες απόψεις και με τα άρθρα τους αλλά βεβαίως πολύ καλύτερα και συγκροτημένα, ως ειδικοί που είναι, ένας που τυχαίνει να τον διαβάζω που και που είναι ο ομότιμος καθηγητής της σχολής αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ Τάσης Παπαϊώαννου, του οποίου ένα τελευταίο άρθρο του ακολουθεί . Σ'αυτό αποφαίνεται ότι η ποιότητα της αρχιτεκτονικής δημιουργίας εξαρτάται άμεσα από τη γενικότερη πολιτισμική στάθμη της κοινωνίας.

Το τι μπορεί τώρα να ανεβάζει σταθερά τον πήχη της πολιτισμικής στάθμης της κοινωνίας είναι πολύ κοντά στην παροιμία άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλοι δεν έχουν τη ευθύνη, ο κάθε πολίτης από το πόστο του, να βάζει το χεράκι του για να προκύπτει σιγά σιγά στα περίξ που ζεί κι εργάζεται ο καθένας μια βελτίωση της γενικότερης πολιτισμικής στάθμης. Το κακό, που κύριος είδε πως μπορεί να παλευτεί, είναι ότι τα κανάλια κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να την κατεβάζουν.   

Σ'αυτό πάντως που έχω καταλήξει είναι πως για να βελτιωθεί σ'αυτόν τον τομέα η περιρρέουσα ατμόσφαιρα με στόχο να ομορφύνουν οι πόλεις μας και να αποκτήσουν το αναγκαίο για την εποχή μας οικολογικό στίγμα, για να γίνουν εν τέλει πιο ανθρώπινες, την κύρια ευθύνη την έχουν οι αρχιτέκτονες, ατομικά και συλλογικά, και ακολουθούν τα κόμματα, οι παντός τύπου οργανισμοί και υπηρεσίες και η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Σε όλους αυτούς τους φορείς έχουμε πιο συγκεκριμένα στο μυαλό μας εκείνα τα στελέχη τους που παίρνουν τις σχετικές αποφάσεις και φτιάχνουν τις μελέτες και τα σχέδια. Τέτοιοι άνθρωποι σε χώρες του εξωτερικού φαντάζομαι ότι το πάλεψαν κι έφτιαξαν περιοχές που τις ζηλεύεις ακόμα και σήμερα, ακόμα κι όταν στον καιρό τους το κλίμα ήταν εχθρικό. 

Η αρχιτεκτονική στη δίνη του κατεστημένου, του Τάση Παπαϊωάννου. 

Η αρχιτεκτονική χρόνια τώρα δεινοπαθεί στη χώρα μας. Ουδέποτε βρήκε τη θέση που της αρμόζει και της αξίζει, ως σημαντική πολιτιστική συνιστώσα. Πάντοτε βρισκόταν στο περιθώριο, στη σκιά, στην αφάνεια. Μάταια η πλειονότητα των Ελλήνων αρχιτεκτόνων προσπαθεί να αντιστρέψει αυτή την κατάσταση και να διαμορφώσει καλύτερες συνθήκες άσκησης του επαγγέλματός τους. Προσκρούει όμως πάνω σε ανυπέρβλητα εμπόδια, στο αδιαπέραστο τείχος που λέγεται ελληνική πραγματικότητα.

Αναμφίβολα, η ποιότητα της αρχιτεκτονικής δημιουργίας εξαρτάται άμεσα από τη γενικότερη πολιτισμική στάθμη της κοινωνίας. Δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδεσμευτεί από το κοινωνικό γίγνεσθαι, αφού η αρχιτεκτονική αυτό εκφράζει ως χτισμένο περιβάλλον, αυτό αποτυπώνει στον χώρο και τον χρόνο: τον τρόπο που ζούμε και συμπεριφερόμαστε. Μ’ αυτή την έννοια δεν είναι ποτέ ουδέτερη, αλλά αποκαλύπτει πάντοτε τις συνθήκες που τη γέννησαν. Είναι συνεπώς κυρίως ο εργοδότης (ιδιώτης ή Δημόσιο) αυτός που προδιαγράφει το ιδεολογικό, κοινωνικό και ταξικό της πρόσημο.

Από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, η «επίσημη» αρχιτεκτονική στον τόπο μας ακολουθούσε πιστά το δυτικό πρότυπο. Μιμούνταν, ως επί το πλείστον, άκριτα τα ευρωπαϊκά παραδείγματα εξυμνώντας το ξενόφερτο, ενώ την ίδια στιγμή η λαϊκή αρχιτεκτονική απαξιωνόταν ή αναδεικνύονταν μόνο τα φολκλορικά χαρακτηριστικά της, μέσω μιας ρομαντικής διάθεσης «επιστροφής στις ρίζες». Οι Έλληνες αρχιτέκτονες βρίσκονταν έτσι πάντοτε αντιμέτωποι με το ψευτοδίλημμα τοπικισμός ή διεθνισμός και η διαδρομή τους έμοιαζε με το πέρασμα του στενού ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη.

Στην πραγματικότητα οι αρχιτέκτονες ουδέποτε κατορθώσαμε να πείσουμε τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα για την αδήριτη ανάγκη της τέχνης και της επιστήμης μας. Αντίστοιχα, το ελληνικό Δημόσιο και οι κρατικές υπηρεσίες αντιμετώπιζαν την αρχιτεκτονική ως αχρείαστη πολυτέλεια και ενοχλητικό εμπόδιο στους σχεδιασμούς τους. Αν εξαιρέσει κανείς μια μικρή περίοδο του Μεσοπολέμου και της δεκαετίας του ’60, όπου πραγματοποιήθηκαν κάποια αξιόλογα κρατικά προγράμματα (σχολικά και νοσοκομειακά συγκροτήματα, εργατικές και προσφυγικές κατοικίες, τουριστικά καταλύματα), το Δημόσιο στην ουσία λειτούργησε υπονομευτικά και όχι ως αρωγός της αρχιτεκτονικής.

Απ’ ευθείας αναθέσεις αντικατέστησαν τη διαδικασία των πανελλήνιων αρχιτεκτονικών διαγωνισμών. Βραβευμένες μελέτες ουδέποτε υλοποιήθηκαν και πάμπολλες φορές παρακάμφθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες, προκειμένου να χτιστούν στη θέση τους άλλα κτίρια, σχεδιασμένα από μελετητές που είχαν πολιτικές ή άλλες διασυνδέσεις με τους κρατούντες. Η κακοδαιμονία αυτή συνεχίζεται αμείωτη μέχρι τις μέρες μας, με τα παραδείγματα τέτοιων απαράδεκτων διαδικασιών να αποτελούν δυστυχώς τον κανόνα και όχι τις εξαιρέσεις. Η αρχιτεκτονική του κατεστημένου διαφημίζεται, προωθείται και χτίζεται διαχρονικά στη χώρα μας, διαμορφώνοντας και επιβάλλοντας τα πρότυπά της στην ελληνική κοινωνία.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, σήμερα βλέπουμε και ιδιώτες με προκάλυμμα διάφορα πολιτιστικά ιδρύματα να επεμβαίνουν και να προωθούν ανερυθρίαστα, με τις ευλογίες της ηγεσίας του ΥΠΠΟΑ, τις δικές τους προτάσεις και τους δικούς τους μελετητές, ακόμη και για δημόσια έργα που επιλέχθηκαν μέσω διεθνών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, όπως το Μουσείο Ενάλιων Αρχαιοτήτων στο λιμάνι του Πειραιά. Η αρχιτεκτονική έτσι, για άλλη μία φορά, εκφράζει ολοφάνερα την ταξική της προέλευση και στόχευση. Η διαπλοκή και οι δημόσιες σχέσεις έχουν απλωθεί σαν γάγγραινα παντού, ενώ το Δημόσιο απώλεσε τον κοινωνικό του ρόλο και υποτάχθηκε πλήρως στις επιταγές και τα συμφέροντα του ιδιωτικού.

Ενας διαχρονικός επαρχιωτισμός χαρακτηρίζει έντονα τις επιλογές και τις αποφάσεις τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα, σε ό,τι αφορά σημαντικά αρχιτεκτονικά έργα. Εμβληματικά κτίρια ανατίθενται με απ’ ευθείας αναθέσεις σε ξένους star-architects, ενώ οι Ελληνες αρχιτέκτονες μηχανικοί αγνοούνται επιδεικτικά και σπρώχνονται στο περιθώριο. Χαρακτηριστική κι εδώ είναι η τελευταία πρωτοφανής και προκλητική μεθόδευση για τη μελέτη επέκτασης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, η οποία αποτελεί το αποκορύφωμα της απαξίωσης και υπονόμευσης του πολύπαθου θεσμού των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών. Η ξενομανία συνεχίζει ακάθεκτη να καταδυναστεύει το παρόν μας σαν εφιάλτης, ενώ την ίδια στιγμή η νεοελληνική αρχιτεκτονική υποτιμάται, υποβαθμίζεται και θεωρείται υποδεέστερη, μπροστά στην υποτιθέμενη υπεροχή των ξένων αρχιτεκτόνων.

Δυστυχώς, ολοένα και περισσότερο, το τελευταίο διάστημα, το υπουργείο Πολιτισμού μετατρέπεται σε υπουργείο «βαρβαρότητας και απαιδευσιάς», το οποίο προσβάλλει αντί να στηρίζει τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας. Μια απλή σύγκριση του πώς αντιμετωπίζει η ελληνική πολιτεία την αρχιτεκτονική σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες αρκεί για να καταδείξει την ανύπαρκτη ανάδειξη και προώθηση του έργου των Ελλήνων αρχιτεκτόνων τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η Ελλάδα ήταν και συνεχίζει –δυστυχώς– να είναι εισαγωγέας και μεταπράτης αρχιτεκτονικών προτύπων και πολιτισμού. Η εσωστρέφεια υπονομεύει, κατατρώγει και εκμηδενίζει ό,τι σημαντικό πάει να ανθήσει σ’ αυτόν τον τόπο ή όπως έλεγε ο Σεφέρης, «… στην Ελλάδα όπου καταστρέφουν τα πάντα σαν τις ακρίδες».

Την ίδια ώρα, οι νέοι ταλαντούχοι αρχιτέκτονες και αρχιτεκτόνισσες πνίγονται μέσα στο τέλμα της ζοφερής καθημερινότητας των «τακτοποιήσεων και νομιμοποιήσεων». Τα όνειρα και οι προσδοκίες τους συνθλίβονται στα γρανάζια της ελληνικής γραφειοκρατίας, ζώντας διαρκώς στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού και στον εφιάλτη της ανεργίας. Η δημόσια κριτική είναι σχεδόν ανύπαρκτη και όσες κριτικές εμφανίζονται είτε αποσιωπώνται και καταχωνιάζονται είτε καλύπτονται επιδέξια κάτω από τον μανδύα ενός ανούσιου και άκαρπου καθωσπρεπισμού. Δεν συζητάμε πια μεταξύ μας οι αρχιτέκτονες, αλλά δεν συζητάμε ούτε και με την ελληνική κοινωνία που τόσο την έχουμε ανάγκη. Μόνο αν απλωθεί η αρχιτεκτονική σε ολόκληρη την κοινωνία θα μπορέσουμε να πατήσουμε στο δικό μας σταθερό έδαφος και να πραγματοποιήσουμε το μετέωρο αλλά τόσο αναγκαίο και ελπιδοφόρο βήμα προς το μέλλον.

Πηγή:  efsyn.gr/nisides  

Ενισχυτικά για όσους ενδιαφέρονται   Κάν’ το όπως η Κύπρος  μία συνέντευξη της Βασιλικής Τσεβελέκου από την αρχιτέκτονα, καθηγήτρια στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και βραβευμένη με το Α΄ βραβείο στον διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για το Νέο Κυπριακό Μουσείο, Θεώνη Ξάνθη, μας εξηγεί πώς εξελίχθηκε η διαδικασία στην Κύπρο και πώς, κόντρα σ’ αυτό το επιτυχημένο παράδειγμα, εδώ, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, βρέθηκε στη δίνη ενός... κυκλώνα που απέκλεισε τη συμμετοχή των Ελλήνων αρχιτεκτόνων.

Τελευταία τροποποίηση στις Πέμπτη, 28 Απριλίου 2022 15:35
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση