Διηγήματα (201)
Τελευταία πνοή στο Νιου Χάμσαϊρ, του Άρη Αλεξανδρή
Επιλέγων ή Συντάκτης Φώτης ΝυχτολέαςΤο να παραδεχτεί ότι δεν ήξερε τι της έφταιγε ήταν αρκετά δύσκολο. Το να κατηγορεί τα μηνύματα της μητέρας της, από την άλλη, της προσέφερε μία εύκολη ανακούφιση. Το καλοκαίρι του 2013, η Σοφία ήταν 23, είχε πάρει το πτυχίο της και δεν είχε πια τίποτα να περιμένει. Η απόφαση να μην ακολουθήσει τις φίλες της στις διακοπές τους στην Αμοργό προέκυψε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα όχι και τόσο: εδώ και καιρό αισθανόταν ότι με τα 3Κ (Κατερίνα, Καρολίνα, Κωνσταντίνα) είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν χωριστά. Ετσι, η Σοφία είχε ξεμείνει στην Αθήνα· το μόνο που έκανε ήταν να απαντάει ανόρεχτα κι αρνητικά στα ενθουσιώδη μηνύματα της μητέρας της: «Ελα να μας βρεις στο Ξυλόκαστρο, περνάμε φανταστικά!», «Ελα, ο θείος Νικήτας έφερε φρέσκο ψαράκι!», «Ελα, αγοράσαμε ωραίο καρπουζάκι!».
Η πλατεία, της Ελένης Ε. Νανοπούλου
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΧωριό είναι η εκκλησία, το νεκροταφείο, το μπακάλικο και η πλατεία. Κενός ο χώρος που λέγαμε πλατεία αφού ξανοίγεται φαρδιά πλατιά στο κέντρο του χωριού, σαν κοιλιά με αφαλό τη δημόσια τρόμπα από όπου αντλούσαμε το πόσιμο νερό. Ποτέ δεν την αντίκρυσα ασβεστωμένη απ΄τη σιωπή * .Ολόγυρά της σπίτια με τέσσερα μεταξύ τους στενά να οδηγούν ακτινωτά από την πλατεία προς τα έξω. Διάδρομοι ανέμων, ζώων και πεζών. Κεντρικά τα πιο πλούσια σπίτια και όσο απομακρύνεσαι τα πιο φτωχικά ή παραμελημένα. Ο δημόσιος δρόμος στη δυτική πλευρά εφαπτόταν στο μήκος της πλατείας, χωρίς να ξεχωρίζει σχεδόν, παρά μόνον από το γεγονός ότι εκεί περίμενες το λεωφορείο για να ανεβείς ή να κατεβείς σε αυτή την μοναδική του στάση.
Αυτό που τραντάζει το δέρμα, της Στρατούλας Θεοδωράτου
Επιλέγουσα ή Συντάκτρια Ράνια ΡοκιάΜήπως είσαι η μάνα μου; Ε, μωρέ; Μην είσ’ η μάνα μου;
Ο σκύλος τον κοίταζει καλόβολα, έπειτα αναστενάζει κι απομακρύνεται, ψαχουλεύοντας τα πολύχρωμα σκουπίδια που αστράφτουν στον ήλιο.
-Ωρέ Μαρίνο, δεν τα βλέπεις που του κρέμονται; Είχε τέτοια η μάνα σου;
8 1/2 από το "Πες της" του Χρήστου Οικονόμου
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΜου είπε η έγκυος στο Κουμπέ, στα Χανιά, ότι έχει χάσει ήδη δύο, κι αν έχανε κι αυτό, τη χώριζε ή θα τη σκότωνε - μπορεί και τα δύο μαζί. Τον πέτυχα την ώρα που έβγαινε από το αγροτικό. Νέαντερταλ - αλυσιδιά χρυσή, τρίχα και τραγίλα. Πρόλαβα να τον ακούσω που της έβαλε της φωνές μόλις μπήκε μέσα. Είπα σε μια στιγμή να τραβήξω τη φαλτσέτα και να του σκάσω τα λάστιχα, ή να του χαρακώσω τη λαμαρίνα πέρα πέρα- αλλά δε θα άλλαζε τίποτα. Αλλά πάλι γιατί πρέπει να κάνεις κάτι μονάχα όταν είναι να αλλάξει κάτι; Και ποιος ξέρει τι αλλάζει κάτι και τι όχι; Και κάθε τι που κάνεις δεν είναι μία αλλαγή; Και μήπως είχε δίκιο ο τρελλοκαπελάς στη Φιλοκτήτου που μου 'πε ότι η αλλαγή είναι το μόνο σημάδι πως είμαστε ζωντανοί;
Η μάντρα που άκουγε τα όνειρά μας, της Ελένης Ε. Νανοπούλου
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΣτα εφηβικά μας χρόνια ο χρόνος κινήθηκε με τις ρόδες ποδηλάτου. Γυμνάσιο υπήρχε στην κωμόπολη της περιοχής και καθώς η συγκοινωνία δεν εξυπηρετούσε, η λύση για τις μετακινήσεις βρέθηκε στα ποδήλατα. Κι έτσι, ενώ μικρά παιδιά είχαμε το διάβολο στις φτέρνες, τώρα τον είχαμε στα πετάλια. Ολοκαίνουργιο το δικό μου, μπλε, αντρικό αλλά χαμηλό, στο ύψος μου. Το έφερε ο πατέρας, και τα πρωινά που έφευγα ένιωθα στην πλάτη μου το βλέμμα του προστατευτικό- όπως και ενήλικη το ένιωθα φεύγοντας με αυτοκίνητο. Στο προαύλιο του σχολείου σκοτωμός από ποδήλατα, το ένα πλάι στο άλλο, στοιβαγμένα στον μαντρότοιχο, τώρα απορώ πως τα βρίσκαμε. Πηγαινοερχόμασταν σε παρέες, κυρίως τα πρωινά, γιατί συναντιόμασταν και με άλλα παιδιά από τα διπλανά χωριά.
Πήρε τον ηλεκτρικό για Πειραιά στις έντεκα το πρωί. Το βαγόνι είχε δύο άδειες θέσεις, η μία μάλιστα ήταν δίπλα στο παράθυρο. Τσακίστηκε να πάει να καθίσει. Τόσο άγαρμπα πρέπει να είχε κινηθεί –κρατούσε και τη βαλίτσα– που έσπρωξε και τσαλαπάτησε όσους κάθονταν τριγύρω.
Είδε το ενοχλημένο βλέμμα της γυναίκας στη διπλανή θέση. Την κοίταξε στα μάτια σαν παιδί που έχει κάνει ζημιά κι εκείνη μουρμούρισε ένα «σιγά, χριστιανέ μου». Να, αυτά δεν ήθελε να παθαίνει. Του χάλαγε η μέρα από κάτι τέτοια κι άρχιζε να κάνει πάλι αυτές τις σκέψεις για το πώς θα ζούσε αν ήταν αόρατος.
ΤΑ ΠΛΑΤΑΝΙΑ, της Χρυσούλας Πατρώνου-Παπαπέτρου
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΉταν δεν ήταν δυο χρόνια που τα φύτεψαν, καθ’ όλο το μήκος της παραλίμνιας ζώνης, τρία-τέσσερα μέτρα απόσταση το ένα από το άλλο. Τρυφερούδια ακόμη, τα πρόσεχαν οι κάτοικοι της περιοχής∙ τα πότιζαν, σκάλιζαν το χώμα γύρω-γύρω, μετρούσαν πόσο μεγάλωσαν από πέρυσι και υπολόγιζαν ότι όπου να ’ ναι θα έριχναν τη σκιά τους στον δρόμο και στο πεζοδρόμιο. Εκεί θα έστηναν το καλοκαίρι τα ξύλινα, χοντροφτιαγμένα παγκάκια τους, για να ανταμώνουν και να τα λένε. Οι περισσότεροι, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, φιλοξενούσαν στα σπίτια τουλάχιστον μία με δύο οικογένειες καταφυγόντων από τα χωριά στα οποία μαινόταν ο Εμφύλιος. Πρόσφατη πολύ η δική τους συμφορά, αγκάλιασαν τους νέους συγκάτοικους με αγάπη και πόνο. Μοιράζονταν τους χώρους στα παλιόσπιτά τους, τις αυλές, ακόμη και τα στρωσίδια, όταν αυτά έλειπαν εντελώς. Μόνο που οι νεοφερμένοι φοβούνταν να ξανοιχτούν, δεν μπορούσαν τόσο γρήγορα να συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς συνέβαινε.
Μια γαλιάντρα από τον Ήλιο με ξιφολόγχες
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΚυρίως είχε πιάσει τον Γόρδιο μια επιθυμία να πάει στο ισόγειο πάρκινγκ όπου είχε φυλαγμένο το αυτοκίνητό του, για να ακούσει τη γαλιάντρα*. Του είχε έρθει αυτή διάθεση να την ακούσει για να γλυκάνει η ψυχή του μέσα σε όλα τούτα που συνέβαιναν στη Θεσ/νίκη σ'αυτό το πρώτο εξάμηνο του '31. Ο παρκαδόρος, ο Στέργιος, ένας τριανταπεντάρης από τα Γιαννιτσά, έχει στην είσοδο δίπλα στο ταμείο και μέσα σε κλουβί την Κρήσσα, έτσι τη λέει, που τραγουδάει μαγευτικά. Ο ταγματάρχης δεν είχε ξανακούσει πουλί να κελαηδάει τόσο μεθυστικά, και μάλιστα συνέχεια ή σχεδόν.
ΚΟΚΚΙΝΙΑ, ΠΛΑΝΟΔΙΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ, 1950 – 1960, του Ηλία Μητσόπουλου. Εδώ σε ηλεκτρονική έκδοση
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΦίλες και φίλοι, σας ενημερώνω ότι έχω γράψει ένα βιβλίο με θέμα, ΚΟΚΚΙΝΙΑ ΠΛΑΝΟΔΙΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ 1950-1960.
Κυκλοφορεί σε ηλεκτρονική έκδοση. Σας το αποστέλλω και όποιος επιθυμεί μπορεί να το κατεβάσει.
Το βιβλίο αυτό το αφιερώνω στη μνήμη των προσφύγων της ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ και στους απανταχού πρόσφυγες του 21ου αιώνα, με την ευχή και την ελπίδα, ότι αυτός ο ξεριζωμός θα σταματήσει ΟΡΙΣΤΙΚΑ.
ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Η ΕΛΠΙΔΑ, ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ Η ΣΥΝΕΧΗΣ ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ.
Τα γεμιστά – της Ματίνας Αποστόλου
Επιλέγουσα ή Συντάκτρια Ράνια ΡοκιάΑν είχε σηκώσει τα μάτια της μπροστά, έξω απ’ το παράθυρο της κουζίνας, θα έβλεπε την μπλε τέντα της απέναντι πολυκατοικίας να στραφταλίζει. Ο ήλιος ανέβαινε, κάποιες απ’ τις ακτίνες του έπεφταν πάνω στα σιντί που είχαν βάλει για να διώχνουν τα περιστέρια οι αποπάνω κι αντανακλούσαν λάμψεις που κυμάτιζαν στην τέντα. Δεν σήκωσε τα μάτια της όμως, τα κρατούσε χαμηλωμένα στην πράσινη πλαστική λεκάνη μέσα στον νεροχύτη. Καθάριζε τις ντομάτες με κρύο νερό που έπεφτε από τη βρύση και τις πασπάτευε ψάχνοντας κουσούρια, μουρμουρίζοντας.
Θα έφτιαχνε γεμιστά, του το είχε πει απ’ το προηγούμενο βράδυ κι εκείνος της είπε πως θα πήγαινε ο ίδιος στη λαϊκή, γιατί ήθελε να περπατήσει. Ξύπνησαν νωρίς , όπως πάντα, και όσο έφτιαχνε καφέ τού γέμιζε το κεφάλι με σαφείς οδηγίες για το μέγεθος – μη φέρεις τίποτα τσουρούτικες, τη σφριγηλότητα -να τις πιέσεις ελαφρά για να καταλάβεις, θα πρέπει να είναι ώριμες αλλά όχι και πολύ και ύστερα σκέφτηκε πως δεν του είχε εμπιστοσύνη, σίγουρα θα μπερδευόταν και του είπε να ζητήσει ντομάτες για γεμιστά από τον Παύλο με το μουστάκι, σε καμία περίπτωση να μην πάει στον άλλον με το σγουρό φουντωτό μαλλί. Ήταν απατεώνας.