Δευτέρα, 04 Ιουνίου 2018 10:31

Ένας Βέλγος παίρνει τα σενάρια δύο μεγάλων ταινιών ενός Σουηδού και τα ανεβάζει στο Μέγαρο Αθηνών

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

ets117Ο Βέλγος σκηνοθέτης που έχει κατακτήσει το παγκόσμιο θέατρο έρχεται για δεύτερη φορά στην Αθήνα με την ομάδα του Toneelgroep Amsterdam για να παρουσιάσει στις 1-3/6 στο Φεστιβάλ Αθηνών ένα δίπτυχο Μπέργκμαν («Μετά την πρόβα - Περσόνα»). Ελπίζουμε την επόμενη φορά να μας επισκεφτεί με τραγωδία, αυτήν που ετοιμάζεται να ανεβάσει στην Comedie Francaise.

 

Τον βρήκαμε στο Παρίσι, να δουλεύει για την πρεμιέρα του «Ντον Τζοβάνι» στην Opera National de Paris. Αλλά κάλλιστα θα μπορούσε να βρίσκεται στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στο Βερολίνο. Θα μπορούσε, βέβαια, να είναι και στο Αμστερνταμ ο Βέλγος σκηνοθέτης Ιβο βαν Χόβε, εκεί όπου βρίσκεται η δική του θεατρική ομάδα, το περίφημο δημοτικό θέατρο Toneelgroep Amsterdam, που διευθύνει από το 2001.

Από εκεί, ξαφνικά, ύστερα από μια μακριά, πετυχημένη καριέρα ως αβανγκάρντ Ευρωπαίος σκηνοθέτης, ένας ακόμα Βαρλικόφσκι, Μαρτάλερ και Οστερμάιερ, εκτινάχτηκε στην κορυφή του παγκόσμιου θεάτρου.

Του θεάτρου που δεν αφορά μόνο τους φανατικούς της Αβινιόν, αλλά ένα πιο πλατύ κοινό. Του θεάτρου, που στηρίζεται σε ηθοποιούς σταρ και δημιουργεί σκηνοθέτες σταρ.

 

«Μετά την πρόβα - Περσόνα»«Μετά την πρόβα - Περσόνα» | 

Και αυτό είναι πια ο 60χρονος Ιβο βαν Χόβε. Τρελά απασχολημένος, ανεβάζει τη μια παράσταση μετά την άλλη. Στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, στο Μπροντγουέι, στο Μπάρμπικαν, στο Γουέστ Εντ. Με τον Τζουντ Λο, τη Ζιλιέτ Μπινός, τον Μπεν Γουίσο, τη Σίρσα Ρόναν, τη Ρουθ Γουίλσον, την Κέιτ Μπλάνσετ (ναι, την επόμενη σεζόν θα τη σκηνοθετήσει στο Λονδίνο στο «Ολα για την Εύα»). Κερδίζει Tony και Οlivier. Και αυτόν διάλεξε το 2015 ο Ντέιβιντ Μπόουι, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, για να σκηνοθετήσει στη Νέα Υόρκη το μιούζικαλ Lazarus, που είχε γράψει με τον Εντα Γουόλς.

Το Φεστιβάλ Αθηνών, που ξεκινά σήμερα εντυπωσιακά με τέσσερις παραγωγές σε τρεις χώρους, έχει τη χαρά να φιλοξενεί στο Μέγαρο Μουσικής την παράσταση του Toneelgroep «Μετά την πρόβα-Περσόνα». Δύο διαφορετικά έργα του Μπέργκμαν, το πρώτο τηλεταινία του 1984, το δεύτερο διάσημη, αριστουργηματική, αινιγματική ταινία του 1966, ταυτισμένη με τις Λιβ Ούλμαν και Μπίμπι Αντερσον, γίνονται στα χέρια του Ιβο βαν Χόβε εκρηκτικό θεατρικό υλικό. Είναι η δεύτερη φορά που το αθηναϊκό κοινό παίρνει μια γεύση από τη δουλειά του, το 2011 είχε έρθει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση πάλι με Μπέργκμαν, τις «Σκηνές από έναν γάμο».

•  Βένα ΓεωργακοπούλουΤι σας τραβάει στα έργα του Μπέργκμαν και θέλετε να τα μεταφέρετε σε μια σκηνή;

Τον θεωρώ έναν από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Στην πραγματικότητα ήταν κυρίως ένας μεγάλος ανθρωπιστής, το έργο του ασχολείται πάντα με τους ανθρώπους, μόνο με τους ανθρώπους και ποτέ με την πολιτική. Ο Μπέργκμαν μιλάει για τις ζωές μας και το πόσο δύσκολο συχνά είναι να τις ζήσουμε με τον τρόπο που θέλουμε. Εξετάζει τους ανθρώπους με έναν σχεδόν χειρουργικό τρόπο. Και πηγαίνει πολύ βαθιά. Το να φέρνω τα έργα του στη σκηνή είναι πάντα μια απόλαυση, πόσο μάλλον που φημίζεται για το πόσο μεγάλους και υπέροχους διαλόγους έχει.

