ένας δρόμος μακρύς μ'ένα σκυλί
μόνο, στενάχωρο
κι ένα ζευγάρι σκονισμένες κότες,
κι ο ήλιος να βαράει αλύπητα όλη μέρα
σ'εκείνη την ανώνυμη πόλη του Νότου.
Μου θύμισε τους Γερμανούς που μόλις
είχανε βροντήξει τις μπότες τους
περνώντας έξω από το σπίτι μας το 1944,
καθώς ο κόσμος στεκόταν στα πεζοδρόμια
και τους κοίταζε με την άκρη του ματιού,
η γη τρέμει, περνάει, περνάει ο θάνατος...
Ένα άσπρο σκυλάκι έτρεξε στο δρόμο
και μπερδεύτηκε στα πόδια των στρατιωτών.
Το κλώτσησαν και πέταξε σαν να 'χε φτερά.
Όλο αυτά τα πράγματα βλέπω!
Τη νύχτα να πέφτει. Ένα σκυλί με φτερά.
Ποιμενικό τσέμπαλο
Σπίτι με κλειστή από σίτα βεράντα
στο δρόμο για το πουθενά.
Η κυρία ξέστηθη λόγω καύσωνα,
στα πόδια της σακουλάκι με τσιπς.
Ο προεδρος Μπους στην τηλεόραση
παρακολουθεί το κάθε της κριτς κρατς.
Κάκιστη λήψη, αυτό είναι το μόνο
πλεονέκτημα που έχουμε εδώ,
είπα στο σκύλο καταγής στα πόδια μου
αναστενάζοντας με συμπόνια.
Στο άλλο ο αιδεσιμότατος
ήρθε συνοδευόμενος από τα φαντάσματά του
κι έκλεισε τα μάτια του γεμάτα δάκρυα
να κάνει δέηση για δολάρια.
Πιάσε μια μπύρα είπα στην εξοχότητά της,
κι αφού δεν εδέησε να με εξυπηρετήσει,
πετάχτηκα έξω να πιτσιλίσω τα ηλιοτρόπια
της αυλής με μουσική νερού.
Ταξίδι στα Κύθηρα
Θα φύγω για ταξίδι στα Κύθηρα
με τα πόδια ασφαλώς,
θα φύγω κάποιο βραδάκι ενός Μαΐου,
ελαφρύς σαν πούπουλο,
εκεί που η θεά ακούγεται ότι αναδύεται
γυμνή από τη θάλασσα -
Κι αντί γι'αυτό, θα πηδήξω το φράκτη του πάρκου
όπου ανθίζουν οι πασχαλιές
και τα δέντρα έχουν πυρετό από τα καινούργια τους φύλλα.
Η περίφημη κούνια,
που είδα κάποτε σ'έναν πίνακα,
σίγουρα θα είναι κάπου εκεί.
Κι εκείνη με το μακρύ λευκό φόρεμα,
με τα μάτια δεμένα
θα μ'οδηγεί στα τυφλά σ'ένα φιδίσιο μονοπάτι
με μασκοφορεμένη συντροφιά
με μαύρους σκούφους και μαχαίρια.
Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης χωρίς ανταπόδοση,
θα τους πω αφού μου αδειάσουν τις τσέπες.
Ω αγάπη, που το'σκασες με το πορτοφόλι μου
κι ένα κινέζικο φανάρι
στο σκοτάδι της βραδυάς.
Μαθητούδια με γκρίζα μαλλιά
Οι γέροι βλέπουν άσχημα όνειρα,
γι'αυτό και κοιμούνται λίγο.
Περπατάνε ξυπόλυτοι
χωρίς ν'ανάβουν τα φώτα
ή στέκονται γερμένοι
στ'άχαρα έπιπλα
κι ακούν το χτύπο της καρδιά τους.
Το μόνο παράθυρο στο δωμάτιο
είναι μαύρο σαν μαυροπίνακας.
Ο κάθε γέρος είναι μοναχικός
σ'αυτή τη τάξη, ψάχνοντας
μια λεπτή γραμμή κιμωλίας
που χωρίζει το βρίσκομαι εδώ
από το δεν βρίσκομαι πια εδώ.
Τέλος πάντων, ένα ποτήρι νερό
είπαν να πάνε να πάρουνε,
αλλά όχι ακόμα.
Αφουγκράζονται τους τοίχους για ποντίκια,
ένα αυτοκίνητο περνάει στο δρόμο,
οι νεκροί τους πατέρες τους προσπερνάνε
στο δρόμο για την κουζίνα.
Νυχτερινή κουβέντα
Ό,τι δεν καταλάβαινες
σ'έκανε αυτό που είσαι. Ξένοι
που σ' έπιασε το μάτι τους στο δρόμο
ερευνώντας σε. Να ήτανε οι πεφωτισμένοι
που τα 'βλεπαν όλα; Ήξεραν ό,τι δεν ήξερες
και σ'άφηναν ταραγμένο σ'ένα παράξενο όνειρο.
Ούτε καν το φως δε μένει το ίδιο.
Από που ήρθε αυτή η σκληρή λάμψη;
Και η ευωδιά λες και χτενιζόνταν,
μυθικές υπάρξεις τρώγοντας δεμάτια άχυρα
σ'εκείνες τις ταράτσες παρασυρμένες απ'τα βραδινά σύννεφα.
Δεν κατάλαβες τίποτα!
Σ'άρεσαν τα πλήθη στο τέλος της μέρας
που σου'φερε τόσα μυστήρια.
Υπήρχε πάντα κάποιος που θα συναντούσες
ο οποίος για κάποιο λόγο δεν περίμενε
ή μήπως περίμενε; Αλλά όχι εδώ φίλε.
Έπρεπε να'χες περάσει απέναντι
και να'χες ακολουθήσει κείνη τη θεότρελη γυναίκα
με τις μακριές κόκκινες σαν αίμα ραβδώσεις μαλλιών
που ο ουρανός τα εξέλαβε σαν μακρινή κραυγή.
Μαζεύονται σύννεφα
Ήταν η ζωή που θέλαμε.
Αγριοφράουλες με κρέμα για πρωινό.
Ήλιος σε κάθε δωμάτιο.
Οι δυο μας να βαδίζουμε γυμνοί στην παραλία.
Μερικά βράδυα, ωστόσο, ήμασταν
αβέβαιοι για το τι θα ακολουθούσε.
Σαν τραγικοί ηθοποιοί σ'ένα θέατρο που 'χε τυλιχτεί στις φλόγες,
πουλιά να κάνουν κύκλους πάνω από τα κεφάλια μας,
τα νυχτωμένα πεύκα παραδόξως ακίνητα,
ο κάθε βράχος που πατήσαμε ματωμένος απ' το ηλιοβασίλεμα.
Είχαμε επιστρέψει στην ταράτσα μας και πίναμε κρασί.
Γιατί πάντα αυτή η υποψία ενός κακού τέλους;
Σύννεφα σχεδόν σαν άνθρωποι
μαζεόνταν στον ορίζοντα, κατά τ'άλλα όμως όμορφα
με τον αέρα τόσο απαλό και τη θάλασσα ήρεμη.
Και ξαφνικά η νύχτα πάνω μας, μια άναστρη νύχτα.
Άναψες το κερί, μεταφέροντάς το γυμνή
στην κρεββατοκάμαρά μας και σβήνοντάς το γρήγορα.
Το γκαζόν και τα νυχτωμένα πεύκα παραδόξως ακίνητα.
Ο Τσάρλ Σίμικ γεννήθηκε στο Βελιγράδι το 1938 και γλύτωσε από τους βομβαρδισμούς του Β' παγκοσμίου πολέμου. Το 1954 έφυγε με την μητέρα του για το Παρίσι και μετά από ένα χρόνο μετανάστευσαν στην Αμερική όπου ζούσε ο πατέρας του. Ο Σίμικ έχει εκδώσει πάνω από 60 μικρά και μεγάλα βιβλία, 21 από τα οποία είναι ποιητικές συλλογές.
Μεγάλωσε και σπούδασε στο Σικάγο και στη Νέα Υόρκη και σήμερα ζει στο Νιου Χαμσάιρ. Το 2007 η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου τον εξέλεξε «δαφνοστεφανωμένο ποιητή» (poet laureate). Για την ποίησή του έχει τιμηθεί με δύο κορυφαία βραβεία: το Πούλιτζερ (1990) και το βραβείο Γουάλας Στίβενς (2007) από την Ακαδημία Αμερικανών Ποιητών.
Πατώντας εδώ θα σας εμφανιστεί μία συνέντευξη που παραχώρησε στον Αναστάση Βιστωνίτη το 2010 όταν επισκέφτηκε την Ελλάδα με αφορμή την έκδοση μιας εκλογής από τα ποιήματά του.