Αν όμως είχες φροντίσει και είχες αποθέματα οξυγόνου κάποια στιγμή ξεμύτιζες στην επιφάνεια και ριχνόσουνα πάλι από την αρχή στο μαγγανοπήγαδο. Μερικές φορές αν προλάβαινες, πριν να σε ρουφήξει η άμμος, πιανόσουν από έρωτες δροσουλίτες, από τη δουλειά σου καψοχαρά σου, από φίλους παινεμένους και από της τέχνης τον αέρα τον κοπανιστό.
Εκείνη λοιπόν την περίοδο διάβαζες ψιθυριστά κάτι έρημα βράδια έναν ποιητή που ήρθε κι έδεσε με το δικό σου δεν έχει δρόμο να διαβώ σοκάκι να περάσω. Αυτός ήταν ο Βύρων Λεοντάρης. Η αλήθεια είναι ότι σου στάθηκε με τους στίχους του τα χρόνια εκείνα τα φρικτά τ'απ’έξω κούκλα κι τ'από μέσa πανούκλα, όπου το μέτρο σχεδόν όλων σας ήταν η ευζωία και η άνοδος με κάθε μέσον, με κάθε τίμημα, χαλασμένοι, ε χαλασμένοι. Σου στάθηκε παραμερίζοντας τα επίπλαστα την ώρα που αναμετριόταν στο σύνορο του ζήσε για τη ζωή σου και του επινόησε με λέξεις τον εαυτό σου εξ αρχής.
Χθες Τετάρτη 6/8/14 με το καλημέρα σας, σταμάτησε η καρδιά του κι ο 82χρονος Λεοντάρης, που ζούσε χρόνια στην Καισαριανή μαζί με τη γυναίκα του την ποιήτρια Ζέφη Δαράκη, χάθηκε δια παντός. Απ’έδώ και πέρα μια τζούρα του Λεοντάρη θα ζει στους στίχους του και στην μνήμη όσων θα έχουν λόγους να τον θυμούνται, όπως λόγου χάρη ο γιος του ο Γιάννης.
Άλλη μια φορά, εξ αιτίας μιας φωτογραφίας, έγραψες κάτι για τον Λεοντάρη. Πατώντας εδώ θα εμφανιστεί αυτό το εννιαμηνήτικο άρθρο.
Να προσθέσουμε ότι για μισό αιώνα, εκτός από ποιήματα, ο Λεοντάρης έγραφε και άρθρα, δοκίμια και μελέτες. Το 1997 βραβεύτηκε με το Κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή του «Εν γη αλμυρά». Στίχοι του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά στ’ αγγλικά και στα τούρκικα. Πρωτοεμφανίστηκε στα λημέρια της ποίησης το 1954 με τη συλλογή «Γενική Αίσθηση» και σιγά σιγά σταμάτησε να δουλεύει ως δικηγόρος και αφιερώθηκε στα ποιήματα.
Ο Λεοντάρης με τα ποιήματά του έφτιαξε ένα δικό του σύμπαν, όπου όταν έπιανε πάτο και κινδύνευε να πάει από ασφυξία, ασυναίσθητα άνοιγε πόρτες και παράθυρα και κάποιο θαύμα από του κόσμου τα ρίσκα του έδινε το φιλί της ζωής. Άλλοτε πάλι, που κάλπαζε πασίχαρης ο κόσμος για μια τρύπα στο νερό κι έπεφτε πάνω του σε χρόνους που τα είχε βάψει μαύρα, από τη σύγκρουση αυτή όλα γύρω του αποκτούσαν ένα τρομακτικό βάθος απ’όπου ανάβλυζε γάργαρη η ζωή. Ποιητής του εσωτερικού χώρου ήταν ο Λεοντάρης, άντε το πολύ πολύ καμιά φορά έβγαινε και στο μπαλκόνι. Όμως στο σπίτι του όλα ήταν ορθάνοιχτα και έτσι οι αέρηδες πηγαινοερχόντουσαν μεταφέροντας μηνύματα από τον άλλο εαυτό του. Αυτόν που εκτείθετο στους καθημερινούς πολέμους των δρόμων. Όταν όλοι έγραφαν σε ελεύθερο στίχο για τις καταδίκες τους, τις ενοχές τους και τις φτου ξελευτερίες τους, αυτός έπαιζε και με την ομοιοκαταληξία και με τον ελεύθερο, οδηγούμενος κάθε φορά από το ισχυρό του ποιητικό του ένστιχτο. Τίποτα άλλο; Τίποτα, και πολλά είπα.