• Τι κοινό έχουν αυτά τα δύο έργα για να τα παρουσιάσετε σαν δίπτυχο; Ποιο είναι το θέμα, τελικά, της παράστασής σας;

Αυτό που τα ενώνει, και προφανώς είναι και το θέμα της παράστασης, είναι μια ερώτηση: «Πόσο σημαντικό είναι το θέατρο ή η τέχνη γενικά για την ανθρώπινη ζωή, αλλά και την κοινωνία;».

Ξεκινάμε με το «Μετά την πρόβα», όπου βλέπουμε έναν σκηνοθέτη, που το θέατρο έχει κυριέψει τη ζωή του, είναι τα πάντα στη ζωή του, που δεν θέλει ποτέ πια να επιστρέψει στις δύσκολες ανθρώπινες σχέσεις, γιατί αφήνουν πληγές και σημάδια. Θέλει να ζήσει για πάντα στον φανταστικό κόσμο της σκηνής, η πρόβα είναι ο κόσμος του. Ετσι, το πρώτο μέρος της παράστασης λέει ότι το θέατρο ή οι τέχνες μπορούν να είναι όλη σου η ζωή, ένας χώρος για να εκφράσεις τον εαυτό σου, ποιος είσαι, ποιος θέλεις να είσαι.

Στο δεύτερο μέρος, την «Περσόνα», βλέπουμε μια μεγάλη ηθοποιό, που στη μέση μιας παράστασης της «Ηλέκτρας» σταμάτησε να μιλάει και έκτοτε δεν έχει ξαναμιλήσει. Αυτή, όμως, αντίθετα, αμφισβητεί τη θέση και το νόημα του θεάτρου στη ζωή της, τη βασανίζουν τύψεις για τον μικρό της γιο, που δεν ήταν κοντά του βράδια και μέρες ολόκληρες, ενώ έπαιζε ή έκανε πρόβες.

Είναι μια γυναίκα που ζει μια πάλη ανάμεσα στο θέατρο και στη ζωή, που η καθημερινή ζωή αρχίζει να της γίνεται πιο σημαντική από την τέχνη της. Αυτή η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στα δύο έργα, αυτές οι δύο διαφορετικές απαντήσεις στο ίδιο ερώτημα ήταν που με ενδιέφεραν πολύ.

• Εχετε κάνει καθόλου επεμβάσεις, προσθήκες στο κείμενο του Μπέργκμαν;

Οχι, τίποτα. Ποτέ δεν το κάνω. Τα κείμενα του Μπέργκμαν είναι άλλωστε τέλεια, απαγορεύεται και να τα αγγίξεις.

• Εχετε μεταφέρει στη σκηνή πολλές ταινίες, από Βισκόντι και Παζολίνι μέχρι Κασσαβέτη. Γιατί σας τραβάει τόσο το σινεμά; Το θέατρο και τα ίδια του τα μέσα δεν σας αρκούν για το όραμά σας;

Οταν σπούδαζα στο Πανεπιστήμιο στην Αμβέρσα ήμουν κολλημένος με το σινεμά, πήγαινα τρεις-τέσσερις φορές την εβδομάδα. Ηταν, όμως, και μια σπουδαία εποχή για τον κινηματογράφο η δεκαετία του ’70, ο ιταλικός και ο υπόλοιπος ευρωπαϊκός κινηματογράφος, αλλά και ο αμερικανικός ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα. Είδα τα πάντα, Φασμπίντερ, Βισκόντι, Παζολίνι. Αλλά ακόμα και σήμερα το σινεμά με εμπνέει, όταν θέλω να περάσω καλά έξω από το θέατρο, σινεμά πηγαίνω, είναι το πάθος μου.

Αλλά πέρα από τα προσωπικά μου, το να μεταφέρω ταινίες στο θέατρο είναι και μια τεράστια πρόκληση, γιατί πρέπει να αντιμετωπίσω υλικό που δεν ήταν προορισμένο για τη σκηνή, πρέπει να εφεύρω μια νέα οπτική γλώσσα. Επιπλέον, καταφεύγω σε ταινίες όταν δεν μπορώ να βρω τα θέματα που θέλω σε θεατρικά έργα.

Εκανα το «Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του» του Βισκόντι, γιατί είχε ένα πολύ σπουδαίο σενάριο για τους μετανάστες και τη μετανάστευση, τόσο βάθος και πλούτο σε κανένα θεατρικό δεν είχα βρει. Ο κινηματογράφος δηλαδή είναι για μένα διπλή πρόκληση, θεατρικών μέσων και περιεχομένου.

• Σκέφτεστε να γυρίσετε μια ταινία; Τόσοι μεγάλοι θεατρικοί σκηνοθέτες το έχουν κάνει, από τον Πίτερ Μπρουκ μέχρι τον Σαμ Μέντες.

