την απόφαση να το σκάσει, κοντά στην ενηλικίωση, από το σπίτι και να ζήσει αυτοσυντήρητος, αποδεχόμενος την ομοφυλοφιλία του, τη νεανική δημιουργικότητα στο σπίτι των Εξαρχείων, την αδερφική σχέση με τον Αλέξη Μπίστικα, την παρέα με την Πάολα, τη μαθητεία πλάι στον Γιάννη Τσαρούχη, την αγάπη στον Μάνο Χατζιδάκι, την επιρροή του Γιώργου Κουμεντάκη, το ταίριασμα με την Αγγελική Στελλάτου, την καλλιτεχνική κυψέλη της Μαίρης Τσούτη, την επίδραση της Σχολής Καλών Τεχνών, τις νύχτες που πέρασε πορτιέρης στο Mad της Συγγρού, τα ξενύχτια, στιγμές στα γκέι στέκια όπως οι Μούσες στην Πλάκα, το Alexander's στο Κολωνάκι και ο Πήγασος στα Εξάρχεια, τις βραδιές στο Graffiti στην Ομόνοια, την πιάτσα στην οποία κατέβαινε τις νύχτες η Αθήνα και ηλεκτριζόταν.
Τα μπλουζ μιας άγριας νιότης αποτυπώθηκαν σε εικόνες, κίνηση και ξεκάθαρη ομοερωτική ατμόσφαιρα. Η συγκίνηση πολλαπλασιάστηκε, η σωματική εξερεύνηση έγινε πιο λεπτομερής, το κοινό γιγαντώθηκε και έτρεξε στις παραστάσεις του με ηδονοβλεπτική μανία. Από τα αρχικά κόμικς ως την πιο πρόσφατη δουλειά του Δημήτρη Παπαϊωάννου, το αγόρι με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό είναι εκεί και αναζητά την αλληλεπίδραση.
Το μόνο που άλλαξε είναι ο τρόπος. Τη δεκαετία του '80, μεθυσμένες από το πανκ κίνημα και επιθετικές από την ορμή των νιάτων, οι άγουρες εικαστικές του αναζητήσεις εκφράστηκαν με κάρβουνο και μολύβι, στο «Παρά πέντε» αλλά και στα πέντε τεύχη του περιοδικού «Κοντροσόλ στο χάος», αυτού του πρώιμου queer fanzine που ονειρεύτηκαν με τον Αλέξη Μπίστικα και τον Παύλο Αβούρη. Το γυμνό ήταν ανδρικό, το βλέμμα ζούμαρε στην επαφή, το περιεχόμενο συχνά άγγιζε το vulgar, το συναίσθημα όμως ήταν εκεί, τρυφερό και ατόφιο.
Έπειτα, μπήκε στη μέση το σώμα ως μέσο έκφρασης. Με τα πρώτα πειραματικά βήματα της Ομάδας Εδάφους, τις σκληρές, μεθυστικές γκέι περφόρμανς, τα ντουέτα σαν γλυπτά που έφτιαχνε για τα βράδια στην Κατάληψη της 3ης Σεπτεμβρίου. Από κει βγαίνοντας ένα βράδυ άκουσε την προφητική ατάκα της Μελίνας Μερκούρη που του είπε: «Είσαι ένα κρασί που εξάγεται. Θέλω να παθιαστώ με αυτό το πράγμα». Την επομένη, ο αδερφός της Σπύρος του τηλεφώνησε και «παρήγγειλε» τη Μήδεια για λογαριασμό της Αμβέρσας - Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Πράγματι, εκείνος έβαλε την προδομένη φόνισσα στο νερό, δημιούργησε συγκλονιστικά tableaux vivants, χρησιμοποίησε με έναν drag τρόπο τα ακραία συναισθήματα και τις μουσικές του Μπελίνι και υπέγραψε μια παράσταση που άλλαξε για πάντα τον τρόπο που συνδιαλεγόμαστε με το παρελθόν.
Τη δεκαετία του '90, η προσκόλλησή του στον τσαρουχικό λυρισμό ταίριαξε με την επιμονή του να φτιάχνει παραστάσεις με τη ματιά ενός «ομοφυλόφιλου παρατηρητή σωμάτων σε ένα αρχαιολογικό μουσείο της Ελλάδας», όπως του αρέσει να λέει. Οι ριπές κλασικών εικόνων, η αποθέωση της ομορφιάς του σώματος, η δραματική διάσταση της μοναξιάς, ο θρίαμβος της κίνησης και της κομψότητας καθιέρωσαν ένα θέατρο εικόνων με σπαράγματα Ιστορίας. Και σήμερα, πια, φιλτραρισμένα όλα από την παγκόσμια αποδοχή, πιο κατασταλαγμένα και πιο στοχαστικά, τον οδηγούν στην αρχή της πορείας του: τα μέσα λιγοστεύουν, οι άνδρες του παραμυθιού πολλαπλασιάστηκαν, αλλά εκείνος, πιο προσωπικός, σχεδόν διάφανος, σε έναν διανοουμενίστικο μινιμαλισμό, ξέρει ότι η θεματολογία δεν θα αλλάξει ποτέ.
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου δεν έκρυψε ποτέ την ομοφυλοφιλία του. Και συγχρόνως δεν διεκδίκησε ποτέ τον τίτλο του συνειδητοποιημένου ακτιβιστή. Όσα είχε να πει τα φανέρωνε, ό,τι υπερασπιζόταν το εξιδανίκευε, αξιοποιώντας την εικονοκλαστική του δύναμη. Έχοντας πάντα ως αφετηρία μια λευκή κόλλα κι ένα μολύβι, κατάφερε να γεμίσει τις σκηνές ποίηση, χωρίς να αρθρώσει μισή κουβέντα, βγήκε νικητής από το debate με την ιλιγγιώδη επιτυχία, χορογράφησε την κλασική ομορφιά χωρίς να μας λιγώσει, εξιδανίκευσε τη γυναικεία μορφή και αποδόμησε την ανδρική, ανέβασε στη σκηνή τον οικουμενικό σαρκικό πόθο μέσα από ανδρικά σώματα, αφηγήθηκε τον έρωτα, τις ρωγμές και τα παράδοξά του, χωρίς να μας λερώσει το όνειρο, έφτιαξε μύθους, έστω και αυτοαναφορικούς, με καταγωγή ελληνική, έβαλε τις ομοερωτικές του ανησυχίες στο μεγάλο πλαίσιο. Γαργάλησε τις αισθήσεις μας με «πειραγμένα» αρχέτυπα, αλλά τουλάχιστον μας έβαλε να περπατήσουμε μαζί στα ερωτικά του οράματα και γίναμε το τρίτο πρόσωπο σε αυτό το απροσπέλαστο, αρχικά, ανδρικό ντουέτο. Δεν είναι και λίγο.
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΙ ΕΙΛΙΚΡΙΝΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΠΟΤΕ:
«Το έσκασα από το σπίτι στα 18 γιατί δεν επιτρεπόταν να είμαι ούτε ομοφυλόφιλος ούτε καλλιτέχνης. Από τότε ζω μόνος μου. Στο Κολέγιο ήμουν συμμαθητής με τον Αλέξη Μπίστικα, ο οποίος υπήρξε πάντα πιο έξυπνος, πιο ενημερωμένος, πιο ανήσυχος. Την ομοερωτική τέχνη, από τα Σονέτα του Σαίξπηρ ως τον Καβάφη, τα γνώρισα από εκείνον. Ήταν ένας διάολος που με βούτηξε στην καλλιέργεια. Ο Αλέξης, που έβραζε στην queer πραγματικότητα του Λονδίνου, ερχόταν πίσω με το κεφάλι γεμάτο ιδέες. Χόρευε στα κλαμπ με τον Τζίμι Σόμερβιλ και τον Mόρισεϊ κι έπειτα ερχόταν πίσω σ' εμάς, τα βλαχάκια, και μας φύτευε ιδέες για fanzine. Εμείς, εκείνη την post punk εποχή, ζούσαμε πολλά βήματα πίσω.
