Κυριακή, 17 Ιουνίου 2018 16:00

Σινέ Τρύπα, του Μήτσου Ευαγγέλου

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

duvariΈνας τοίχος ήτανε, που στεκότανε μονάχος πάνω από δέκα χρόνια. Μέχρι το Γενάρη του 44, ήταν η Ανατολική πλευρά ενός μονόχωρου σπιτιού με κεραμιδοσκεπή. Σ'αυτό ερχόταν κι έμενε καλοκαίρι καιρό ο Τζίμης,  μετανάστης στον Καναδά από τα είκοσί του χρόνια! Όταν πενηντάρισε, άρχισε να περνά έναν μήνα στην Πατρίδα κάθε χρόνο. Είχε βάλει σκοπό να βρει γυναίκα, να παντρευτεί. Τα προξενιά που του έφερναν ήταν για μεγαλοκοπέλες, όχι ιδιαίτερου κάλλους που τα απέρριπτε ασυζητητί.

Η καρδιά του λαχταρούσε φρέσκια και νοστιμούλα συμβία κι όχι κατιμάδες, απ'αυτές μάτσο εύρισκε στο Τορόντο. 

 

Πρώτες μέρες του 1944 οι Αγγλοαμερικανοί βομβάρισαν ανηλεώς το λιμάνι του Πειραιά, τις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούσαν οι κατακτητές Γερμανοί. Πολλές όμως βόμβες ξεστράτισαν και έπεσαν σε γειτινιές πολύ μακριά από τον στόχο τους. Μια απ'αυτές διέλυσε το σπιτάκι του Τζίμη, αφήνοντας όρθιο μόνο ένα ντουβάρι! Όταν ο πόλεμος έληξε, Καλοκαιράκι του 1945, κατέφτασε ο Τζίμης με τη βαλίτσα του. Στη θέα τοου σωρού που αντίκρυσε έπαθε σοκ και στη συνέχεια το στόμα του στράβωσε προς τα αριστερά του προσώπου του. Τα λιγοστά είδη της οικοσκευής, ένα ημίδιπλο  κρεβάτι, ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, και μία συρταριέρα ήταν πλακωμένα από πλίνθους και κεραμίδια. Ένα πειρατικό ταξί που φώναξε ένας γείτονας που είχαν γνωριμία, τον πήγε σε κλινική στο Πασαλιμάνι. Μία λοίμωξη που ακολούθησε τον έστειλε στην Ανάσταση, μόνιμο ένοικο! 

Το μοναχικό τοιχαλάκι έστεκε μέχρι τη Δεκαετία του Εξήντα. 

Παιδιά μικρά, από εξάχρονα της Πρώτης Δημοτικού  έως δωδεκάχρονα της Έκτης, αγόρια και κορίτσια, μηχανεύονταν ομαδικά παιχνίδια με φαντασία γόνιμη! Ένα απ'αυτά ήταν κι εκείνο με τ'αγκαλιαστά χειράμαξα. Το μεγαλύτερο που έμπαινε μπροστά και το μικρότερο πίσω. Τα ξύλινα τιμόνια τους, αντικριστά, δενόταν με ρετάλια σχοινιών. Το τροχοφόρο δύο "βαγονιών" ξεκινούσε από ψηλά, κοντά σε ένα ασβεστοκάμινο, φορτωμένο το μπροστινό με τρία έως έξι εφτά παιδιά και το πίσω που ήταν το χειριστήριο, το τιμόνι, μέ ένα ή δύο από τα μεγαλύτερα παιδιά. Το αυτοσχέδιο αυτό τροχοφόρο, με όση ταχύτητα μπορούσε να αναπτύξει και με τα παιδιά επάνω να φωνάζουν δυνατά διέσχιζε τον κατηφορικό δρόμο έως το τέρμα του που ήταν ο πέτρινος μαντρότοιχος ενός Προπολεμικού λεμονατζίδικου. Αφού έφταναν επιτυχώς δίχως ντελαπαρίσματα ή αποσύνδεση των καροτσιών, καμάρωναν για αρκετή ώρα. Όταν σταματούσαν τις κραυγές και επιφωνήματα, άρχιζαν να τσιγκλάνε τα θηλυκά της παρέας. 

-Άιντε, ξεκινήστε, και της έσπρωχναν προς το τοιχαλάκι που στο μέσο του και χαμηλά είχε ένα άνοιγμα. Τα κοριτσάκια μικρά και άνηβα ακόμη, πήγαιναν από πίσω και κατέβαζαν το κοριτσίστικο κυλοτάκι τους κι επιδείκνυαν το άτριχο μουνάκι τους στ'αγόρια που κόλαγαν την μούρη τους σπρώχνοντας το ένα τ'άλλο για να δούνε από πιο κοντά. Το θέαμα κρατούσε λίγη ώρα μέχρι να βαρεθούν τα κοριτσόπουλα το εθελοντικό τους ξεβράκωμα. 

                                      Απ'αυτό το παιχνίδι είχε βγει το σύνθημα 

                                      - Τι θα γίνει, θα δούμε σινεμά? 

                                     Α, ρε Τζίμη, να ήξερες εκεί που βρίσκεσαι, τι δώρο άφησες στην πιτσιρικαρία της γειτονιάς μας. 

 

Το διήγημα αυτό είναι από το βιβλίο "Ιστορίες σε Πειραιώτικες συνοικίες" του Μήτσου Ευαγγέλου, Νίκαια, 2017. 

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 17 Ιουνίου 2018 20:13
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση