Έτσι όπως ανέκαθεν εκπονούνταν, τα κατά καιρούς προγράμματα Αισθητικής Αγωγής για τα Εικαστικά, το Θέατρο και τη Μουσική στο μέσο ελληνικό σχολείο κάθε άλλο παρά ευνοούσαν την επικοινωνιακή λειτουργία των καλλιτεχνικών μαθημάτων, την επαφή των μαθητών με την Τέχνη στο σύνολό της και, κυρίως την έμπρακτη ένταξη των παιδιών σε κάποιο καλλιτεχνικό περιβάλλον, ερασιτεχνικό ή επαγγελματικό: η Τέχνη αντιμετωπιζόταν πάντα ως μια «διακοσμητική» διεργασία που διαδραμάτιζε τον ρόλο του «αλατοπίπερου» της ζωής, και τίποτε παραπάνω. Αυτό το συνεκτικό σύστημα αξιών, αφηγημάτων και πολιτιστικών κωδίκων που συνθέτουν καθεαυτό το φαινόμενο του Πολιτισμού παρέμενε terra incognita για τους μαθητές του ελληνικού σχολείου, όπως παραγκωνισμένη παρέμενε και κάθε καλλιέργεια της ικανότητας για έκφραση και εξωτερίκευση των ιδεών, σκέψεων και συναισθημάτων του μαθητή, προσέγγισης της Τέχνης και κατανόησης της βαρύτητας που το καλλιτεχνικό γεγονός φέρει για την όλη προσέγγιση της ζωής.
Σχολείο χωρίς τέχνη δεν είναι σχολείο, του Νίκου Ξένου
Επιλέγων ή Συντάκτης Τρύφων ΜπεκετιάδηςΤην εβδομάδα 25-31 Μαΐου 2020 γιορτάστηκε η Παγκόσμια Εβδομάδα Τεχνών στην Εκπαίδευση, μια πρωτοβουλία της Unesco και του World Alliance for Arts Education. Στο διαφημιστικό βίντεο Why Arts Education matters έγραφε χαρακτηριστικά: We all have an artistic soul. Ώστε, λοιπόν, «όλοι έχουμε μια καλλιτεχνική ψυχή»: από πού στοιχειοθετείται αυτό, και ποιος το λαμβάνει υπ’ όψιν του στη χώρα μας;
Μικρές, διστακτικές «δόσεις» τέχνης
Κατά καιρούς η θεατρική αγωγή, το θεατρικό παιχνίδι, η δραματοποίηση, η σχολική γιορτή και το κάθε σχολικό χάπενινγκ που άπτεται αυτών έχουν πάρει μια θέση στη σχολική ζωή του έλληνα μαθητή, μάλιστα κατά καιρούς έγιναν και αξιόλογες προσπάθειες (που έπεσαν, οι περισσότερες, στο κενό) ώστε να θεσμοθετηθεί το θέατρο ως επιλεγόμενο μάθημα της Α’ Λυκείου και ως τακτικό μάθημα Δημοτικού και Γυμνασίου: μια σειρά εκπαιδευτικών, θεατρολόγων, μουσικών, καθηγητών καλλιτεχνικής παιδείας, ακόμη και ηθοποιών, επιστρατεύτηκαν με αμφίβολα θεσμοθετημένες εργασιακές σχέσεις, ώστε να καλύψουν αυτές τις, λίγο ως πολύ έκτακτες, ανάγκες. Τα προγράμματα καλλιτεχνικών σπουδών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι μέρος της πολιτικής που χαράσσει η εκάστοτε κυβέρνηση και υφίστανται τις ίδιες κακοποιούς συνέπειες με όλα τα γνωστικά αντικείμενα του ελληνικού σχολείου. Το τρίπτυχο Μουσική-Εικαστικά-Θέατρο ακολουθεί, δυστυχώς, τους μικρόπνοους στόχους της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής, αλλάζοντας κάθε τρεις και μία την προσέγγιση της Τέχνης που επιχειρεί να κατακτήσει ο έλληνας μαθητής.
Το τρίπτυχο Μουσική-Εικαστικά-Θέατρο ακολουθεί, δυστυχώς, τους μικρόπνοους στόχους της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής, αλλάζοντας κάθε τρεις και μία την προσέγγιση της Τέχνης που επιχειρεί να κατακτήσει ο έλληνας μαθητής.
Στo πλαίσιο «διορθωτικών», βελτιωτικών, εκσυγχρονιστικών ή άλλων μεταρρυθμίσεων, αυτός ο νευραλγικός κλάδος της εκπαίδευσης φαίνεται πως έχει δεινοπαθήσει στην Ελλάδα όσο κανένας άλλος κλάδος. Ο έλληνας μαθητής κατ’ουσίαν δεν έχει γίνει ποτέ πραγματικός κοινωνός της Τέχνης, ούτε η αισθητική του παιδεία έχει ουσιαστικά αποτελέσει πραγματικό παιδαγωγικό ιδεώδες των περισσοτέρων κυβερνήσεων. Οι μαθητές στην Ελλάδα δεν διδάχθηκαν ποτέ πώς να προσεγγίζουν το αισθητικό προϊόν, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα εικαστικά, το θέατρο και τον κινηματογράφο – με μοναδική, ίσως, εξαίρεση, τα Μουσικά και τα Καλλιτεχνικά σχολεία της χώρας. Όσο για τη Λογοτεχνία, τα μόνα ουσιαστικά μαθήματα επιλογής Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας, ενώ καθεαυτό το μάθημα των Λογοτεχνικών Κειμένων έχει συρρικνωθεί επικίνδυνα, «απορροφώμενο» από το μάθημα της νεοελληνικής Γλώσσας, ως εάν τα δύο αυτά αντικείμενα να μπορούσαν να αποτελέσουν μιαν ενότητα – και μάλιστα εξεταζόμενη πανελλαδικά ως κριτήριο εισαγωγής στο πανεπιστήμιο.
Έχω την τύχη να εργάζομαι, τα τελευταία δεκαοκτώ χρόνια, σε Μουσικό Σχολείο, όπου η Τέχνη –με τη μορφή της μουσικής αγωγής– κατέχει κεντρικό ρόλο (τρεις ώρες Μουσική ημερησίως, βυζαντινή, δυτική και σύγχρονη, μουσικά σύνολα και χορωδία, Θεωρία και Ιστορία της Μουσικής, solfege και στοιχειώδης οργανογνωσία). Τα μαθήματα των εικαστικών μέχρι προχθές αποτελούσαν το αναγκαίο συμπλήρωμα, τον παράγοντα απαρτίωσης της καλλιτεχνικής παιδείας: χωρίς αυτά η προσέγγιση της Μουσικής είναι ελλιπής και εσφαλμένη. Παρά την εξώφθαλμη προχειρότητα με την οποία στεγάζονται κάποια Μουσικά και Καλλιτεχνικά σχολεία, παρά τις αντίξοες συνθήκες (που τώρα, επί κορωνοϊού, προβάλλουν αξεπέραστα εμπόδια στη διεξαγωγή των μαθημάτων της ωδικής, των πνευστών και των κρουστών οργάνων), παρά την απαράδεκτη επάνδρωση του διδακτικού προσωπικού με ωρομίσθιους και αναπληρωτές καθηγητές που τελούν υπό καθεστώς εργασιακής δουλείας, η ενεργοποίηση της φαντασίας και της ευαισθησίας των μαθητών των Μουσικών και Μουσικών και των Καλλιτεχνικών Σχολείων αποδεικνύουν διάτρανα πως μόνο οι απόλυτα θεσμοθετημένες εκδοχές των καλλιτεχνικών μαθημάτων έχουν κάποιο αποτέλεσμα.
Τα μαθήματα των εικαστικών μέχρι προχθές αποτελούσαν το αναγκαίο συμπλήρωμα, τον παράγοντα απαρτίωσης της καλλιτεχνικής παιδείας: χωρίς αυτά η προσέγγιση της Μουσικής είναι ελλιπής και εσφαλμένη.
Και οφείλω εδώ να επισημάνω ότι, παρά τη συστηματική υποβάθμιση του ρόλου της Τέχνης σε όλα τα άλλα (γενικά) σχολεία της χώρας, οι αξιόλογες προσπάθειες των εκπαιδευτικών και οι δικές τους, τελείως απροστάτευτες από το κράτος, παρεμβάσεις στην αισθητική παιδεία των μαθητών δίνουν θαυματουργά αποτελέσματα: από μόνος τους ο αγώνας αυτός καταξιώνει τη βαρύτητα που έχει η καλλιτεχνική παιδεία για το σχολείο. Η ικανότητα του μαθητή να έχει μια, συνοπτική έστω, εικόνα του πολιτιστικού γεγονότος και να προβαίνει σε προσωπική του αποτίμηση και τοποθέτηση σχετικά με τη σχέση του προς την Τέχνη είναι, εκ των πραγμάτων, ιδιαίτερα περιορισμένη στην πλειονότητα των ελληνικών σχολείων. Αυτό συνδέεται τόσο με το μικροαστικό ιδεώδες των «πάση θυσία» πανεπιστημιακών σπουδών για τις οποίες προορίζει τους γόνους της η μέση ελληνική οικογένεια, όσο και με τις τεχνοκρατικά προσανατολισμένες ιεραρχήσεις των εκάστοτε υπουργών παιδείας. Η αισθητική απόλαυση και η χαρά της δημιουργίας δεν φαίνεται να εναρμονίζονται με την ανθρωπιστική αγωγή που θα ’πρεπε να παρέχει η μελέτη της λογοτεχνίας στο σχολείο, εφόσον κι αυτή ακόμη υποτάσσεται στο ίδιο τεχνοκρατικό ιδεώδες. Την άποψη αυτήν επιβεβαιώνει και η ιδιαίτερα περιορισμένη προσωπική, βιωματική επαφή των μαθητών με την Πεζογραφία και την Ποίηση, που αποκαλύφθηκε στα γραπτά των αποφοίτων λυκείου στο θέμα των εφετινών Πανελληνίων Εξετάσεων Νεοελληνικής Γλώσσας. Η επίταση της έμφασης στην αποκαλούμενη «ανθρωπιστική» παιδεία παλαιού τύπου (ισχυροποίηση των Αρχαίων Ελληνικών και μουσειακή επαναφορά των Λατινικών, ως γλώσσας εκμάθησης) μόνο συντηρητική μπορεί να χαρακτηριστεί, εφόσον τα κείμενα που διδάσκονται (αρχαίοι Έλληνες ιστοριογράφοι, Ρήτορες, δραματικοί ποιητές και φιλόσοφοι) διδάσκονται στο πρωτότυπο και αποσπασματικά, χωρίς εμβάθυνση και εποπτεία του γενικότερου πολιτιστικού πλαισίου. Έτσι, ο μαθητής στην Ελλάδα δεν ενθαρρύνεται να διαμορφώσει προσωπική προσέγγιση της τέχνης του λόγου, ιδία στην ιστορική της προσέγγιση. Ούτε, βέβαια, διαμορφώνει αντίληψη για την Τέχνη εν γένει, εντός και εκτός σχολείου, πολύ δε λιγότερο ενθαρρύνεται να προβεί σε καλλιτεχνική έκφραση ή να επιλέξει την καριέρα του καλλιτέχνη για τον εαυτό του: δεν είναι αυτή η στιγμή να δοθούν ερμηνείες στη διαπίστωση αυτήν, αρκούμαι στο να την κάνω με βαρειά καρδιά.
Το καλλιτεχνικό σχολείο είναι το δημοκρατικό σχολείο του μέλλοντος
Η μηχανοποιημένη και υποταγμένη στους νόμους της αγοράς ζωή που περιμένει τη νέα γενιά, το ανελέητο φάσμα της ανεργίας που τα απειλεί, η ψυχαναγκαστική άγρα της κοινωνικής ανόδου και της δημιουργίας «προσωπικού φακέλου σπουδαστικών επιτευγμάτων» ώστε να αντιμετωπιστούν όλα αυτά, οι παράγοντες ανελευθερίας που πληθαίνουν διαρκώς, καθιστούν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη ενίσχυσης, και όχι αποδυνάμωσης, της καλλιτεχνικής παιδείας στο σχολείο. Ένα προοδευτικό, ανοιχτό για όλους σχολείο δεν μπορεί να αγνοεί τους προσωπικούς ορίζοντες έκφρασης που τα καλλιτεχνικά μαθήματα διανοίγουν, εξ ορισμού, στους μαθητές. Ο νέος πολίτης που δεν εξοικειώνεται με την Τέχνη και δεν την παίρνει στα σοβαρά όχι μόνον αποκλείεται από το ευρύ αυτό πολιτιστικό φαινόμενο, αλλά εξελίσσεται με μαθηματική ακρίβεια σε έναν ασυναίσθητο πολίτη, ανίκανο να παρακολουθήσει τις θεαματικές παρεμβάσεις του καλλιτεχνικού κόσμου στο πολιτικό γίγνεσθαι, ανίκανο να συμμετάσχει σ’αυτό· τον μετατρέπει σ’έναν αστοιχείωτο, παθητικό καταναλωτή διαφημιστικών μηνυμάτων, του αποκλείει την πρόσβαση σε μιαν άλλη εκδοχή ζωής, ελεύθερης, δημιουργικής, ποιοτικά αναβαθμισμένης ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και τα νέα μέσα επικοινωνίας της σύγχρονης εποχής.
Ο νέος πολίτης που δεν εξοικειώνεται με την Τέχνη και δεν την παίρνει στα σοβαρά όχι μόνον αποκλείεται από το ευρύ αυτό πολιτισμικό φαινόμενο, αλλά εξελίσσεται με μαθηματική ακρίβεια σε ασυναίσθητο πολίτη, ανίκανο να παρακολουθήσει τις θεαματικές παρεμβάσεις του καλλιτεχνικού κόσμου στο πολιτικό γίγνεσθαι, ανίκανο να συμμετάσχει σ’αυτό...
Δυστυχώς, στο Υπουργείο Παιδείας φάνηκε να προέχει η εσφαλμένη παιδαγωγική πρόκριση της ακαδημαϊκής αριστείας και της αρχαιομάθειας ως μουσειακής ενασχόλησης. Οι τέχνες χαρακτηρίστηκαν ως πολυτέλεια και, εδώ, αναφύεται βεβαίως και πάλι ένα κορυφαίο ερώτημα σχετικά με τον δημοκρατικό χαρακτήρα της ελληνικής δημόσιας εκπαίδευσης. Τα επιχειρήματα που οι ιθύνοντες του Υπουργείου Παιδείας επιστρατεύουν περί δήθεν «χαμηλής συμμετοχής» και «σποραδικότητας στη διδασκαλία» των καλλιτεχνικών μαθημάτων είναι προσχηματικά. Οι χώρες που εξοβελίζουν την τέχνη από κάποιες βαθμίδες της εκπαίδευσης είναι καταδικασμένες να έχουν παιδεία αποστειρωμένη, ανθρωπιστικά ευνουχισμένη, νεκρωτική για τη φαντασία και τη δημιουργικότητα των μαθητών, ανίκανη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του εικοστού πρώτου αιώνα. Οι πολιτικοί φορείς τρέφουν την ψευδαίσθηση πως αποκλείοντας τα «μη αποτελεσματικά» (κατά την εκτίμησή τους) γνωστικά αντικείμενα θα κατορθώσουν να φτιάξουν ένα σχολείο όπου οι προσωπικές δεξιότητες των μαθητών θα ευδοκιμήσουν. Πλανώνται, όμως, πλάνην οικτράν!
Ποιες αποφάσεις πρέπει να ληφθούν επειγόντως
Τα ψευδοδιλήμματα που προβάλλει ο καθένας σχετικά με την «ανεπάρκεια χρόνου» στο σχολικό πρόγραμμα είναι κενά νοήματος. Ένα κανονικό σχολικό πρόγραμμα χωράει τα πάντα αν έχει τον χαρακτήρα του πολυκλαδικού και του ευέλικτου. Δεν υπάρχει λόγος αντιδικίας προς καμιά ειδικότητα εκπαιδευτικού. Το σχολικό πρόγραμμα πρέπει να διευρύνεται διαρκώς, να περιλαμβάνει ζωντανές, σφύζουσες γνώσεις, να ανοίξει προς το κοινωνικό γίγνεσθαι διαύλους επικοινωνίας, να περιλάβει την ανατομία, την υγιεινή, τη σεξουαλική αγωγή, τη μαγειρική, την Οικιακή και την Πολιτική Οικονομία, αλλά και τα «παραδοσιακά» μαθήματα κλασικής μαθητείας: τη Φιλοσοφία και την Ιστορία της Φιλοσοφίας, τα Στοιχεία Κοινωνικών Επιστημών, την Κοινωνιολογία, τα Αρχαία Ελληνικά από μετάφραση αλλά και ως γλωσσικό σύστημα για την ανθρωπιστική κατεύθυνση, τα Λατινικά, τις τρεις και παραπάνω ξένες γλώσσες, τα projects (που ξεκίνησαν με τις καλύτερες των προϋποθέσεων και κατέληξαν σε δημοσιοϋπαλληλικό κόλπο κάλυψης ωραρίου για περιορισμένες μόνον ειδικότητες εκπαιδευτικών), τη μεταφρασμένη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία (που πριν λίγα χρόνια πετάχτηκε στον Καιάδα), τις Ρίζες του Ευρωπαϊκού πολιτισμού (σε μιαν επαναπροσέγγιση λιγότερο ευρωπαιοκεντρική) και τόσα άλλα!
Κανένα γνωστικό αντικείμενο δεν είναι επουσιώδες, όλα μπορεί να τα συστεγάσει το σχολείο, τουλάχιστον εάν τους προσδώσει τον χαρακτήρα του επιλεγόμενου μαθήματος, σε ένα curriculum ευπροσάρμοστο στην πραγματικότητα και σύγχρονο, που θα επιτρέπει σε μια σειρά από ειδικότητες εκπαιδευτικών να προσφέρουν τα φώτα τους στο νέο παιδί που πρόκειται να γίνει ο αυριανός εργαζόμενος και ο αυριανός πολίτης. Η κοινωνία του άμεσου μέλλοντος έχει ανάγκη από όλες τις κατηγορίες επαγγελματιών: από τους μουσικούς, τους ηθοποιούς, τους γιατρούς και τις κομμώτριες. Θα πρέπει,άρα, να γίνει μια γενικότερη επαναξιολόγηση για το τι Παιδεία θέλουμε, και αν στα πλαίσιά της οι τέχνες θα έχουν τη θέση που τους αρμόζει. Μεγάλη είναι η σημασία της διεπιστημονικότητας ανάμεσα στις ανθρωπιστικές επιστήμες, η διαθεματικότητα, το πώς το ένα μάθημα συμπληρώνει το άλλο (π.χ η διδασκαλία των τραγωδιών του Τρωικού Πολέμου μέσα από το Έπος και την Τραγωδία είναι επικουρική της διδασκαλίας της Ιστορίας: η τέχνη ως οπτική γωνία προσέγγισης της επιστήμης).
Μεγάλη είναι η σημασία της διεπιστημονικότητας ανάμεσα στις ανθρωπιστικές επιστήμες, η διαθεματικότητα, το πώς το ένα μάθημα συμπληρώνει το άλλο.
Σε μια πρώτη φάση, τα μαθήματα ελεύθερου και γραμμικού σχεδίου πρέπει επειγόντως να επανέλθουν στο Λύκειο, εφόσον η διδασκαλία τους είναι όρος εκ των ών ουκ άνευ για την εισαγωγή στις Σχολές Καλών Τεχνών και στη σχολή Γλυπτικής και Μαρμαρογλυπτικής της Τήνου. Το τρίπτυχο «Καλλιτεχνική και αισθητική αγωγή» ως επιλεγόμενο μάθημα για την πρώτη λυκείου και το μάθημα Ιστορίας της Τέχνης για την τρίτη λυκείου πρέπει να επανέλθουν. Πρέπει να θεσπισθεί, ίσως, και επιπλέον μάθημα ιστορίας τέχνης για το γυμνάσιο, ενώ θα πρέπει να πάψουν τα κεφάλαια της Τέχνης να «αφαιρούνται» από την εξεταστέα ύλη της Ιστορίας όλων των τάξεων της Μέσης Εκπαίδευσης. Επιβάλλεται, λοιπόν, άμεσα, η αναδιαμόρφωση της νομικής πρόβλεψης με επαναφορά των μαθημάτων ελεύθερου και γραμμικού σχεδίου, η γενίκευσή τους και στη δευτέρα λυκείου, καθώς και η καθιέρωση της καλλιτεχνικής παιδείας ως μαθήματος κορμού για την πρώτη λυκείου και της Ιστορίας της Τέχνης ως μαθήματος και των τριών τάξεων του λυκείου. Αυτές είναι οι επείγουσες «τακτικές κινήσεις» που πρέπει να γίνουν από την κυβέρνηση.
Επιβάλλεται, λοιπόν, άμεσα, η αναδιαμόρφωση της νομικής πρόβλεψης με επαναφορά των μαθημάτων ελεύθερου και γραμμικού σχεδίου, η γενίκευσή τους και στη δευτέρα λυκείου, καθώς και η καθιέρωση της καλλιτεχνικής παιδείας ως μαθήματος κορμού για την πρώτη λυκείου και της Ιστορίας της Τέχνης ως μαθήματος και των τριών τάξεων του λυκείου.
Σε πιο μόνιμη βάση, όμως, πρέπει να συναφθεί επιτέλους εκτενής διάλογος με τους μάχιμους εκπαιδευτικούς, στο τραπέζι του οποίου θα τεθούν όλα τα επιμέρους ζητήματα που το εν λόγω πολυνομοσχέδιο προβλέπει και που εγείρουν, ευλόγως, μαζικές αντιδράσεις των εκπαιδευτικών. Αυτή είναι η πιο μακροπρόθεσμη πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί, υπεράνω κομματικών και κλαδικών τοποθετήσεων, ώστε να μείνει ως παρακαταθήκη για το μέλλον.
Αυτά, εάν η κυβέρνηση επιτέλους υιοθετήσει την εξής αδιαμφισβήτητη διαπίστωση των παιδαγωγών όλης της υφηλίου: πως η Τέχνη είναι η βάση της δημοκρατικής παιδείας, από όποιαν άποψη και αν προσεγγίσει κανείς τον θεσμό του σχολείου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Πηγή: bookpress.gr
Τελευταία άρθρα από τον/την Τρύφων Μπεκετιάδης
- Στους Γιατρούς του Κόσμου το European Health Leadership Award 2024
- Πάρτι διαφθοράς στο «Μεταξά»: Κόλαφος το πόρισμα για τον πρώην Διοικητή – Καλείται να επιστρέψει 500.000
- Μήπως να αποθηκεύσουμε οι οδηγοί το κινητό στην τσάντα, έτσι για αρχή;
- Ο Αδαμίτης και οι βέβηλοι – ένα διήγημα του Νικόλα Σεβαστάκη
- Η αυξανόμενη ανησυχία των πολιτών για τις αλγοριθμικές αποφάσεις