Με θυμάμαι ανενημέρωτο, να βασανίζομαι μέχρι να αποφασίσω τι θα κάνω. Ήμουν μόλις 14 ετών και καθώς είχα ήδη σεξουαλικές σχέσεις με κορίτσια φοβόμουν πως, αν δοκίμαζα κάτι άλλο, δεν θα ήμουν αρκετά άνδρας μετά. Θεωρούσα ότι η ομοφυλοφιλία σού μειώνει τον ανδρισμό. Ένιωθα αφόρητη θλίψη με τις πλατωνικές σχέσεις που είχα με αγόρια που ήταν στρέιτ, καθώς ήθελα τη σωματική τρυφερότητα.
Από το coming out και μετά όλα άλλαξαν. Άρχισα να νιώθω proud to be gay. Κολυμπούσα σε μια ιδιαίτερη δεξαμενή ευαισθησίας και ένιωθα πως οι καλλιτεχνικές μου ρίζες θα τρέφονταν μέσα σε αυτό το σύμπαν. Όταν βρέθηκα μόνος μου στον κόσμο υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην κρυφτώ ποτέ. Ήθελα να μη συμβιβάζομαι στη ζωή μου λόγω της σεξουαλικής μου φύσης. Αυτό είχε μια επαναστατικότητα που δεν ήταν συνειδητή, είχε απλώς τη ζωική φόρα των νιάτων. Το "Κοντροσόλ στο χάος" ήταν ένα πούστικο, αναρχικό, βομβιστικό περιοδικό. Ήταν παιδί του Αλέξη. Εκείνος ήθελε να βγάλει ένα fanzine με έντονη κοινωνική παρεμβατικότητα που θα ήταν from the queer point of view. Τότε, φυσικά, δεν υπήρχε η λέξη queer, αν και είχαμε δημοσιεύσει το ομώνυμο διήγημα του Μπάροουζ μεταφρασμένο. Είχα κάνει επί τούτου μια πολύ ωραία εικονογράφηση γεμάτη αιμορροΐδες, καθώς το κείμενο τελειώνει με τον ήρωα να πεθαίνει όπως η Ισιδώρα Ντάνκαν, γιατί πιάνονταν στις πίσω ρόδες του αυτοκινήτου οι αιμορροΐδες του. Έχοντας ήδη δημοσιεύσει στο "Παρά Πέντε" το πρώτο μου σκληροπυρηνικό και αναρχο-ομοφυλοφιλικό κόμικ, δεν είχα φραγμούς αλλά ούτε και την αίσθηση ότι θα αφυπνίσω κανέναν.
Υπήρξα πάντοτε το είδος του καλλιτέχνη που ονομάζουμε ιδιοσυγκρασιακό. Δεν μπορούσα να εκφράσω κάτι αν δεν είχε χαρακτήρα εκμυστηρευτικό. Όταν φεύγεις από την πατρική μπότα, δοκιμάζεις πόσο ελεύθερος μπορείς αλλά και αντέχεις να ζήσεις. Εγώ τότε δεν είχα κανένα όριο. Ούτε και κανείς με σταμάτησε. Προφανώς και έφαγα ξύλο, και κράξιμο και μπούλινγκ, αλλά δεν αποδέχτηκα τη θυματοποίηση. Ξέραμε ότι, μπαίνοντας τα βράδια σε ένα σκοτεινό πάρκο μαζί με κάποιον αρκετά θηλυπρεπή, κινδυνεύαμε να μπλέξουμε, αλλά πηγαίναμε.
Η Πάολα μας είχε περιγράψει τέλεια με μια λέξη: "αλητόπουστες". Αυτό ήμασταν. Ελπίζαμε στην απελευθέρωση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας. Δεν θέλαμε κανένας να εξασφαλίζεται πίσω από την ταυτότητα του γκέι. Θέλαμε fluidity: να κοιμόμαστε με στρέιτ αγόρια, να υπάρχει μια κινητικότητα. Θέλαμε την επιθυμία, όχι την ταυτότητα του ομοφυλόφιλου. Έτσι, θα διστάσω πάρα πολύ να σου μιλήσω για γκέι θέματα στις παραστάσεις μου. Θα σου μιλήσω για έντονη ομοερωτική ατμόσφαιρα. Δεν με ενδιέφερε να μιλήσω για τον έρωτα δύο ανδρών αλλά για τον έρωτα γενικά. Απλώς χρησιμοποιούσα δύο ανδρικά σώματα.
Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να εκφράσω με κάθε λυσσασμένο μέσο τη σεξουαλικότητά μου και το καλλιτεχνικό ζώο που είχα μέσα μου, αλλά ποτέ για να βοηθήσω κάποιον. Είμαι περήφανος που τρεις γενιές τώρα με θεωρούν σημαντικό για το coming out τους, αλλά ποτέ δεν ένιωσα ότι ηγούμαι κάποιου κινήματος. Απλώς, είχα τη φοβερή τύχη να είμαι τρομερά δημοφιλής, χωρίς να υποδύομαι ότι είμαι στρέιτ. Είναι καθοριστικό για τη ζωή των ανθρώπων να είναι αγαπητοί, χωρίς να αλλάζουν το είναι τους. Υπήρχε πάντα μια λαϊκή διάσταση στον εαυτό μου που δημιουργούσε μια δόνηση στο κοινό. Τους συγκινούσα, χωρίς πάντα να καταλαβαίνουν τους λόγους.
Στη ζωή μου η τύχη υπήρξε καθοριστικός παράγοντας. Μια μεγάλη τύχη ήταν που χτύπησα την πόρτα του άγιου Τσαρούχη. Δεν είχα την καλλιέργεια να εκτιμήσω το μεγαλείο του. Αυτό που αναζητούσα ήταν μια πατρική φιγούρα, έναν σύμμαχο, έναν κοσμαγάπητο καλλιτέχνη, όπως ήταν εκείνος τότε, για να συμπορευτώ. Ήξερα ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Αλλά ποτέ δεν μιλήσαμε γι' αυτό το ζήτημα. Καταλαβαινόμασταν χωρίς καμία νύξη. Ένα μόνο βράδυ, που ήμασταν με τον Αλέξη οι τρεις μας στο σπίτι του, μας διάβασε μερικά διηγήματά του, σαν πορνογραφήματα, που είχε γράψει μιμούμενος το ύφος του Ταχτσή. Ήταν σαν μια τελετή παραδοχής.
Μία μόνο παράστασή μου πρόλαβε να δει ο Τσαρούχης, το Δωμάτιο Ι. Ένα τρίο με αρβύλες και τρεις άνδρες, μια σούπερ πανκ γκέι περφόρμανς που παρουσιάσαμε στο Παλιό Σαπωνοποιείο της Ελευσίνας. Χωρίς μουσική, με κάτι ξεσπάσματα από τους Βirthday Ρarty και πρωταγωνιστές έναν ντυμένο, έναν γυμνό, έναν φαντάρο και ένα κρεβάτι το οποίο διαλυόταν. Δηλαδή ό,τι ακριβώς κάνω σε όλη μου τη ζωή. Στο τέλος, εν είδει συγχαρητηρίων, ο Τσαρούχης μου ψιθύρισε: "Εμείς δεν θα τολμούσαμε ποτέ να φτιάξουμε κάτι τέτοιο".
Δεν με ενδιέφερε να κατηγοριοποιηθώ ως ομοφυλόφιλος καλλιτέχνης. Όχι γιατί φοβόμουν πως με τις παραστάσεις μου αυτοβιογραφούμαι και άρα θα ξεγυμνώνομαι διαρκώς αλλά γιατί δεν ήθελα να μπω στην υποκατηγορία της υποκουλτούρας. Δεν ήταν το gay art αλλά το human art αυτό για το οποίο αγωνιούσα. Δεν ήθελα ποτέ να είμαι καθορισμένος. Δεν αντιλαμβάνομαι τη δημιουργία ως φεμινιστική ή γκέι. Δεν έχω αντίρρηση που υπάρχει, αλλά η δική μου τέχνη ήθελα να βάζει τα θέματα στο μεγάλο πιάτο, εκεί απ' όπου τρώνε όλοι. Δεν ήθελα να τα σερβίρω σε μια περιθωριακή παρεΐτσα, να είμαστε μεταξύ μας και να λέμε: "Κοίτα τι ωραία που είναι αυτή η ψωλή που κρέμεται μπροστά μας".
Δεν με ενδιαφέρει να συνομιλώ με λίγους και να αυτοθαυμαζόμαστε για το πόσο ελεύθεροι είμαστε μεταξύ μας. Ούτε και να αγκιστρωθώ στο queer κομμάτι της δουλειάς μου και να γίνω ο βασιλιάς μιας υποκατηγορίας. Πάντοτε, ακόμα και τώρα, θέλω τον πολύ κόσμο, τη μεγάλη κλίμακα. Θέλω το point of view μου να απευθύνεται στο μεγάλο κοινό και όχι στο ειδικό. Και αυτό δεν αφορά μόνο την ομοφυλοφιλία μου, αφορά κι άλλα στοιχεία της ταυτότητάς μου της καλλιτεχνικής, όπως η αβανγκαρντίλα. Εγώ αυτό που έκανα είναι που έβαλα αυτά τα θέματα στη μεγάλη πίστα. Και μάλιστα εισπράττοντας αδιανόητη επιτυχία και αγάπη.
Εσείς που με γνωρίζατε από πριν δεν έχετε αίσθηση πόσοι χιλιάδες άνθρωποι με μάθανε μετά την Τελετή Έναρξης της Ολυμπιάδας. Ήταν τεράστιο το άνοιγμα του κοινού και το έδαφος παρθένο για να μιλήσω. Τη μόνη συνειδητά ακτιβιστική, αν θες να την πεις έτσι, πράξη της ζωής μου την έκανα την επομένη της Ολυμπιάδας. Προσγειώθηκα με μια παγκόσμια, τερατώδη φήμη που δεν ήξερα τι να την κάνω και πού να την δώσω. Και ευτυχώς σκέφτηκα να την προσφέρω με την καρδιά μου σ' εκείνους που ακόμα δίσταζαν. Παραδέχτηκα σε συνέντευξη στο περιοδικό «10%» την ομοφυλοφιλία μου και τους έδειξα πως ο άνθρωπος που εκείνη τη στιγμή φαινόταν παγκοσμίως αποδεκτός είναι ομοφυλόφιλος. Ήταν σαν να είχα ένα μεγάλο κεφάλαιο στην τράπεζα και αποφάσισα να το επενδύσω.
Στο Ζάππειο, πιάτσα δοξασμένη στα νιάτα μας, υπάρχει το γνωστό άγαλμα του Έρωτα, ο οποίος σπάει στο πόδι του το τόξο. Αυτό αγάπησα κι αντέγραψα τον Έρωτα που έβαλα να ίπταται πάνω από το Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας. Ήταν μια προσωπική κρυφή στιγμή που τρύπωσε στην Τελετή Έναρξης. Μια δεύτερη, για τη δική μου ψυχολογία, ήταν η στιγμή των δύο ανδρών που, παίζοντας κρουστά, έστηναν έναν ιδιότυπο διάλογο μεταξύ Αθήνας και Ολυμπίας. Η "συνομιλία" ξεκινούσε με τον συντονισμό και κατέληγε με την εκσπερμάτωση και τη γονιμοποίηση. Έφυγε σαν σπερματοζωάριο η φωτιά και γονιμοποίησε το νερό, ανάβοντας τους πέντε κύκλους. Ο τρόπος που 70.000 άνθρωποι ανταποκρίθηκαν στην ιδέα αυτή και σηκώθηκαν όρθιοι από ενθουσιασμό ήταν για μένα ο ορισμός της σεξουαλικής ενέργειας.
Έχει αλλάξει όντως ο τρόπος που παρουσιάζω τη σεξουαλικότητα με τα χρόνια. Εξομοιώθηκε το γυναικείο σώμα με το αρσενικό, σταμάτησε ο σαρκικός πόθος και η δραματική διάσταση της μοναξιάς. Ανέβηκαν όλα σε ένα υπαρξιακό και φιλοσοφικό επίπεδο, ενατενιστικό σε σχέση με τη ζωή. Το σώμα, πια, παρουσιάζεται και άφθαρτο και φθαρτό και ο αισθησιασμός του είναι εντοπισμένος στην πνευματικότητα. Αυτό, όμως, εισπράττεις τελικά από τα ελληνικά γυμνά: δεν σε οδηγούν στην καύλα αλλά στην ανάταση.
Σήμερα η κουβέντα έχει πάει αλλού: με ρωτάνε γιατί υπάρχουν μόνο λευκά δέρματα στις παραστάσεις ή γιατί εκτίθεται με διαφορετικό τρόπο το ανδρικό από το γυναικείο σώμα στις δουλειές μου. Υπήρξαν πάντοτε φωνές που λέγανε πως στο έργο μου η γυναίκα ήταν εξόριστη. Τους άνδρες μπορώ και να τους ξεφτιλίσω και να τους απομυθοποιήσω. Τις γυναίκες πρέπει να τις μυθοποιώ. Καταλαβαίνω ότι αυτό είναι κατευναστικό καλλιτεχνικά, αλλά δεν δύναμαι. Δεν μπορώ να τις κάνω κρέας. Δεν αισθάνομαι πως έχω το δικαίωμα.
Ο πρώτος μου έρωτας ήταν Γερμανός, ο Πίτερ. Στα 17 ένιωσα πρώτη φορά στη ζωή μου ότι μπορείς να πεθάνεις από τον πόθο. Περάσαμε 5-6 καλοκαιρινές μέρες μαζί. Για χρόνια μετά τη φυγή του τού έγραφα, του αφιέρωσα τουλάχιστον τρία κόμικς, αναπολούσα, αναφερόμουν σε αυτό το πρώτο αίσθημα. Έτσι, όταν στην Ολυμπιάδα αποφάσισα ότι το concept θα ήταν ένας έρωτας που ξυπνά από τη θάλασσα που θα γεννήσει στη συνέχεια την Ιστορία της Τέχνης, ήξερα πολύ καλά πού αναφερόμουν.
Την επομένη της τελετής έλαβα ένα γράμμα από εκείνον που μου έγραφε: "Κατάλαβα ποιος είσαι, δεν σε ξέχασα ποτέ". Το μεγάλο σήμα που στέλνει κανείς μέσω της τέχνης είναι για μένα το μεγαλείο της. Εγώ εκείνο το βράδυ έστειλα το σήμα του έρωτα και ανταπέδωσα την ενέργεια που για χρόνια αντλούσα από τον άνδρα που μου έδωσε να καταλάβω τι σημαίνει η δύναμη του έρωτα. Δεν του απάντησα ποτέ ως τώρα. Αλλά κάποια στιγμή θα το κάνω».
Πηγή: lifo.g