Με ώθησε ωστόσο να ξανασκεφθώ την κατάσταση η φορτισμένη εκκρεμότητα την οποία διεμόρφωνε ένα γενικευόμενο αίσθημα κατά της πολιτείας και της δικαιοσύνης της. Αντί να αναδύεται η αλήθεια στο φως, μένει πεισματικά στον βυθό.
Η ψυχική ταύτιση
Απόρροια μιας δικαιοσύνης η οποία αποφεύγει αντί να αποδίδεται ήταν, προϊόντος του χρόνου, η κοινωνία να ταυτισθεί ψυχικά με τους γονείς και τους συγγενείς των θυμάτων στην οδύνη τους και να δημιουργηθεί ένα κλίμα καθολικής σχεδόν απαξιώσεως του πολιτικού συστήματος αλλά και του ίδιου του θεσμού της δικαιοσύνης, κλίμα το οποίο έγινε εντονότερο μετά τη γνωστοποίηση του περιβόητου «πορίσματος».
Θα αρκούσε ενδεχομένως η μεταβολή της αρχικής μου εκτιμήσεως, εάν μια αδιόρατη παρώθηση δεν μ’ έκανε να πάρω και να ξαναδιαβάσω, σαν να περίμενα κάτι, την Αντιγόνη του Σοφοκλέους. Η ανάγνωση του έργου έδωσε καρπούς. Ενιωσα το δράμα του 5ου π.Χ. αιώνος να τροφοδοτεί πνευματικά τις σκέψεις μου για το αιματηρό δυστύχημα και να αγγίζει τις απώτερές του συνέπειες. Τα σημαδιακά –συμβολικά ή πραγματικά– γεγονότα, εάν δεν διδασκόμαστε από αυτά αναπαράγουν, χωρίς να μας ρωτούν, τη μοίρα που κουβαλούν επάνω τους.
Η Αντιγόνη αρχίζει την επομένη του θανάτου των Ετεοκλή και Πολυνείκη, γιων του Οιδίποδος και αδελφών της Αντιγόνης και της Ισμήνης. Τα δύο παλικάρια σκοτώθηκαν μεταξύ τους μπροστά στα τείχη των Θηβών, μαχόμενοι για την κυριαρχία της πόλεως. Ο πρώτος υπερασπιζόταν την πατρίδα του, ενώ ο δεύτερος προσπαθούσε να την κυριεύσει με τη βοήθεια ξένων συμμάχων του. Ο Ετεοκλής έπρεπε να ταφεί στη Θήβα με τιμές ως υπερασπιστής της. Ο Πολυνείκης, καίτοι εχθρός, θα μπορούσε επίσης να ταφεί εκεί, αφού ήταν η πατρίδα του, αλλά ο Κρέων, άρχοντας της πόλεως, διέταξε να μείνει άταφος, ώστε να ξεσκίσουν ατιμωτικά το σώμα του τα σκυλιά και τα όρνεα και τα υπολείμματα να σαπίσουν στον ήλιο. Μάλιστα έβαλε φρουρούς για να μην επιχειρήσει κανείς να το σκεπάσει με χώμα. Στην απόφασή του τον έσπρωξε η ύβρις της εξουσίας, η ανάγκη του να νιώθει απόλυτος κύριος και η αρχή του να εκτείνεται στους ίδιους τους θεϊκούς νόμους, οι οποίοι σαν άγραφα έθιμα απαιτούσαν να θάβονται οι νεκροί για να μην ατιμάζονται.
Το ερώτημα της Αντιγόνης είναι: Μπορεί το κράτος και οι νόμοι του να τίθενται πάνω και από τους νόμους των θεών, που σε κοινωνικό επίπεδο εκφράζουν οι άγραφοι εθιμικοί κανόνες, να διεκδικούν δηλαδή υψίστη ηθικήν αξία; Ο Σοφοκλής μετατρέπει δραματικά την απάντηση σε έως εσχάτων αναμέτρηση του Κρέοντος και της Αντιγόνης, καθώς στην εξωτερικότητα των ρόλων οι δύο πρωταγωνιστές διαφέρουν, αλλά στην εσωτερική τους συγκρότηση συμπίπτουν έως ταυτίζονται. Πρόκειται για άτομα με διαφορετικά «πιστεύω», άκαμπτους χαρακτήρες στην ψυχική τους επιταγή να πράξουν «ό,τι πρέπει». Κάτι το οποίο, τηρουμένων των αναλογιών, μπορεί να ισχύει τόσο για ένα σημερινό πρωθυπουργό, όπως ο κ. Μητσοτάκης, όσο και για τους γονείς και συγγενείς των θυμάτων στα Τέμπη.
Σύγκρουση κόσμων
Ο Κρέων, η Αντιγόνη, αλλά και τα σημερινά τους παράλληλα, ταυτίζονται με τις αξίες τους και φυσικά δεν είναι εις θέσιν να τις θεωρούν εξ αποστάσεως, για να έχουν ιδιαίτερη ευελιξία στις αντιδράσεις, οπότε στα λόγια και στις πράξεις τους συγκρούονται μετωπικά σαν κόσμοι διαφορετικοί και ανοίγουν δρόμο στα σχέδια της Μοίρας. Η θωράκιση των πρωταγωνιστών του αρχαίου δράματος στις αξίες τους είναι τόσο αποκλειστική, ώστε η Αντιγόνη δεν προφέρει το όνομα του Αίμονα* στο έργο από συναισθηματική συγκέντρωση απόλυτη στην τύχη και την τιμή του Πολυνείκη. Αντίστοιχη συναισθηματική συγκέντρωση στην τύχη και την τιμή των δικών τους θυμάτων έχουν οι γονείς και οι συγγενείς: Ζητούν επίμονα να μάθουν, συσπειρώνονται, γράφουν τα ονόματα, όμως σέβονται τις ψυχές των θυμάτων και δεν συνθηματολογούν, ούτε φωνασκούν. Με τον πόνο τους πλάθουν κάτι άλλο.
Από την πλευρά τους ο Κρέων και ο πρωθυπουργός είναι προσκολλημένοι στο κράτος. Ταυτίζονται με το κυβερνητικό τους λειτούργημα και βρίσκουν τον εαυτό τους στην επιβεβαίωση μέσω της εξουσίας, ανήμποροι πια να υπηρετούν το ανώτερο της ανθρωπινότητος τους. Δεν είναι ανόητοι. Τους καταντά έτσι η ψυχική παράδοση σ’ ένα ρόλο όπου το «πρέπει» ή το «συμφέρει» αφανίζουν κάθε διαφορετικό συναίσθημα. Διαβάζοντας θεσμικά ο πρώτος την αντίδραση της Αντιγόνης και ο δεύτερος την οδύνη των συγγενών για τα θύματα, υπογράφουν το τέλος τους. Βλέπουν μόνο εξέγερση εναντίον τους, καμία γονεϊκή και αδελφική αγάπη, φαντασιώνονται απειλές, τρομάζουν και εξαγριώνονται. Μάλιστα ο πρωθυπουργός φθάνει να συλλυπείται για να εκτονώσει «ομοιοπαθητικά» τα εις βάρος του αισθήματα – μετέρχεται και πλάγια μέσα.
Στα πρόσωπα της Αντιγόνης και των συγγενών όλα δείχνουν αγάπη. Για τον Κρέοντα και τη μεταχρονολογημένη δημοκρατική του εκδοχή τα πάντα στρέφονται γύρω από τον υψηλό εαυτό τους. Κι εκείνοι αγαπούν, αλλά η αγάπη τους υπηρετεί τόσο τη σπουδαιότητα του θεσμικού τους προσωπείου, ώστε η δύναμή τους να γίνεται αδυναμία. Πλέον ό,τι κάνουν είναι από φόβο για τους ίδιους και όχι για το συλλογικό καλό. Αναζητώντας ωστόσο γύρω τους συνωμοσίες υποβιβάζονται από κυρίαρχοι σε ιδιώτες και εκτίθενται στον θανατηφόρο ιό της κυβερνητικής αναισθησίας.
Ο Σοφοκλής παρουσιάζει τον Κρέοντα σαν μέρος του εαυτού μας. Τον θέλει μέσα στα λάθη μας και στις εγωπάθειές μας, στοιχείο της τραγικής μας πραγματικότητος. Νομίζω με τα ίδια μάτια θα έβλεπε και τον σημερινό πρωθυπουργό ως διαχειριστή της κρίσεως των Τεμπών. Τον ενδιέφερε ο θεατής να μετέχει στη ζωή των ηρώων του δράματος, ώστε να υπάρχει ελπίδα για κάθαρση. Αφύπνιζε λοιπόν υπνώττουσες εικόνες του εαυτού και ανεδείκνυε κρυμμένα συμπλέγματα, για να βάλει σε τάξη τον εσωτερικό μας κόσμο κι εκείνον της πόλεως. Ζητούσε με κάθε δύναμη να εναρμονίσει αξιακά τον γραπτό με τον άγραφο νόμο, να ενώσει την κοινωνία πρωτίστως ψυχικά διατηρώντας την εικόνα εαυτού σε κάθε ένα μέλος της.
Τα όριά της
Απέναντι στην αλαζονεία του Κρέοντος ο τραγικός ποιητής ορθώνει την αγάπη και την πίστη της Αντιγόνης. Για τον βασιλέα των Θηβών και την παραλλαγή του τα πάντα καταξιώνονται στην ηγεμονική τους βούληση· η Αντιγόνη δεν αρνείται την κρατική συγκρότηση, θέτει όμως όρια τα οποία την ευγενίζουν. Δεν αμφισβητεί το νομικό σύστημα αλλά καταφάσκει την ανώτερη πραγματικότητα που εκφράζεται με την αγάπη για τον δικό μας και την τιμή του ανθρώπου εν γένει. Εκτός της ενότητος του αισθήματος, η κρατική εξουσία ήταν και παραμένει έωλη.
Η Αντιγόνη είναι Ελευθερία· ο Κρέων και κάθε Κρέων είναι Αναγκασμός, με τον οποίο καλούμαστε εκόντες άκοντες να ζήσουμε. Εξ ου και η χαρά που μας δίνει η πνευματική νίκη της Αντιγόνης παρά τον σκληρό της θάνατο. Η εμπιστοσύνη στο Δίκαιο μας γεμίζει και μας επιτρέπει να υψώσουμε ανάστημα στην πρόκληση της μοίρας. Με το ματωμένο τέλος του δράματος νιώθουμε να γεννιέται ένας κόσμος όπου καμία Αντιγόνη δεν θα μαρτυρήσει πια για την αγάπη της και κανείς Κρέων δεν θα της επιβάλει τη δικαιοσύνη του «Εγώ θέλω». Ο πόνος της μας ενώνει μέσα μας, πάνω από τις τραγικές δυνάμεις που διαιρούν καταστροφικά την πολιτική μας οντότητα και την ψυχική μας υπόσταση.
* Αίμων. Γιος του Κρέοντα και της Ευρυδίκης. Σύμφωνα με τη σοφόκλεια εκδοχή στην τραγωδία Αντιγόνη, ήταν αρραβωνιαστικός της Αντιγόνης και αυτοκτόνησε πάνω στο νεκρό της σώμα, όταν εκείνη κρεμάστηκε μόνη της στον τάφο όπου την είχε κλείσει ο Κρέοντας εξαιτίας της παραβατικής συμπεριφοράς της να θάψει τον αδελφό της Πολυνείκη παρά την απαγόρευσή του. Πριν, όμως, αυτοκτονήσει, είχε κινηθεί απειλητικά εναντίον του πατέρα του: