
Διηγήματα (180)
Μια γαλιάντρα από τον Ήλιο με ξιφολόγχες
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΚυρίως είχε πιάσει τον Γόρδιο μια επιθυμία να πάει στο ισόγειο πάρκινγκ όπου είχε φυλαγμένο το αυτοκίνητό του, για να ακούσει τη γαλιάντρα*. Του είχε έρθει αυτή διάθεση να την ακούσει για να γλυκάνει η ψυχή του μέσα σε όλα τούτα που συνέβαιναν στη Θεσ/νίκη σ'αυτό το πρώτο εξάμηνο του '31. Ο παρκαδόρος, ο Στέργιος, ένας τριανταπεντάρης από τα Γιαννιτσά, έχει στην είσοδο δίπλα στο ταμείο και μέσα σε κλουβί την Κρήσσα, έτσι τη λέει, που τραγουδάει μαγευτικά. Ο ταγματάρχης δεν είχε ξανακούσει πουλί να κελαηδάει τόσο μεθυστικά, και μάλιστα συνέχεια ή σχεδόν.
ΚΟΚΚΙΝΙΑ, ΠΛΑΝΟΔΙΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ, 1950 – 1960, του Ηλία Μητσόπουλου. Εδώ σε ηλεκτρονική έκδοση
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΦίλες και φίλοι, σας ενημερώνω ότι έχω γράψει ένα βιβλίο με θέμα, ΚΟΚΚΙΝΙΑ ΠΛΑΝΟΔΙΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ 1950-1960.
Κυκλοφορεί σε ηλεκτρονική έκδοση. Σας το αποστέλλω και όποιος επιθυμεί μπορεί να το κατεβάσει.
Το βιβλίο αυτό το αφιερώνω στη μνήμη των προσφύγων της ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ και στους απανταχού πρόσφυγες του 21ου αιώνα, με την ευχή και την ελπίδα, ότι αυτός ο ξεριζωμός θα σταματήσει ΟΡΙΣΤΙΚΑ.
ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Η ΕΛΠΙΔΑ, ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ Η ΣΥΝΕΧΗΣ ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ.
Τα γεμιστά – της Ματίνας Αποστόλου
Επιλέγουσα ή Συντάκτρια Ράνια ΡοκιάΑν είχε σηκώσει τα μάτια της μπροστά, έξω απ’ το παράθυρο της κουζίνας, θα έβλεπε την μπλε τέντα της απέναντι πολυκατοικίας να στραφταλίζει. Ο ήλιος ανέβαινε, κάποιες απ’ τις ακτίνες του έπεφταν πάνω στα σιντί που είχαν βάλει για να διώχνουν τα περιστέρια οι αποπάνω κι αντανακλούσαν λάμψεις που κυμάτιζαν στην τέντα. Δεν σήκωσε τα μάτια της όμως, τα κρατούσε χαμηλωμένα στην πράσινη πλαστική λεκάνη μέσα στον νεροχύτη. Καθάριζε τις ντομάτες με κρύο νερό που έπεφτε από τη βρύση και τις πασπάτευε ψάχνοντας κουσούρια, μουρμουρίζοντας.
Θα έφτιαχνε γεμιστά, του το είχε πει απ’ το προηγούμενο βράδυ κι εκείνος της είπε πως θα πήγαινε ο ίδιος στη λαϊκή, γιατί ήθελε να περπατήσει. Ξύπνησαν νωρίς , όπως πάντα, και όσο έφτιαχνε καφέ τού γέμιζε το κεφάλι με σαφείς οδηγίες για το μέγεθος – μη φέρεις τίποτα τσουρούτικες, τη σφριγηλότητα -να τις πιέσεις ελαφρά για να καταλάβεις, θα πρέπει να είναι ώριμες αλλά όχι και πολύ και ύστερα σκέφτηκε πως δεν του είχε εμπιστοσύνη, σίγουρα θα μπερδευόταν και του είπε να ζητήσει ντομάτες για γεμιστά από τον Παύλο με το μουστάκι, σε καμία περίπτωση να μην πάει στον άλλον με το σγουρό φουντωτό μαλλί. Ήταν απατεώνας.
"Το σπουργίτι" του Ιβάν Τουργκένιεφ
Επιλέγουσα ή Συντάκτρια Ράνια ΡοκιάΕπέστρεφα από το κυνήγι βαδίζοντας στην αλέα του κήπου. Ο σκύλος έτρεχε μπροστά μου. Ξαφνικά, έκοψε τον βηματισμό του και προσπάθησε να περάσει απαρατήρητος, σαν να οσφραινόταν μπροστά του κάποιο θήραμα. Κοίταξα κατά μήκος της αλέας και είδα ένα νεαρόσπουργίτι μ’ ένα κίτρινο γύρω από το ράμφος και χνούδι στο κεφάλι του. Είχε πέσει απ’ τη φωλιά του (ο αέρας κλυδώνιζε δυνατά τις σημύδες στην αλέα) και καθόταν ακίνητο, τεντώνοντας αβοήθητα τα νεογέννητα φτερά του. Ο σκύλος μου το πλησίασε αργά, όταν ξαφνικά, ορμώντας από ένα κοντινό δέντρο, ένα ηλικιωμένο, μαυρόστηθο σπουργίτι έπεσε σαν πέτρα μπροστά ακριβώς από τη μουσούδα του – και αναμαλλιασμένο, παραμορφωμένο, με μια απελπισμένη και αξιολύπητη κραυγή, αναπήδησε δύο περίπου φορές μπροστά από τα δόντια του ανοιχτού στόματος του σκύλου.
Πρωτοχρονιάτικες σκέψεις ενός γέρικου σκύλου, στον Άι-Γιάννη τον Κυνηγό, της Αγγέλα Καστρινάκη
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης Ιγνατιάδης
Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία, του Νίκου Ψαρρού
Επιλέγων ή Συντάκτης Μανώλης ΡοσμαράκηςΟ Σ. βγήκε με γρήγορο αλλά σταθερό βήμα από την παλιά γεωργιανή βίλλα και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του. Το χιόνι έτριζε απαλά κάτω από τα πόδια του και αυτός ήταν σχεδόν ο μόνος ήχος που ακούγονταν στην χειμωνιάτικη νύχτα. Ο άλλος ήταν ένα απαλό θρόισμα, όπως αυτό που κάνουν οι φλόγες όταν καίνε το ξύλο στο τζάκι – μόνο που αυτό το θρόισμα δυνάμωνε σιγά σιγά μαζί με τις φλόγες που τώρα φαινόνταν καθαρά πίσω από το μοναδικό φωτισμένο παράθυρο της βίλλας. Μέχρι να φτάσει ο Σ. στο αυτοκίνητό του οι φλόγες είχαν ήδη κατακλύσει όλο τον χώρο και εξαπλώνοντας στα υπόλοιπα δωμάτια του ερημωμένου σπιτιού. Την στιγμή που ο Σ. έκλεινε την πόρτα του αμαξιού και έβαζε μπροστά την μηχανή, τα τζάμια του φλεγόμενου δωμάτιου έσπασαν με έναν κρυστάλλινο θόρυβο και ο φρέσκος αέρας που εισέρρευσε στο δωμάτιο προκάλεσε μια μικρή έκρηξη.
Το ενύπνιο ή Ανήμερα της Αγίας Βαρβάρας
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης Ιγνατιάδηςεπισκεφτήκαμε τη μητέρα μου, που γιόρταζε. Έβρεχε και φτάσαμε μουσκεμένοι στο σπίτι. Μετά το γεύμα, που μας παρέθεσε, ξαπλώσαμε στις πολυθρόνες και πίναμε καφέδες και λικέρ. Λέει η μητέρα μου:
- Το Φλεβάρη, την παραμονή του Αγίου Χαραλάμπους, θα κατέβω στον Πύργο. Πρέπει να κάνω ένα τρισάγιο στον τάφο του πατέρα σας. Χθες τον είδα πάλι στον ύπνο μου. Στεκόταν δίπλα από την κίτρινη τριανταφυλλιά, φορούσε το γκρι του κουστούμι ( με αυτό τον βλέπω σχεδόν πάντα , σπάνια με τη λευκή του σατακρούτα) και ακουμπούσε στον κορμό ενός δένδρου. Εγώ καθόμου απέναντί του με τον Γιάννη. Γιάννη, του λέω, χαιρέτησε τον πατέρα σου. Πήγε ο Γιάννης, τον χαιρέτησε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε.
Τότε φάνηκε και η Βαρβάρα. , φαινόταν μεγαλύτερη από όσο είναι, και ακολούθησε τον Γιάννη. Ποιο είναι το κορίτσι; ρώτησε ο πατέρα σας. Η κόρη μου η Βαρβάρα, είπε ο Γιάννης. Ά, έκανε ο πατέρα σας, αυτή λοιπόν είναι η μικρή η Βαρβάρα; Η άλλη, η μεγάλη, τι έγινε, χάθηκε;
Την ώρα που φεύγαμε, η μητέρα μου κοντοστάθηκε στο ασανσέρ.
- Τι λέτε, μας ρωτάει, κατεβαίνουμε όλοι μαζί στον Πύργο το Φλεβάρη;
Στη Βαρβάρα μας μαζί με τα καλύτερα για όσα νοιάζεται και κυνηγάει
Σ.Δ. Το διήγημα αυτό του Ηλία. Χ. Παπαδημητρακόπουλου ( Πύργος, 1930) περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του "Ο γενικός αρχειοθέτης". Τα διηγήματα του Παπαδημητρακόπουλου επανεκδίδονται από την Κίχλη και τα φχαριστιέμαι πάλι πολύ όσα είχα διαβάσει αλλά και όσα δεν είχα. Σιγά σιγά κατέληξα ότι καταφέρνουν να συνδυάζουν με την απίστευτη λιτότητά τους ένα χιούμορ που κάτι όμως φανερώνει ιδιαίτερα όταν η κωμικότητα και η ειρωνεία εναλλάσσονται με μια από τις άπειρες θλίψεις της ζωής μας. Αυτό που πιο πολύ εξυψώνει το μέσα μου θαρρώ ότι είναι ο εξαιρετικός τους ρυθμός σε όλα σχεδόν αυτά σε πρώτη ανάγνωση απλοϊκά διηγήματα, που όμως ακόμα και οι εικόνες του γεννάνε πολλά σαφή συναισθήματα και δεύτερες και τρίτες σκέψεις, διηγήματα απαλά σαν χάδια και βαθιά σαν τους ωκεανούς της πραγματικότητάς του αειθαλή κ. Παπαδημητρακόπουλου.
Εδώ στη biblionet.gr ο βίος και το έργο του Η.Χ.Παπαδημητρακόπουλου.
Η Αγία Βαρβάρα είναι Μικρασιάτισσα αγία και μεγαλομάρτυς, που έζησε κατά τον 3ο αιώνα μ.Χ. στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας επί ρωμαίου Αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Στον έπαρχο της περιοχής την παρέδωσε ο πατέρας της όταν έμαθε από την ίδια ότι είναι Χριστιανή. Ο έπαρχος που την ερωτεύτηκε όταν την φέρανε μπροστά του προσπάθησε να την μεταπείσει αλλά δεν τα κατάφερε, γι'αυτό την υπέβαλλε σε βασανιστήρια. Τελικά την παρέδωσε στον πατέρα της και ήταν αυτός που την αποκεφάλισε.
Να αναφέρουμε εδώ πως η Μικρά Ασία είναι μία αγιομάννα. Άλλοι γνωστοί μας άγιοι και αγίες από την Μικρά Ασία είναι ο Άγιος Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Νικόλαος, ο Άγιος Παντελεήμων, ο Άγιος Χαράλαμπος, η Αγία Ελένη και η Αγία Μαρίνα.

Ιδού!
Βρυχάται ο Βρύχωνας, ο ωριός ποταμός στον Αι Λαυρέντη, βρυχάται απ’ τον πόνο του που μαγαρίζεται κάθε ώρα και στιγμή, με στομωμένες νεροφαγιές, φρακαρισμένες λακούβες, ύλη φερτή απ’ τα χωριά και τα δάση, μπουκάλες και ντεπόζιτα, σιδερένιες καριόλες και κομοδίνα από ξεπατωμένα νοικοκυριά, νάιλον στρώματα, γκαζοντενεκέδες και σκαφίδια, κιλοτάκια και βρακολάστιχα που δε λεν να σαπίσουν.
"Παιδική ανάμνηση" και "Ο Λάκκος", δύο από τα Πειραιώτικα αφηγήματα, 1950-2000, του Μήτσου Ευαγγέλου
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΠΑΙΔΙΚΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ 1
Ένα τσούρμο πιτσιρικάδες, έπαιζε στην αλάνα που βρισκόταν δύο μέτρα χαμηλότερα από την κεντρική Λεωφόρο και ήταν και χώρος προπόνησης της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας Το κοντινό Δημοτικό Σχολείο είχε διάλειμμα, κι έτσι για μισή σχεδόν ώρα, τα αγόρια χωρισμένα στα δύο αγωνίζονταν δίτερμα, κλωτσώντας μια ταλαιπωρημένη μπάλλα ,φτιαγμένη από κάλτσα στουμπωμένη κουρελόπανα! Άλλα παιχνίδια, εκείνων των χρόνων, ήταν τα πλακάκια με την μπάλλα και ο «καπετάνιος» με τις πέντε λακουβίτσες σε κλειστό οριοθετημένο τετράγωνο χώρο και γκαζές! Όλα αυτά διεξάγονταν στις άκριες του γηπέδου. Ακόμα γινόταν επίδειξη σκοπευτικής ικανότητας με σφεντόνες και μικρές πετρούλες σε στόχους που ορίζανε οι πιο μεγάλοι . Αρχηγοί σε όλα αυτά ήταν αναντίρρητα «μουστακαλήδες» συμμαθητές! Πώς γινόταν αυτό?
Τρύγος, της Ελένης Νανοπούλου
Επιλέγων ή Συντάκτης Λάκης ΙγνατιάδηςΟ τρύγος, ένα πανηγύρι ζωής από την εποχή του Χαλκού ﮲ο Διόνυσος λατρευόταν και στην Κόρινθο και στην Σικυώνα﮲ πώς αλλιώς; Όλος ο πεδινός νομός με αμπέλια.
Τότε, στη δεκαετία του εξήντα, η παιδική ηλικία σαν παραμύθι, πλούσιο σε ονειρεμένη ζωή με την υπόσχεση ότι θα ΄ρθουν μέρες τυλιγμένες με χρυσόσκονη σε μιαν εύκολη ευτυχία, έκανε τα μάτια μας να γυαλίζουν από χαρά. Ώσπου γίναμε μεγάλα παιδιά κι έπρεπε πλέον να δουλέψουμε κι εμείς πλάι στους μεγάλους. Φεύγαμε από το σπίτι, μετακομίζαμε στ΄αλώνια έξω από το χωριό εκεί που άρχιζε η κοκκινιά. Η ζωή εκεί συσπειρωνόταν γύρω από τον ίσκιο, κατασκευασμένο για ένα καλοκαίρι μόνο. Ήταν ένα πι με καλαμένιους τοίχους και στη στέγη πάνω απ΄τα καλάμια έριχναν κομμάτια τσίγκων με μια ελαφριά κλίση για τις ξαφνικές καλοκαιριάτικες βροχούλες. Μέσα στον ίσκιο-όνομα και πράγμα- έστηναν ξύλινους πάγκους πάλι σε σχήμα πι. Εκεί κάθονταν οι γυναίκες της οικογένειας και οι εργάτριες με τις απλάδες –κάτι ελαφριά τσίγκινα ρηχά ταψιά-στα γόνατά τους. Εκεί μέσα καθάριζαν τα σταφύλια από τις σάπιες ρόγες και δοκίμαζαν και καμιά ρόγα .