Το συνέδριο ντάσσεται στο πλαίσιο του εορτασμού για τα 25 χρόνια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και επιδιώκει να χαρτογραφήσει τα πολλαπλά πεδία στα οποία συναντώνται και αλληλεπιδρούν η επιστήμη και η πολιτική και τις θεωρητικές και πρακτικές διαστάσεις της συνάντησής τους.
Η θεματική του συνεδρίου είναι, την ίδια στιγμή, τόσο επίκαιρη όσο και διαχρονική. Από τη μία πλευρά, η τρέχουσα πανδημία έφερε στο προσκήνιο με ιδιαίτερη έμφαση το ζήτημα της επιστήμης και του ρόλου της και, κυρίως, της σχέσης της με την πολιτική και την λήψη των πολιτικών αποφάσεων, καθιστώντας τη σχετική συζήτηση αντικείμενο όχι μόνο της φιλοσοφικής, θεωρητικής και επιστημολογικής συζήτησης, αλλά και του δημόσιου πολιτικού διαλόγου – συχνά με σφοδρότητα.
Από την άλλη πλευρά, το ερώτημα της σχέσης της επιστήμης με την πολιτική δεν είναι καινούριο. Αν και η ανάγκη τεκμηρίωσης των πολιτικών αποφάσεων και στήριξής τους σε επιστημονικά δεδομένα, πολύ δύσκολα θα μπορούσε επί της αρχής να αμφισβητηθεί, ειδικά στη σημερινή διαρκώς πιο σύνθετη εποχή, η σχέση της επιστήμης με την πολιτική είναι πολύ πιο περίπλοκη και αντιφατική.
Επιχειρώντας να χαρτογραφήσει όσο γίνεται πληρέστερα, αν και όχι εξαντλητικά, τη σχετική συζήτηση, το συνέδριο είναι διαρθρωμένο σε τρεις συνεδρίες με συνολικά δέκα θεματικές συζητήσεις:
Η πρώτη συνεδρία, που αποσκοπεί να θέσει το γενικό πλαίσιο της συζήτησης, ξεκινά από το γενικό ερώτημα «Ποια επιστήμη (-ες) και ποια πολιτική;» (Ι), ενώ προσθέτει στην ήδη σύνθετη σχέση επιστήμης και πολιτικής δύο ακόμα διαστάσεις: το ρόλο της τεχνολογίας (ΙΙ), αλλά και το δημόσιο λόγο και τα ΜΜΕ (ΙΙΙ) ως πεδίο συνάντησης της επιστήμης και της πολιτικής.
Η δεύτερη συνεδρία έρχεται στον «πυρήνα» της προβληματικής του συνεδρίου και φιλοδοξεί να αναδείξει τους φορείς που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της επιστήμης και της πολιτικής ή, ακριβέστερα, τους φορείς που παράγουν επιστημονική γνώση για πολιτική χρήση ή (δημόσιες) πολιτικές για την επιστήμη και την έρευνα. Η αρχή γίνεται, αυτονόητα, από τους δημόσιους ερευνητικούς φορείς (IV) και τον βαρύνοντα και αναντικατάστατο ρόλο τους, ενώ ξεχωριστές συζητήσεις αφιερώνονται αφ’ ενός στους καθ’ αυτό διοικητικούς και πολιτικούς φορείς που χρησιμοποιούν ή, έστω, επικαλούνται επιστημονικά δεδομένα για τη χάραξη και την νομιμοποίηση των αποφάσεών τους (V), αφ’ ετέρου στα πολιτικά ινστιτούτα ως ένα κατεξοχήν ενδιάμεσο πεδίο μεταξύ επιστήμης και πολιτικής (VI).
Η τρίτη και τελευταία συνεδρία επιδιώκει να χαρτογραφήσει τη σχέση επιστήμης και πολιτικής, όπως πια αυτή αποτυπώνεται και πρακτικά σε συγκεκριμένα πεδία της κοινωνικής ζωής, και ειδικότερα στο περιβάλλον και το κλίμα (VII), στην οικονομία και το αναπτυξιακό μοντέλο (VIII), στην εργασία και στο κοινωνικό κράτος (ΙΧ) και στην υγεία (X), όπου και εξάγονται πολύτιμα συμπεράσματα από την πανδημία.
Τέλος, το καταληκτικό πάνελ επιχειρεί να συνοψίσει, να σχολιάσει αλλά και να ανοίξει προς περαιτέρω προβληματισμό και μελέτη τα θέματα του συνεδρίου.
Επιστημονικά υπεύθυνοι του συνεδρίου είναι η Δανάη Κολτσίδα, διευθύντρια του ΙΝΠ, και ο Γεράσιμος Κουζέλης, ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ και μέλος του ΔΣ του ΙΝΠ, με τη συνεργασία των ερευνητριών/ών του ΙΝΠ: Μαρίας Χαϊδοπούλου-Βρυχέα, Ελένης Γκρίνγουδ, Βαγγίας Λυσικάτου και Ανδρέα Μαράτου.