Τρίτη, 12 Νοεμβρίου 2024 12:03

Ο Μιχάλης Γκανάς πέθανε μεν αλλά θα ζει μες την ομορφιά των ποιημάτων του

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

ganas1Ποιήματα του Γκανά έχω διαβάσει αρκετά και παρόλο που δεν είχα ίχνος από την ηπειρώτικη κρυψίνοια κατάφεραν και μου μίλησαν. Μάλλον ένα άλλο μέρος του εαυτού μου, δυσπρόσιτο και στριμωγμένο είδε φως σε αυτά, φως σκληρό μεν αλλά φιλικό δε. Και τους κτύπησε την πόρτα. Και διάβασα αρκετά, γιατί κάθε φορά που τα διάβαζα ένιωθα ότι με άνθιζαν κι έτσι αναζητούσα κι άλλα.

Δεν ξέρω όμως γιατί δεν μου έβγαινε να πηγαίνω στις παρέες μου με τα φαναράκια τους υπό μάλης, αυτό δε μπόρεσα ποτέ μου να το εξηγήσω.          Το ότι τα αγάπησα σημαίνει επίσης ότι δεν θα πεθάνει όσο ζω εγώ και όλοι όσοι τα πήραν στην αγκαλιά τους και ας τον θάψουν τώρα οι αγαπημένοι του, αυτοί που θα συνεχίσουν να τον αγαπούν και θα τους πονάει πολύ η δια παντός απουσία του.

 Ότι ένιωσα είναι πως τα ποιήματά έχουν στο αίμα τους τα κρυφά και πολύτιμα συναισθήματα που φτιάχνονται και ξαναφτιάχνονται διαρκώς μέσα στους αιώνες, εκεί πάνω στα πέτρινα σπίτια, στα λιθόστρωτα καλντερίμια, στα γεφύρια με τις περίτεχνες καμάρες τους, στον βροχερό καιρό ακόμα και όταν ο ήλιος λάμπει και προπάντων στην καθημερινότητα των φτωχών ανθρώπων, ανθρώπων που ήταν εντάξει με τον εαυτό τους και τους γύρω τους και έτσι πετύχαιναν να συμφιλιώνονται για τα σημαντικά ακόμα κι όταν είχαν σκοτωθεί πριν μεταξύ τους. 

Τα σκληρά εργαζόμενα ποιήματα του Γκανά κατάφερναν με έναν όμορφο τρόπο και μου κοινωνούσαν τον χώρο που γεννήθηκαν και που σχεδόν πάντα ήταν το πίσω μέρος της ετερόφωτης σκηνής, εκεί που ακόμα και οι σιωπές και οι ψίθυροι εξακολουθούν παραμιλώντας να γράφουν ιστορία κόντρα σε όλες τις απώλειες ακόμα κι όταν η ελπίδα για την ανάσταση ήταν ανύπαρκτη. Και όλα αυτά με λίγα λόγια, απλά, καίρια και σοφά. 

Ποιος ήταν ο Μιχάλης Γκανάς

Γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944 και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως βιβλιοπώλης, ως επιμελητής τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών και ως κειμενογράφος. Πολλά ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς Έλληνες και ξένους μουσικοσυνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Νίκος Ξυδάκης, o Ara Dinkjian, κ.ά.

Το 1994 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης για το έργο του Παραλογή και το 2011 βραβεύτηκε για το σύνολο του ποιητικού του έργου από την Ακαδημία Αθηνών.

Σκέψεις δικές του

«Η λογοτεχνία μ’ έχει σώσει. Τελείωσα τη Νομική, δεν μου άρεσε, ουσιαστικά ήμουν ανεπάγγελτος. Αν δεν μου καθόταν αυτό το χαρτί, τι θα έκανα; Ενιωθα πάρα πολύ άσχημα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις τι κάνεις; Αρπάζεσαι από αυτό που σου δίνει είτε χαρά είτε αναγνώριση. Από νωρίς είχα μια προίκα: τις καλές εκθέσεις. Ενα το κρατούμενο. Μετά είχα τη διάθεση να στρώνομαι, να διαβάζω και μετά να μουντζουρώνω χαρτάκια. Δεν μπορώ να πω πότε αρχίζει ακριβώς. Οι πρώτες απόπειρες γίνονται στο Δημοτικό, μετά στο Γυμνάσιο, ένας καθηγητής ήξερε ότι γράφω και μου ζητούσε να τα πάω στην τάξη να τα διαβάσω. Δεν το ήθελα αυτό, αισθανόμουν άσχημα. Ακόμα και τώρα, δεν μπορώ να καθίσω με φίλους ν’ ακούω δικά μου τραγούδια. Αισθάνομαι αμήχανα. Ασε που δεν μου αρέσουν. Πώς το λέει ο Σαββόπουλος “τα τραγούδια που μ’ αρέσουν είναι αλλωνών κι αλλιώς φαντάζουν;”» έλεγε σε συνέντευξή του στην «Κ». 

Κομμάτια από μια συνέντευξή του στην Όλγα Σέλλα

– Πιστέψατε ποτέ ότι η θεματολογία σας ήταν ένα βαρίδι για την αποδοχή των ποιημάτων σας;

– Βαρίδι, όχι ποτέ. Εφόδιο ήταν. Οτι μπορεί να φαλτσάρει σε κάποιους, αυτό το αποδέχομαι. Δεν πιστεύω ότι είναι όλα για όλους. Μέσα μου, εγώ είμαι περισσότερο με τον Παλαμά και λιγότερο με τον Καβάφη. Είναι τι σου πάει. Κι έτσι δημιουργείται η ποικιλία της πανίδας και της χλωρίδας στη δημιουργία. Μπορούμε όλοι να συγκινούμαστε λιγότερο ή περισσότερο. Δεν μπορούμε να συγκινούμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Αυτό καταντάει και ύποπτο κάποια στιγμή.

– Με ποιες λέξεις θα περιγράφατε τη σκευή που κουβαλάτε και βγαίνει στην ποίησή σας;

ganas– Δεν μπορώ να το περιγράψω με λίγες λέξεις. Είναι μια κατάσταση που παλιότερα θα έλεγα ότι με εκφράζει πάρα πολύ: «Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει ν’ αλλάζει το πετσί του, γι’ αυτό του περισσεύει το φαρμάκι». Είναι μια τέτοια ιστορία. Εχεις μαζέψει πράγμα, και μετά από φαρμάκι θέλεις να το κάνεις φάρμακο. Θέλεις την πίκρα να την κάνεις βάλσαμο. Νομίζω ότι είναι ο βασικός πυρήνας της δουλειάς μου. Τα ποιήματά μου είναι παραμυθητικά, δημιουργούν ευφορία, αλλά απ’ την άλλη είναι βαριά πράγματα. Αυτό πώς συνδυάζεται; Γιατί η πίκρα αλλάζει και γίνεται βάλσαμο. Αυτό που κουβαλάω είναι οι δυσκολίες κι αυτά που έζησα, η πίκρα που μάζεψα και η διάθεσή μου όλο αυτό να το κάνω κάτι άλλο.

Ετσι μπήκα σ’ αυτή την ιστορία και σ’ αυτό το σινάφι, ξεφεύγοντας από τα οικογενειακά όνειρα που υπήρχαν για μένα. Και πάντα έχω την αίσθηση του ανθρώπου που δεν ήταν γι’ αυτό φτιαγμένος. Η ποίηση απ’ τη μια ήταν ευλογία κι απ’ την άλλη ήταν βάσανο μεγάλο, γιατί μ’ έριχνε έξω απ’ το σκάμμα συνεχώς. Δεν μπήκα ποτέ στις παρέες αυτές. Γενικά δεν μου πάει το συλλογικό πουθενά. Ούτε στην πολιτική, δεν μπήκα ποτέ σε κανένα κόμμα, δεν το μπορούσα αυτό. Είμαι μονιάς, βρε παιδί μου. Μονιάδες λένε τ’ αγρίμια που ζούνε μόνα τους. Δυστυχώς ή ευτυχώς, έτσι λειτουργώ».

Η διαδρομή και ο κόσμος του Μιχάλη Γκανά , μία συνέντευξη στον Ηλία Κανέλλη

Ξυδάκης Γκανάς - γεφύρι πέτρινο

22-Νίκος Ξυδάκης «Γυάλινα Γιάννενα» ποίηση Μιχάλη Γκανά

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου 2024 09:33
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση