Μετά, περνώντας τα χρόνια, συνήθως σπινταριστά, όλο και πιο πολύ αυτοί οι δύο πόλοι έχαναν τη δύναμη που ασκούσαν στους ανθρώπους και οι χύμα στο κύμα καταναλωτές - εξουσιαστές άρχισαν να τα σαρώνουν όλα. Τότε συνειδητοποίησα ότι έστω και με διαλείψεις ήμουν ξενιστής μιας μικροσκοπικής πίστης στα όρια της απιστίας. Πίστη σε τι; Δεν βρήκα ποτέ τα ακριβή λόγια για να σας την συστήσω.
Μπορώ να πω όμως πως στη μισή μου καρδιά έβραζε ως αμφισβήτηση των καθιερωμένων σε όλο το φάσμα των ιδεολογιών που όλο και πιο πολύ δεν με έπειθαν, αμφισβήτηση που περιελάμβανε και την όποια δική μου. Και στην άλλη μισή έπαιζε ως πάθος η δίψα για το κοκτέιλ ελευθερίας, δικαιοσύνης, ισότητας, δημοκρατίας και παιδείας για όλους αγκαλιά με όλους τους πιστούς. Και οι δύο πίστες έπαιρναν σάρκα και οστά μέσα από συγκεκριμένες αναζητήσεις και προσπάθειες ανθρώπων και που με ένα τρόπο στο δια ταύτα ένιωθα ότι εν δυνάμει τους αγαπούσα. Γι'αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις χάριζα από τα λίγα που είχα και απ' αυτά που μοχθούσα για να είμαι κάτι ανοιχτό.
Αυτές οι δύο πίστες στην μια καρδιά έχω την γνώμη ότι με βοήθησαν σημαντικά ώστε να κρατηθώ όρθιος και όσο γόνιμος μπορούσα στις τρεις τελευταίες δεκαετίες που αρκετοί φίλοι και γνωστοί και διάφοροι εμβληματικοί διάσημοι δυστυχώς τσάκισαν κι έγιναν ένα με τον μαζικό χυλό πουλώντας την ψυχή τους και άλλοι που τους έπεσαν βαριά τα πολλαπλά αδιέξοδα και οι απανωτές διαψεύσεις οδηγήθηκαν στην σιωπή της ιδιώτευσης.
Από όσο θυμάμαι η θρησκευτική πίστη των ανθρώπων που γνώρισα είχε να κάνει πιο πολύ με τις εντολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των εκφραστών της που ήταν οι τοπικές ενορίες και λιγότερο εκδηλωνόταν σε συγκεκριμένους ανθρώπους έξω απ'αυτές. Η αρχή της ήταν πάντα η πίστη στον θεό, η αγάπη του Χριστού, της Παναγίας και των πολλών αγίων. Αυτή η πίστη φυσικά και ήταν φορτισμένη με όλα τα ανθρωπογενή χαρακτηριστικά και πάντα είχε τα όριά της, τους περιορισμούς δηλαδή των τοπικών κοινωνιών και της ιστορίας τους.
Τα τελευταία χρόνια μαθαίνω για την αναζωπύρωση των προσεγγίσεων της θρησκευτικής πίστης, που παρεμπιπτόντως μετεωρίζομαι ανάμεσα στο ευτυχώς ή δυστυχώς για το ότι ποτέ μου δεν έτυχε να την αισθανθώ. Αναζητήσεις που μετατοπίζουν το βάρος της αγάπης από τον θεό στον άλλον, τον πλησίον, είτε αυτός είναι γνωστός είτε ξένος, είτε ομόδοξος είτε ετερόδοξος και έτσι εκδηλώνουν την πίστη προς το θεό με αγαπητικές πράξεις προς τον συνάνθρωπο. Το κατά πόσο αυτές οι εκδηλώσεις αγάπης είναι πηγαίες είναι συζητήσιμο. Προφανώς πρόκειται για ενδιαφέρουσες αναζητήσεις μιας και έχω την αίσθηση ότι καλυτερεύουν τον κόσμο μέσα από ανιδιοτελείς σχέσεις και βοηθούν ώστε η ζωή να γίνεται προσπελάσιμη, ιδιαίτερα για πιο αδύναμους.
Ακολουθεί ένα άρθρο του Θεοδόση Π. Τάσσιου που ρίχνει το περιληπτικό φως του σε τέσσερα άρθρα άλλων που έχουν πιαστεί στα πλοκάμια της πίστης και είναι σε θέση να εκφράσουν πεντέξι σκέψεις γι'αυτήν, σχολιάζοντάς τα και προσθέτοντας και μια δική του εκδοχή της πίστης, αυτής που δεν βρίσκουμε λόγια να εκφράσουμε με ακρίβεια σε τι είναι πιστή και ποιον κόσμο ονειρεύεται.
1. Η «Καθημερινή» έχει φιλοξενήσει (19 Απρ. 2020) τέσσερα άρθρα αναφερόμενα στη θρησκευτική πίστη – όλα δε εξαιτίας της πρόκλησης που δημιούργησε η πανδημία, με τον ανθρώπινο πόνο και την πλανητική αβεβαιότητα που συνεπάγεται. Η εξαιρετική συμβολή αυτών των άρθρων στο θέμα της Πίστεως, είναι νομίζω διδακτική για όλους μας – παρ’ όλο που δεν φαίνεται να ομολογούμε ότι αυτό το θέμα μας απασχολεί συχνά. Ωστόσο, στοιχειώδης διανοητική τιμιότητα υποχρεώνει να δεχθούμε ότι κάμποσες (ακραίες έστω) στιγμές, το ζήτημα της Πίστης περνάει απ’ το μυαλό μας. Δεν το πολυκουβεντιάζομε όμως (ορθότατα, ίσως), διότι δεν είναι από εκείνα που συζητούνται εύκολα: ιδίως έναντι τους πλήθους και της σημασίας των μυρίων προβλημάτων της κοινωνίας μας.
Πήρα παρά ταύτα το θάρρος να ξαναφέρω το θέμα στις φιλόξενες στήλες αυτής της εφημερίδας, με την ελπίδα ότι υπάρχει ακόμα περιθώριο τέτοιας συζήτησης.
2. Ας ξεκινήσομε με τις απόψεις των ειδικών συγγραφέων των τεσσάρων αυτών άρθρων.
Ο π. Μαρτζούχος ορίζει την Πίστη ως «την εμπιστοσύνη ότι καθοδηγούμαστε απ’ τον Χριστό, σε όσα μπορεί να μας συμβούν». Είναι δε η «Εμπιστοσύνη» θεμελιώδους παρηγορητικής σημασίας για τις ψυχολογικές ανάγκες πολλών από εμάς.
Πρόκειται για την ευγενέστερη παραδοσιακή άποψη, χάρις στην οποία αφενός αποφεύγεται μια αδρομερής ανθρωπομορφική αντίληψη περί του θείου, ενώ αφετέρου δεν προβάλλεται αίτημα για χαριστικές παρεμβάσεις του θείου στην καθημερινότητα του πιστού. Ο ορθόδοξος χριστιανός φιλόσοφος Μπερντιάεφ θα ήταν ικανοποιημένος («αφήστε πια τα ταπεινωτικά κατηγορήματα του Θεού»).
Για τον κ. Στ. Ζουμπουλάκη, «Πίστη» είναι να συναντήσομε τον Θεό στο πρόσωπο του Αλλου – στον αναγκεμένο Διπλανό· να υπάρχομε εν αγάπη. Ενίοτε πάντως (όχι «διαρκώς»), το βλέμμα θα στρέφεται στην αιωνιότητα, ενώ όσα βρίσκονται πέρα απ’ τις ανθρώπινες δυνατότητες «τα εναποθέτομε προσευχητικά και με εμπιστοσύνη» στο θείον.
Πρόκειται για μια σπουδαία, κατά τη γνώμη μου, διπλή ανατοποθέτηση του ζητήματος: Ενώ τηρείται ανοιχτός ο δρόμος της Υπέρβασης για ό,τι κείται πέραν των ανθρωπίνων (κι είναι σημαντικό πως και εδώ είναι δρόμος Εμπιστοσύνης), η ζωντανή παρουσία του Θεού είναι ο Αλλος. Ή, ίσως, η αγαπητική στάση μας υπέρ του Πλησίον, μας φέρνει σε επαφή με την ουσία του Θεού που είναι Αγάπη (Ιωάννου Α’ επιστολή, δ’, 8: «ο Θεός αγάπη εστίν»). Αρα (αν επιτραπεί ο τολμηρός συλλογισμός), κατά την αγωνιστική μας συμπαράσταση προς τους πάσχοντες και τους αδικημένους («αγάπη»), συμμετέχομε κάπως της ουσίας του Θεού. Πρόκειται για μια πολύ εκλεπτυσμένη και υποστασιακώς καίρια άποψη. Είναι δε, νομίζω, συγγενής και προς μια ανάλογη άποψη του Σωκράτους: Αφενός η φύση του θείου είναι η Δικαιοσύνη (αφού «μόριον του δικαίου το όσιον», Ευθύφρων, 12d), ενώ αφετέρου εγώ «ευτυχώ όταν ζω δικαίως», Κρίτων, 48b. Αυτή λοιπόν η οιονεί-μέθεξη στην ίδια ουσία, είναι νομίζω μια σημαντική θεώρηση – όταν βέβαια και εάν κάποιος θέλει να τη συνειδητοποιήσει.
Η κ. Μ. Θεοχάρους περιγράφει την πίστη της ως «απόκριση προς έναν Θεό που βρισκόταν στο κουφάρι του κρεμασμένου αγοριού στο Αουσβιτς». Επομένως, λέει, «πίστη είναι αγώνας για τη ζωή του Αλλου». Είναι κατ’ αρχάς μια άποψη ανάλογη με εκείνην του κ. Ζουμπουλάκη· προσφέρει όμως επιπλέον και τον κλονισμό μπροστά στον απύθμενο ανθρώπινο Πόνο – μια ψυχολογική κατάσταση που μπορεί ν’ ανοίξει στιγμιαίο ρήγμα στη λογοκρατία μας…
Ο κ. Σ. Βιρβιδάκης δεν περιγράφει την εσώτερη ανάγκη για πίστη σε έναν Θεό ως απελπισία μπροστά στο Αγνωστο, ούτε ως φόβο έναντι των άπειρων Κινδύνων που με περιβάλλουν [1] – αλλά κυρίως ως την επιθυμία μου να αποκτήσω κανόνες διαβίωσης εν Κοινωνία [2]. Κι έτσι, προκύπτει «μια πίστη στην έμπρακτη αναγνώριση μιας ηθικής πραγματικότητας [στην ιερή αξία του ανθρώπινου προσώπου], και τον κοινό αγώνα ενάντια στον πόνο και στον θάνατο». Ο κ. Σ. Βιρβιδάκης, μάλιστα, προχωρεί σε μια παραδοχή ότι μια τέτοια πίστη ενδέχεται να είναι και χωρίς υπερβατικό Θεό. Την οποίαν όμως, παρά ταύτα, συνεχίζει να την αποκαλεί «θρησκευτική» – κι αυτό το οιονεί παράδοξον το παίρνω ως σκυτάλη, για να προσθέσω κι εγώ μερικά σχόλια αν μπορώ.
3. Είναι πολύ σημαντικό ότι τρεις διακεκριμένοι διανοούμενοι, την ίδια μέρα, ορίζουν την πίστη ως κοινωνία με τον Αλλον – κι ο ορισμός, εκ πρώτης όψεως, παραξενεύει: Εχομε συνηθίσει στο άλλο άκρο της πίστεώς μας να βρίσκεται ο Θεός, όχι ένας Ανθρωπος. Κι όμως, η ηθολογικής κατηγορίας Πίστη ενέχει όντως κάτι πολύ πολύ βαθύτερο.
α) Στο θεωρητικό επίπεδο, είδαμε ήδη ότι η θυσιαστική υπέρ του άλλου Αγάπη, συνιστά μέθεξη στην ουσία του θείου (που είναι «αγάπη» κατά Ιωάννην, «δικαιοσύνη» κατά Σωκράτην). Ωστόσο, για να είναι μια τέτοια πίστη «θρησκευτική», προϋποθέτει και μια εσώψυχη αίσθηση μιας αγαπητικής θεότητας.
β) Θεωρώ πάντως εξίσου σημαντική την αναφορά στον φρικτό ανθρώπινο φυσικό πόνο ή στην παρουσία μιας φρικτής αδικίας. Εκείνες τις στιγμές τις νιώθεις ως «οριακές καταστάσεις του Είναι» (Jaspers): Χτυπάς με ορμή πάνω στον τοίχο της απελπισίας – σαν τον κλονισμό μπροστά στο κουφάρι του παιδιού στο Αουσβιτς:
Τότε, ενδέχεται να κλονισθεί και ο Λόγος – ν’ ανοίξει μια ρωγμή και να περάσεις (για λίγο ή για πάντα) στην Υπέρβαση.
γ) Αποπειράθηκα να φαντασθώ πώς η ροπή προς τον Αλλον θα μπορούσε δυνητικώς να γίνει «συνάντηση με τον Θεό». Αν οι σκέψεις μου κριθούν ως εύλογες, τότε οι απόψεις των τριών διακεκριμένων συγγραφέων («αγωνίσου για το καλό του Διπλανού και θα βρεις τον Θεό»), αιτιολογούνται ακόμη περισσότερο.
Μένει ωστόσο και μια άλλη μορφή ιδιότυπης Πίστεως, εκείνη που αναθρώσκει τις νύχτες της σιγής του συνανθρώπου μας, που αναλογίζεται τα δισεκατομμύρια των γαλαξιών στο δικό μας σύμπαν, καθώς και τα παράλληλα σύμπαντα, που κινούνται εντός ακατάληπτων χώρων. Ο Στοχαστής εκείνος έχει την τιμή να ανήκει σ’ αυτό το πολλαπλό Μυστήριον. Είναι κατάπληκτος και σεμνός. Δεν διακρίνει περιθώρια για ανθρωπόμορφες παραμυθίες· τις αναζητεί σε μια βαθύτερη «εμπιστοσύνη του Ανήκειν». Και τότε, μερικοί βιώνουν ίσως και ένα είδος θρησκευτικής εμπειρίας – που είναι βεβαίως άρρητη. Δεν μπορεί να περιγραφεί, αλλά ούτε και να αμφισβητηθεί.
Τέλος, οι «πολλοί» τηρούμε μια πίστη παραδοσιακή (ποικίλλουσας θερμότητας), η οποία έχει πολύ γνωστά χαρακτηριστικά και δεν ήταν αντικείμενο αυτής της επιφυλλίδας.
[1]. Το λέει: «Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ δεν είναι ούτε το οντολογικό: “τι” ούτε το ψυχολογικό “γιατί”». Ωστόσο, λίγο αργότερα, μετά τις εκατόμβες του κορωνοϊού, θα αφήσει ασχολίαστη την «αίσθηση απουσίας ενός Παντοδύναμου Θεού που προνοεί για τα δημιουργήματά του».
[2]. «Το πώς εκδηλώνεται αυτή η πίστη, επιδρώντας στη συμπεριφορά [-μου] με τους Αλλους».
* Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι συγγραφέας, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Πηγή: kathimerini.gr
Σχόλια
Στην πράξη, ένας πατήρ Αντώνιος (που είναι και Πειραιώτης αν όχι και Δραπετσωνίτης) με την Κιβωτό του Κόσμου κάνουν καλή δουλειά χωρίς να περιβάλλουν αυτό που κάνουν με θεωρίες.
Από το άρθρο, πραγματικά, όπως λέει κι ο Μανώλης, μόνο ο πρόλογος του Λάκη αξίζει ένα λάϊκ.
Το υπόλοιπο, το κυρίως θέμα δηλαδή, το βρίσκω να γυροφέρνει ένα θέμα αλλά να το αποφεύγει.
Τέλος πάντων.
Αν "θείο" είναι η "αγάπη προς τον πλησίον" το ενδιαφέρον, η συμπαράσταση κλπ, μιλάμε για την βασική αρχή της δημιουργίας κοινωνίας -αν λείπουν αυτά γιατί να οργανωνόμαστε σε κοινωνίες- δηλαδή πράξη εγκεφαλική που χάνεται στο βάθος αιώνων της ιστορίας των ανθρώπων, αλλά σίγουρα υπήρξε εποχή πριν που οι άνθρωποι ήταν απλώς αγέλη. Γιατί να είναι "θείον" λοιπόν;
Αλλά κι αυτό το "θείον" μικρή σημασία θα είχε αν δεν συνδέεται με την έννοια της "δημιουργίας" η οποία έχει ακόμη μικρότερη σημασία αν δεν συνδεθεί με την έννοια "επέμβαση".
Νομίζω όλα αποκτούν νόημα αν αποδεχτούμε την "επέμβαση".
Κι όταν το μάθουμε -αν το μάθουμε- δεν θα έχει σημασία γιατί δεν θα μπορούμε να το μοιραστούμε με κανέναν "πλησίον" όπως λέει και το περίφημο για την φιλοσοφική του διάσταση ανέκδοτο με την ναυαγό στο ξερονήσι παρέα με την Μόνικα Μπελούτσι.
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.