Δεν είναι από τα πράγματα για τα οποία είμαι περήφανος, αλλά στο τέλος του ’90 έκανα μία ταινία για την τηλεόραση και πριν από δέκα χρόνια μία ακόμα, για τις αίθουσες, το «Amsterdam». Εννοείται ότι έχω στο μυαλό μου μερικές ιδέες για ταινία στο μέλλον.

• Οταν έχετε απέναντί σας σταρ σαν την Κέιτ Μπλάνσετ ή τον Τζουντ Λο είναι το ίδιο σαν να έχετε τους ηθοποιούς του Toneelgroep;

Προσπαθώ πάντα να είμαι ο εαυτός μου. Και να μη συμπεριφέρομαι διαφορετικά στον Τζουντ Λο ή τη Ζιλιέτ Μπινός, γιατί τότε θα ήμουν ψεύτης, απατεώνας, ψώνιο. Δεν είναι δύσκολο, είναι θέμα απόφασης. Αλλωστε και αυτοί οι άνθρωποι, οι σταρ, το διάλεξαν να δουλέψουν μαζί μου. Ανακάλυψα μέσα στα χρόνια ότι οι μεγάλοι ηθοποιοί επιθυμούν προκλήσεις, θέλουν να δοκιμάσουν στη σκηνή πράγματα που δεν έχουν ξανακάνει. Επίσης, ότι οι πραγματικοί σταρ ποτέ δεν συμπεριφέρονται σαν σταρ, συνήθως οι κατώτεροι ηθοποιοί παριστάνουν ότι κάτι είναι.

• Εκτός από την «Aντιγόνη» με τη Ζιλιέτ Μπινός στο Μπάρμπικαν, έχετε σκηνοθετήσει άλλες τραγωδίες; Σας ενδιαφέρει το είδος;

Μόνο πολύ νέος. Δύο φορές τις «Βάκχες» σε διαφορετικές βερσιόν και επίσης τον «Αίαντα» και την «Αντιγόνη» σε ενιαία παράσταση, όπως αυτή τώρα με τον Μπέργκμαν, γιατί έβρισκα μεταξύ τους ομοιότητες. Του χρόνου, όμως, θα ανεβάσω τραγωδία στην Comedie Francaise, δεν μπορώ, δυστυχώς, να σας πω ποια, γιατί δεν έχει ακόμα ανακοινωθεί.

• Πώς ήταν η εμπειρία σας με τον Ντέιβιντ Μπόουι;

Η πιο ωραία της ζωής μου. Ηταν το είδωλό μου, είχα από μικρός σπίτι όλους τους δίσκους του. Οταν πήγαινα στην πρώτη μας συνάντηση στη Νέα Υόρκη, πάνω στο ποδήλατό μου, η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή κι έλεγα στον εαυτό μου: «Να θυμάσαι ότι δεν θέλει να συναντήσει έναν γκρούπι, αλλά έναν καλλιτεχνικό συνεργάτη, κάποιον με τον οποίο θα μπορεί να δουλέψει». Και έτσι ακριβώς συνέβη.

Ποτέ δεν μου φέρθηκε σαν να είναι ο Μπόουι. Ποτέ δεν χρησιμοποίησε τη δύναμή του, «είμαι ο Ντέιβιντ Μπόουι κι εγώ αποφασίζω», ακόμα κι όταν ήθελα να κάνω κάποιες αλλαγές. Ηταν πάντα έτοιμος για συζήτηση, ανοιχτός να ακούσει τα επιχειρήματά μου και πάντα μου έλεγε: «Δοκίμασέ το για να το δούμε». Ηταν ένας πραγματικός καλλιτέχνης, που ψάχνει, που θέλει να δημιουργήσει κάτι νέο. Και ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Μου έδωσε ένα μεγάλο μάθημα. Να μη χρησιμοποιήσω ποτέ εύκολα την όποια εξουσία έχω.

• Οταν ξεκινούσατε την καριέρα σας είχατε ποτέ φανταστεί, και στα πιο τρελά όνειρά σας, πού θα φτάνατε;

Ποτέ. Νιώθω ευτυχισμένος και ευλογημένος, γιατί είχα σπουδαίες ευκαιρίες. Μου έρχονταν συνέχεια, χωρίς καν να προσπαθήσω. Να δουλέψω στο Μπροντγουέι, να δουλέψω στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, στην Οπερα του Παρισιού. Ξέρετε, η καριέρα μου είναι πολύ μακριά, ξεκίνησα πολύ νέος και οι ευκαιρίες ήρθαν βήμα το βήμα, όταν έπρεπε. Θα ήταν λάθος να με καλέσουν στα 21 μου χρόνια στην Comedie Francaise. Ετσι το νιώθω σαν ευλογία, που μου συμβαίνει τώρα, και ελπίζω να συνεχίσω έτσι για πολλά χρόνια ακόμα.

info: 1-3 Ιουνίου, Μέγαρο Μουσικής, 9 μ.μ., διάρκεια 150’ (με διάλειμμα 20’), με ελληνικούς υπέρτιτλους.

Πηγή:  efsyn.gr  

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 04 Ιουνίου 2018 19:31

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση