Η Αρεντ παρουσίαζε τον ολοκληρωτισμό ως σύνθεση πολλαπλών στοιχείων που είχαν διαμορφωθεί στην Ευρώπη καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα: του αντισημιτισμού, του ιμπεριαλισμού, της αποικιοκρατίας και του ρατσισμού. Στις αρχές του αιώνα είχε αναδυθεί ένας νέος τύπος εθνικισμού, θεμελιωμένος πάνω στη συμμαχία ανάμεσα στο κεφάλαιο και στον «όχλο», η πρώτη ενδεικτική αποκάλυψη του οποίου ήταν η υπόθεση Ντρέιφους. Λαϊκισμός, δημαγωγία, ξενοφοβία, μίσος για τους Εβραίους ήταν τα ουσιώδη συστατικά του.
Ο νεότερος αντισημιτισμός, όχι πλέον θρησκευτικός αλλά φυλετικός, δεν απέβλεπε στο να εξαλείψει την εβραϊκή ετερότητα με την αφομοίωση, αλλά ήθελε να τη μετατρέψει σε καταλύτη του εθνικιστικού και φυλετικού μίσους. Ο ιμπεριαλισμός αντιλαμβανόταν τον μη ευρωπαϊκό κόσμο ως μια πελώρια πηγή εδαφών που μπορούσαν να μετατραπούν σε αποικίες, καθώς ήταν ανοιχτά στην επέκταση του κεφαλαίου (σύμφωνα με τη θεώρηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ) και στην κατάκτηση ενός «ζωτικού χώρου» για τις δυτικές δυνάμεις. Διατυπωμένη θεωρητικά το 1904, από τον γεωγράφο Φρίντριχ Ράτσελ, η έννοια του ζωτικού χώρου (Lebensraum) δεν ήταν παρά μια προσπάθεια επιστημονικής νομιμοποίησης, με τις ιδέες του κοινωνικού δαρβινισμού, μιας πρακτικής της οποίας ο βρετανικός και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός ήταν τα υποδείγματα.
Το μοίρασμα του κόσμου δικαιολογούνταν, στα μέσα του 19ου αιώνα, από μια ρατσιστική ιδεολογία, η οποία κατέτασσε ιεραρχικά το ανθρώπινο γένος σε ανώτερες και κατώτερες κατηγορίες (η Αρεντ ακολουθούσε τα ίχνη της κυρίως στον Γκομπινό), σύμφωνα με μια προσέγγιση που ο ευρωπαϊκός ρατσισμός θα ερμηνεύσει σε μια βιολογική προοπτική στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών και που ο ναζισμός θα εξωθήσει στα άκρα, ώς το σημείο να επιδιώκει την εξάλειψη ολόκληρων ομάδων. Με τον συνδυασμό εξόντωσης των αυτοχθόνων και γραφειοκρατικής διοίκησης των κατακτημένων περιοχών, η αποικιοκρατία υπήρξε το πρώτο εργαστήρι σχεδιασμένων σφαγών του εικοστού αιώνα.
Μέσα από αυτή την αναμέτρηση με τον μη ευρωπαϊκό κόσμο, τον ξένο προς τη Δύση αλλά υποταγμένο στην κυριαρχία της, ο ιμπεριαλισμός σφυρηλάτησε την ιδέα μιας «κατάκτησης του ζωτικού χώρου», εσωτερικεύοντάς την ως «φυσικό νόμο» της ιστορίας. Στην Ασία και στην Αφρική, χάρη στους αποικιακούς στρατούς και τις κυβερνήσεις τους, άρχισε να πραγματοποιείται μια «εκπολιτιστική αποστολή», της οποίας η συνέπεια θα είναι συχνά η εξόντωση των «κατώτερων φυλών». Ο ναζισμός δεν θα προσθέσει κάτι άλλο, εκτός από το να εφαρμόσει αυτές τις ίδιες αρχές σε ευρωπαϊκούς λαούς. Το νέο στοιχείο που κομίζει ο ολοκληρωτισμός φωτίζεται από τη δημιουργία ενός πρωτόγνωρου κοινωνικού θεσμού: των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Γεννημένα στη Νότια Αφρική, στα τέλη του 19ου αιώνα, εισήχθησαν στην Ευρώπη κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο κι έπειτα χρησιμοποιήθηκαν από τον ναζισμό και τον σταλινισμό για τον εγκλεισμό όσων απέκλιναν από τους πολιτικούς, κοινωνικούς και φυλετικούς «κανόνες».
Σύμφωνα με την Αρεντ, τα στρατόπεδα ολοκλήρωναν μια διαδικασία εξάλειψης της ανθρώπινης ιδιότητας και της προσωπικότητας που είχε αρχίσει με την εκμηδένιση του ατόμου ως μοναδικού όντος και ως υποκειμένου του δικαίου. Η Αρεντ έβλεπε τη δημιουργία μιας κατηγορίας κοινωνικών παριών, αληθινών «εκτός νόμου» -εξαιτίας της κατάστασής τους ως απάτριδων (stateless), αποκλεισμένων από το σύστημα των εθνών-κρατών και επομένως από κάθε νομική αναγνώριση- ως το πρώτο βήμα μιας μακράς διαδρομής της οποίας η ακραία κατάληξη θα είναι οι ναζιστικοί θάλαμοι αερίων, όπου η έλλειψη νομικής αναγνώρισης παραχωρούσε τη θέση της στη φυσική εξόντωση μιας ομάδας που κρινόταν ανάξια να κατοικεί στον πλανήτη. Ερμηνευμένα σε αυτή την προοπτική, τα στρατόπεδα γίνονταν οι τόποι μιας ανθρωπολογικής ρήξης, επειδή το πείραμα που γινόταν εκεί ήταν ούτε λίγο-ούτε πολύ «μια μεταβολή της ανθρώπινης φύσης».
Το 1954, η Αρεντ συνόψιζε τη δική της αντίληψη για τον ολοκληρωτισμό ορίζοντάς τον, με τη μέθοδο του Μοντεσκιέ, ως ένα νέο ιστορικό φαινόμενο, του οποίου η ιδεολογία αποτελούσε την ιδρυτική του αρχή και ο τρόμος το εργαλείο του. Οι «νόμοι» τους οποίους επικαλούνταν ο ολοκληρωτισμός δεν ανήκαν στο δίκαιο -με αυτή την έννοια ο ολοκληρωτισμός είναι ένα σύμπαν «χωρίς νόμους»- αλλά στη φύση. «Η νομιμότητα του ολοκληρωτισμού, που εφαρμόζει τους νόμους της φύσης και της ιστορίας -έγραφε η Αρεντ-, δεν ενδιαφέρεται για τη μετάφρασή τους σε κανόνες του καλού και του κακού που θα χρησιμοποιούνται από τα άτομα, αλλά τους εφαρμόζει απευθείας στο “είδος”, δηλαδή στην ανθρωπότητα».
Ο ολοκληρωτισμός αποκάλυπτε έτσι τη ριζική ασυμβατότητά του με το πολιτικό, το οποίο προϋποθέτει τον πλουραλισμό των ατόμων στους κόλπους ενός δημόσιου χώρου. Η Αρεντ ερμήνευε τον ολοκληρωτισμό όχι ως απλή απορρόφηση του ατόμου από το κράτος, αλλά ως μια εμπειρία που καταστρέφει το πολιτικό, νοούμενο ως τόπο έκφρασης της πολλαπλότητας των ανθρώπων, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε ούτε ελευθερία ούτε δυνατότητα δράσης. Η φιλοδοξία και η πολυπλοκότητα ενός έργου όπως «Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού» ήταν φυσικό να προκαλέσουν κριτικές. Αν η υπαρκτή συνέχεια ανάμεσα στον αντισημιτισμό, τον ρατσισμό και τον ιμπεριαλισμό είναι προφανής στην περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας, εμφανίζεται πολύ προβληματική στην περίπτωση της ΕΣΣΔ, της οποίας οι ρίζες δεν βρίσκονταν προφανώς ούτε στον αντισημιτισμό ούτε στην επέκταση του κεφαλαίου.
Επιπλέον, γραμμένο στο τέλος του πολέμου, το έργο της Αρεντ δεν έκανε καμία σαφή διάκριση ανάμεσα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και στρατόπεδα εξόντωσης, περιοριζόμενο στον ισχυρισμό ότι η «Κόλαση» (η προγραμματισμένη εξόντωση) είχε φτάσει στο απόγειό της στον ναζισμό και δεν ήταν ο κανόνας στα σοβιετικά στρατόπεδα. Αυτή η έμπνευση όμως έμενε χωρίς συνέχεια και σε όλο το βιβλίο της γινόταν λόγος για ένα πολύ αφηρημένο στρατοπεδικό σύμπαν, όπου δεν ήταν ορατή η διαφορά που υπήρχε ανάμεσα στο γκουλάγκ και στο Αουσβιτς, ανάμεσα στην καταναγκαστική δουλική εργασία και στη ρατσιστική γενοκτονία. Με αυτή την προσέγγιση, η ιστορική μοναδικότητα του ναζισμού χανόταν. Θα πρέπει ωστόσο να υπογραμμίσουμε την πρωτοτυπία του έργου της Αρεντ στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Αυτή μελετούσε τον αντισημιτισμό και τον ιμπεριαλισμό του 19ου αιώνα ως τα αναγκαία εργαστήρια για την ανάπτυξη του νεότερου ολοκληρωτισμού και προσδιόριζε ως προδρόμους του έναν επικριτή της φιλοσοφίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου όπως ο Εντμουντ Μπερκ, έναν ιδεολόγο ρατσιστή όπως ο Αρτούρ ντε Γκομπινό, καθώς και έναν παθιασμένο θιασώτη της αποικιοκρατίας όπως ο πρωθυπουργός της βασίλισσας Βικτωρίας Μπέντζαμιν Ντισραέλι. Αυτή η προσέγγιση τοποθετεί το βιβλίο της, παρά τις προκαταλήψεις που σημάδεψαν την πρόσληψή του (ή μάλλον, όπως στην Ευρώπη, τη μη πρόσληψή του), σαφώς στο στρατόπεδο του αριστερού αντιολοκληρωτισμού.
Πηγή: https://www.efsyn.gr/themata/idees-palies-kai-nees/206108_anatomia-toy-oloklirotismoy