Στους θανάτους μια ευχή που θυμάμαι ότι σ’αρέσει να δίνεις είναι « και κοίταξε, φρόντισε εκεί κάτω να το κάνεις θερινό μαζί με τους πέντε Έλληνες στον Άδη, εντάξει δικέ μου; ». Εξακολουθεί να σ'αρέσει;
Εις μνήμη τρία ποιήματά του
Απόσπασμα από το Λίζα Κ….από τη συλλογή ΚΡΥΠΤΗ ( 1968)
- Η ηλικία είναι η σκόνη της ζωής επάνω μας
κάθε που σμίγουν τα κορμιά σηκώνεται σαν σύννεφο τριγύρω,
μας στριφτοτυλίγει και μας πνίγει
τι άλλο απ’αυτό θα μάθουμε ποτέ
γιατί λοιπόν τρομάζουμε μπρος σ’ένα γερασμένο πρόσωπο;
- Τρομάζουμε όχι γι’αυτό που κάποτε υπήρξαμε
αλλά γι’αυτό που δεν υπήρξαμε
……..
Πως μπόρεσαν αιώνες τώρα
να συμβιβάζονται οι άνθρωποι με πορτρέτα;
Τι ακρωτηριασμός, τι αφαίρεση – και να σκεφτείς,
τα μάτια που μ’ατένισαν
τα δάκτυλα που με ζωγράφισαν
μ’αγάπησαν μ’αγάπησαν στ’αλήθεια.
Όμως τι έμεινε από μένα, τι έσωσαν,
τι μπόρεσαν να σώσουν;
…..
Ω ανεξιχνίαστη αίσθηση
Ζωή που δε θα γίνεις τέχνη….
Τίποτα δεν γυρεύω να σωθεί
Κι ούτε είναι σωτηρία η τέχνη.
Να ζήσουμε χωρίς φτιασίδια δίχως εκμαγεία
Να ζήσουμε να ζήσουμε
- η τέχνη μαρτυράει μόνο γι’αυτό που πια σχεδόν έχει πεθάνει
είναι και η ίδια ένα ψυχομαχητό.
ζήσαμε για πολύν καιρό μαζί – μετά χαθήκαμε
θόλωσε ή αίσθηση του κόσμου, μας χώρισαν
ξενιτεμοί, εξορίες, φυλακές,
και τ’άλλα βάσανα της σάρκας και του νου…
Τώρα κάθομαι εδώ μονάχη, καταπίνοντας το κατακάθι της
φωνής μου
καμιά φορά ένα αίσθημα παράξενο με πνίγει
σαν κάτι μέσα μου να καίγεται –
όμως κι αυτό για λίγο μόνο, έπειτα περνάει.
- Εσύ μονάχα μίλα μου για το αύριο
δεν θέλω πια ν’ακούω γριές μάντισσες
πες μου, αν θα βγούμε περίπατο,
πως δε θα πέσει επάνω μας αιμόφυρτο τ’απόγεμα
πές μου για την μελλοντική μορφή του σώματός μου
πές μου πως δε θα γίνω λήκυθος…
ΧΙ και V από το « Έτσι που τραύλισα…» της συλλογής « Εν γη αλμυρά» - 1966.
«Δεν είμαστε ποιητές» σημαίνει φεύγουμε
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα
παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους…
Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους…
Έ, ναι λοιπόν, αυτό σημαίνει
πέσαμε σε κακούς καιρούς και μέρες οργισμένες
χάνουμε τους δικούς μας και μας χάνουν
τρικυμισμένο μας αρπάει το χωματένιο πέλαγος.
Αλλιώς θαρρούσαμε το τέλος
σκοπός που εκπληρώνεται ή (το ίδιο) ματαιώνεται
σκορπιός που μπήγει το κεντρί του στο κεφάλι του.
Δεν είχαμε υποψιαστεί τη φρίκη μιας συνέχειας
( πως γίνεται να έχει συνέχεια το τέλος;)
Αλλά, καταπώς φαίνεται, το τέλος έχει μόνο αρχή
και πώς να τα περάσουμε μη φτάνοντας ποτέ και πουθενά
Ήξεραν οι παληοί και προνοούσαν
να’ναι ελαφρύ το χώμα τους
φύλαγαν πάντα ένα λευκό σεντόνι στο σεντούκι
σιγύριζαν το μέσα τους, στόλιζαν τις ψυχές τους
ήξεραν να μοιρολογούν
εξοικειώνονταν με τους νεκρούς τα’λεγαν μεταξύ τους
στ’ονειρό τους
κι έπαιρναν από το χέρι τους το αντίδωρο του αγνώστου
κάθε που τους ξεπροβοδίζανε στου ξύπνου το κατώφλι
Κι εμείς τώρα δεν ξέρουμε ούτε που’ναι πεταμένα τα κόκκαλα
της μάνας μας…
Έχουμε αποκοπεί από τους πεθαμένους
δεν ακούγεται πια η φωνή τους μέσα στη φωνή μας
δεν ξέρουμε να κλάψουμε
πώς να φερθούμε μπρος στο θάνατο και τι να πούμε.
Στα ουράνια βάραθρα γκρεμοτσακίζονται τα λόγια μας
άδεια χελωνοκαύκαλα.
Σχόλια
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.