Ο πατέρας μου είχε ανέβει στο χωριό του πριν ξεμείνω από όχημα. Το αγαπάει πολύ, είναι εκεί τα αδέλφια του, περνάει ωραία, το ευχαριστιέται. Η αδελφή μου με τη φαμελιά της ανέβηκε λίγο μετά γιατι θέλουμε τις γιορτές να τις περνάμε όπου είναι ο πατέρας. Εγώ θα ανέβαινα παραμονή πρωτοχρονιάς, αλλά με τον καθρέφτη να σου δειχνει Ολυμπία ενώ είσαι Εγνατία, το αυτοκίνητο δεν έπαιζε σαν ενδεχόμενο και πιάσαμε το σενάριο ΚΤΕΛ. Το οποίο ΚΤΕΛ το απεχθάνομαι όχι γιατί μου φταίει σε τίποτα αλλά γιατί έτσι. Γιατί βαριέμαι να κατέβω στη Λοσίων. Γιατί το πρακτορείο θολό και κρύο. Γιατί αν δεν κάνουν στάση αγχώνομαι ότι θα θελήσω τουαλέτα. Γιατί αν κάνουν στάση αγχώνομαι ότι θα φύγουν και εγώ θα ειμαι ακόμα στην ουρά για τουαλέτα. Γιατί αν τρέχει ο οδηγός φοβάμαι. Γιατί αν δεν τρέχει ο οδηγός, βαριέμαι. Γιατί στο ΚΤΕΛ ο κόσμος τρώει σα να μην υπάρχει αύριο και με ανακατεύουν και οι μυρωδιές και οι ήχοι. Γιατί στο σακούλι δε χωράω στο τσουβάλι περισσεύω τελοσπάντων.
Σκεφτόμουν αν μπορώ να το αποφύγω. Να κάτσω Αθήνα, να αλλάξω εδώ το χρόνο με κόσμο αγαπημένο, αντί να τρέχω στη μέση Λάρισα με το ρημάδι. Τελικά πήγα. Με τις στραβές μου. Έφυγα μεσημέρι, για να φτάσω βράδυ λίγες ώρες πριν την αλλαγή του χρόνου. Μέχρι τον Αγ. Κωνσταντίνο τα πλήθη είχαν καταναλώσει τις προμήθειες και ο χώρος βρώμαγε μορταδέλα φέτα και προϊόντα Καλαμών. Δυο κορίτσια μπροστά μου που είχαν -για το θεό!- τσιπς τα άνοιξαν μετά τη Λαμία αλλα ευτυχώς και εγώ είχα σποτιφάι και με τα ακουστικά χωμένα ως τα τύμπανα γλίτωσα τα κράτσα κρούτσα. Ένα πιτσιρίκι έπαιζε στο τάμπλετ κάτι που είχε μια μονότονη μουσική όσο πέρναγες τις πίστες. Όταν ρημαδοξεφόρτισε το τάμπλετ, το πιτσιρίκι άρχισε να γκρινιάζει εξίσου μονότονα και νοσταλγήσαμε τη μουσική και τις πίστες. Δίπλα στο παιδάκι καθόταν η μαμά του, στην αλλη πλευρά του διαδρόμου ένας παπάς. Ο παπάς άρχισε να το ρωτάει διάφορα καλοσυνάτα (πώς σε λένε, τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις), αλλά το μικρό είχε στο μάτι το κινητό της μάνας του και δεν ασχολήθηκε με τον άγιο πατέρα.· Όσο ρώταγε ο παπάς, τόσο γκάζωνε ο μικρός τη γκρίνια σε σημείο που και το σποτιφάι κολλημένο στα τύμπανα δεν κάλυπτε τα ουρλιαχτά, μέχρι που η μάνα αποφάσισε να θυσιάσει και τη δεύτερη οικογενειακή μπαταρία, του κινητού, προς όφελος της κοινωνικής ειρήνης.
Στη Λάρισα φτάσαμε κομμάτια, αλλά εγκαίρως. Πρόλαβα και άλλαξα ΚΤΕΛ, ανέβηκα σε ένα που έμοιαζε με το σχολικό μου όταν πήγαινα γυμνάσιο και χώθηκα ακόμα πιο βαθιά στη Θεσσαλική επαρχία μαζι με δέκα το πολύ ακόμα επιβάτες που ένιωθαν για κάποιο λόγο ανεξήγητα άνετοι και φιλικοί, με όρεξη για κουβέντα και χαριεντισμούς, ενώ εγω σκεφτόμουν σοβαρά να ανοίξω το παράθυρο, να πηδήσω εξω και να γυρίσω με τα πόδια στην Αθήνα. Αισθανόμουν ότι πήγαινα με ένα λεωφορείο του '90 προς τη χειρότερη πρωτοχρονιά της ζωής μου και με έναν κυριούλη καθισμένο δίπλα μου ενώ το ΚΤΕΛ ήταν άδειο, να με ρωτάει ποια είμαι - πού πάω -*τι κάνω στη ζωή μου* η σκέψη να το σκάσω από το παράθυρο μου φαινόταν όλο και πιο σωστή.
Κάποια στιγμή στρίψαμε στο δρόμο που βγάζει στο χωριό του πατέρα μου. Χαιρέτησα τον μπούρδα δίπλα και έκατσα ακριβώς πίσω απ' τον οδηγό, μην και ξεχάσει ότι υπάρχει επιβάτης που κατεβαίνει στο κατσικοχωριουδάκι μας και έχουμε δράματα. 8.30 το βράδυ πριν την πρωτοχρονιά, ο κεντρικός δρόμος ηταν άδειος, πολλά σπίτια κλειστά, μερικές σόμπες έβγαζαν λίγο καπνό. Η πλατεία κοκκαλωμένη στο χρόνο και στον καιρό, ίδια όπως τη θυμόμουν αλλά και εντελώς διαφορετική, χωρίς ούτε μισό άνθρωπο, ελαφρώς παρατημένη, ελαφρώς αποκαρδιωτική, ελαφρώς αγγελοπουλική, σαν παγωμένο καρέ χωρίς τον θίασο. Φόρεσα το σακιδιάκι μου, κατέβηκα, έφυγε το ΚΤΕΛ, είπα να πάω πρώτα στης θείας μου που ειναι δίπλα να χαιρετήσω και μετά σπίτι.·
Και τότε είδα μια τεράστια αγκαλιά να ανεβαίνει αργά, ένεκα τα χρόνια, αλλά πολύ ζωντανά, ένεκα το πνεύμα, τη δημοσιά κατά πάνω μου. Ο πατέρας μου, 82 χρονών. Με περίμενε μόνος μέσα στο κρύο την τελευταία μισή ώρα, υπολογίζοντας ότι όπου να'ναι έρχομαι. Ξυλιασμένος αλλά ευτυχισμένος που μέτραγε και το τελευταίο απολωλός να καταφτάνει για να αλλάξουμε όλοι μαζί χρονιά στα μέρη που αγαπάει. Ώσπου να με φτάσει αυτή η αγκαλιά σκεφτόμουν με πανικό ότι μου πέρασε από το μυαλό να λουφάρω και να μείνω Αθήνα, ότι μπορεί απο βαριεστημάρα να είχα χάσει την εικόνα του πατέρα μου να με προαπαντά ευτυχισμένος και πριν από όλους και να γυρίζει άμα τη εμφανίσει το σκηνικό από Αγγελόπουλο σε Δαλιανίδη. Σκεφτόμουν μερικές ώρες μετά τα μπες βγες της χρονιάς ότι δεν ήθελα να είμαι πουθενά αλλού για να αλλαξω το χρόνο παρά στο κατσικοχωριουδάκι στη μέση Λάρισα στο οποίο θα έφτανα όχι μονο με ΚΤΕΛ, αλλά με αεροπλάνα και βαπόρια, προκειμένου να ακούσω τον ευτυχισμένο πατέρα μου, που συνήθως μιλάει και μιλάει και μιλάει να λέει συγκινημένος στην αδελφή μου, στον γαμπρό μου, σε εμένα μετά την αλλαγή του χρόνου μόνο «και σας ευχαριστώ πολύ παιδιά μου που είστε εδώ».
Όπως και να ξεκίνησε, όπως και να πήγε το 17, έτσι τελείωσε πάντως. Ό,τι και να έγινε, η εικόνα που κρατάω από δαύτο ειναι η προέλαση των ημετέρων δυνάμεων επι του πατρίου εδάφους, ο πατέρας που με βιά μετράει τη γη (του) μέχρι να φτάσει στο τελευταίο κεφάλι που του έλειπε για να χαρεί τις γιορτές. Η ανακούφιση και η ευτυχία του που είμαστε όλοι μαζί, η ανακούφιση και η ευτυχία μας που είμαστε όλοι μαζί.Γι' αυτό, για το 2018 εύχομαι σε εσάς, εύχομαι και σε εμένα, μόνο να είμαστε όλοι·και να είμαστε όσο καλύτερα γίνεται.