Ξεκινώ ένα άρθρο για την παρούσα φάση του Μεταναστατευτικού με αυτό τον αλλόκοτο τρόπο γιατί πέρα από τις στατιστικές και τους αριθμούς, που είναι βέβαια καίρια σε ένα τόσο βαθιά πολιτικό ζήτημα, στην στάση μας ως κοινωνία χρειαζόμαστε στο μεταναστευτικό ένα απήχημα, που το λέγανε οι βυζαντινοί, ένα πνεύμα, να οδηγήσει και τον νου και την καρδιά μας. Αρχίζω όμως από τα πρακτικά. Εν αρχή ην η γεωγραφία: είμαστε στην αιχμή του μεταναστευτικού χάρη στη θέση μας ανάμεσα στη Δύση και στην Ανατολή. Το Μεταναστευτικό —του οποίου, παρεμπιπτόντως, το προσφυγικό ζήτημα είναι ένα υποσύνολο, ένα μέρος— δεν το αποζητήσαμε, κατακέφαλα μας ήρθε. Αλλά βλέπω εδώ μια τραγική ειρωνεία, γιατί το μεταναστευτικό είναι η άλλη όψη του μεγαλύτερού μας προνομίου, όπως το αντιλαμβανόμαστε: της θέσης μας στον χάρτη, αυτό το οποίο κάποιοι εκφράζουν λέγοντας πως «έχουμε το καλύτερο οικόπεδο». Και όπως και η αρχαία τραγωδία, που μιλάει για τα αδιέξοδα και τα παράδοξα της ανθρώπινης φύσης, έτσι και το μεταναστευτικό, είναι ταυτόχρονα και αδιέξοδο και παράδοξο: το καλύτερο οικόπεδο μου θέλατε;—είναι σα να να ρωτάει η μοίρα μας. Ε, πάρτε και το Μεταναστευτικό, μπουναμά!
Η θέση μας είναι ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση, και αυτός είναι και ένας από τους λόγους —κάποιοι στην Ελλάδα το αγνοούν αυτό— που γοητεύουμε τους Δυτικούς ως τουριστικός προορισμός, μαζύ με τα υπέροχα νησιά μας. Αλλά η θέση μας μάς καθιστά ιδανικό τόπο για κατασκευή αόρατης γέφυρας, που δυστυχώς κατασκευάστηκε, και το Αιγαίο είναι σα μια χύτρα, όλο τρύπες, ένα σύνορο που προκαλεί και προσκαλεί να το παραβιάζουν κάθε μέρα. Η πιο επίκαιρη έκφανση του Μεταναστευτικού, όπως τρέχει τώρα στη δημόσια σφαίρα και άρα και στη δημοσιότητα, είναι στην πρόθεση της κυβέρνησης να μεταφέρει μετανάστες από τα λεγόμενα ΚΥΤ, τα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (γνωστά και ως hotspots) στα νησιά, στην ηπειρωτική Ελλάδα. Αυτό ανακοινώθηκε ως κυβερνητικό σχέδιο χθες. Αλλά τα πρώτα βήματα, μεμονωμένων μεταφορών, έγιναν ήδη τις τελευταίες βδομάδες. Και μαζί είχαμε και τις πρώτες αντιδράσεις σε ορισμένες τοπικές κοινωνίες. Οι φωνές που κυριάρχησαν από τις τοπικές κοινωνίες στις πρώτες μετεγκαταστάσεις είναι φωνές άγριες, και ως γνωστόν ο καλύτερος τρόπος να σε προβάλλουν τα ΜΜΕ είναι να φωνάζεις, όσο δυνατότερα και αγριότερα μάλιστα, τόσο καλύτερα —και ως εξ αυτού, δηλαδή από τις πολλές τηλεμεταφερθείσες αγριοφωνάρες, και όχι από την πραγματική ένταση των τοπικών αντιδράσεων, έγιναν θέμα σε όλη την Ελλάδα οι κάποιες, μικρές και λιγοστές και ολιγάριθμες, αντιδράσεις. Οσοι συμμετείχαν σε τέτοιες φωνακλάδικες εκδηλώσεις ταιριάζουν στο μοντέλο των συνήθως περιγραφόμενων ως «αγανακτισμένων πολιτών». Μόνος αντίλογος σε αυτές τις ομάδες, πολύ πιο περιορισμένος και χαμηλόφωνος —και άρα με πολύ λιγότερη προβολή— ήταν από ομάδες με πολιτικές βάσεις, άλλες από μικρά κόμματα της Αριστεράς, άλλες των συχνά λεγόμενων «δικαιωματιστών», ανθρώπων με αγαθές προθέσεις, το δίχως άλλο. Αλλά και οι αντιδράσεις των τελευταίων πάσχουν καθώς είναι φορτωμένες με ετικέτες πολιτικές, και κατά τούτο δεν έχουν ψυχικό έρεισμα. Αγριοφωνάρες από τη μια, ξύλινη πολιτική γλώσσα από την άλλη, δεν βγάζουμε άκρη. Γι’ αυτό ξαναγυρνώ στον τίτλο του άρθρου, τον οποίο εννοώ κυρίως μεταφορικά, αλλά όχι μόνο: ένα τραγούδι χρειαζόμαστε, για να αντιμετωπίσουμε σωστά ως κοινωνία το Μεταναστευτικό. Είναι στη φύση μας, Ελληνες είμαστε, έτσι είμαστε φτιαγμένοι: αν δεν βρούμε τη σωστή ψυχική στάση στο πρόβλημα, το τραγούδι μας, τον δικό μας χαβά, το δικό μας πνεύμα, δεν πρόκειται να το λύσουμε, όσο και αν πολιτικολογούμε, από τη μια ή την άλλη μεριά. Αλλά πριν μιλήσω για το ίδιο το τραγούδι, θέλω να κρίνω τη στάση των «αγανακτισμένων πολιτών» αλλά και, κυρίως, των δυνάμεων που τους υποκινούν. Η κριτική μου έχει τρεις βάσεις: τη λογική, την πολιτική και την πολιτισμική.
Για να εμφανιστεί ολόκληρο το άρθρο πατήστε protagon.gr
Τα τρία αυτά τραγούδια αναφέρονται στο τέλος του άρθρου
Αλησμονώ και χαίρομαι - Ηπειρώτικο πολυφωνικό
Άνοιξε γιατί δεν αντέχω , του Γιάννη Παπαϊωάννου, στίχοι Μπάμπη Βασιλειάδη, με Σ.Μπέλλου και Β. Περπινιάδη, 1948
Το μινόρε της αυγής των Μίνωα Μάτσα και Σπύρου Περιστέρη, με Α.Χατζηχρήστο, Μ.Βαμβακάρη και Γ.Σταματούλη, 1936