Δευτέρα, 26 Ιουνίου 2017 10:43

Του ηθοποιού. Κώστας Χατζηχρήστος

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

xatzixrΠρέπει να ήταν το 1949 ή ίσως λίγο αργότερα, όταν πρωτολάνσαρα τον Θύμιο, αυτόν τον παμπόνηρο βλάχο με τα γλωσσικά του μπουρδουκλώματα.

(Εγώ γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, από γονείς Κωνσταντινουπολίτες, κι ήμουν πολύ μικρός όταν μετακομίσαμε στην Αθήνα – στο Παγκράτι).

Ο τύπος αυτός, που έγινε για μένα ισόβιος ρόλος, δεν ήταν δική μου ιδέα. Τον επινόησε ο Κώστας Νικολαΐδης-Ελευθερίου-Λυμπερόπουλος, κι αγαπήθηκε από τον κόσμο όσο κανένας άλλος χαρακτήρας.

Όποιο πρόσωπο κι αν υποδύθηκα (αστυφύλακας, αεροπόρος, μπακαλόγατος, φουστανελάς βοσκός, κληρονόμος, έμπορος ή φαντάρος), ο βλάχος ήταν πανταχού παρών με τις ατάκες του.

Η αλήθεια είναι πως δούλεψα πολύ για να χτίσω τον Θύμιο.

 

Γρήγορος, κοφτός ρυθμός στην ομιλία, σωστά πλασαρισμένες οι κρίσιμες λέξεις, μελέτη της σιωπής και του βλέμματος που ακολουθούν την ατάκα.

Δούλεψα εξίσου, ίσως και πιο πολύ, τις κινήσεις. Ήθελα η υπερβολή του λόγου να έχει την αντίστοιχη κίνηση. Χειρονομίες νευρικές, σαν μαριονέτα, συνεχές ανεβοκατέβασμα των άκρων –τα χέρια είναι η στίξη στο κείμενο- και βέβαια, οι μούτες οι συνεχείς αλλαγές στην έκφραση.

Αν προσπέσουμε σ’ αυτά την επιτηδευμένη βλάχικη προφορά, φτάνουμε στο τελικό αποτέλεσμα: ένας βλάχος κλόουν!

Σ’ αυτά βοήθησε και η εμπειρία μου σε πολλούς τομείς: βαριετέ, οπερέτα, πίστα, πολύ σινεμά και θέατρο. Πρωτοπάτησα το σανίδι στο «Μισούρι» στον Πειραιά. Ενθουσίασα στο «Βαρντέν» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, χάλασα κόσμο στο «Περοκέ» και το «Ακροπόλ». Οι ατάκες μου, διαχρονικές: «Τίποτας», Τ’ άκοσες, πολί μου;», «Αμ’ πώς;». «Ασουπή».

Χρόνια μετά, απόμαχος σχεδόν, βλέποντας τις ασπρόμαυρες ταινίες μου στην τηλεόραση, συλλογιζόμουν: Είναι άραγε το ταλέντο μου που έκανε τον Θύμιο τόσο δημοφιλή; Ή μήπως αυτή η κωμική καρικατούρα συνέπεσε με την κάθοδο εκατομμυρίων επαρχιωτών στην πρωτεύουσα; Μήπως σ’ αυτόν ανακάλυψαν τον άλλο εαυτό τους;

Τα κύματα των, σαν εμένα, βλάχων είδαν την πόλη σαν καταφύγιο μιας νέας, ανερχόμενης τάξης, σαν τελευταία ελπίδα οικονομικής ανόρθωσης με εσωτερική μετανάστευση. Αυτήν τη μετανάστευση που έκανε την Αθήνα μεγαλούπολη. Ήταν μια κάθοδος που γκρέμισε παραδοσιακά κτήρια για αντιπαροχή, που φύτεψε χιλιάδες κακόγουστες πολυκατοικίες, αναδιέταξε τη ρυμοτομία, χάραξε κακότεχνα δρόμους.

Ακόμα κι αν οι παλιές ταινίες μας δεν είναι καλές, η Αθήνα σ’ αυτές είναι πιο όμορφη, μια συνετή και ανθρώπινη πόλη.

Βράδυ 2001, μόνος σ’ ένα δωμάτιο, κυκλωμένος από προβλήματα, απώλειες αγαπημένων προσώπων, θλίψη και πένθος (κανείς θεατής δεν φαντάζεται ένα κωμικό σε προσωπικό δράμα), θυμάμαι, επαναφέρω, συλλογίζομαι.

Επιζητώ έναν τίτλο («ΤΕΛΟΣ») με αυτά τα άκομψα γράμματα που διπλοτυπώνονται στο τελευταίο πλάνο, κι έναν άγγελο που, γελώντας, θα με οδηγήσει στην αιώνια σιωπή.

Ή, μάλλον, στην αιώνια ασουπή.

Το κομμάτι αυτό είναι από το βιβλίο του Γιάννη Ευσταθιάδη "Κλείνον", εκδόσεις Μελάνι, 2016.

Πρόκειται για μικρά πεζά, τα οποία συνθέτουν μία φανταστική μαρτυρία επιφανών Αθηναίων για την πόλη τους. Κωστής Παλαμάς, Γεώργιος Παπανδρέου, Γιάννης Τσαρούχης, Δημήτρης Πικιώνης, Ελένη Παπαδάκη, Σπύρος Λούης, Κώστας Λινοξυλάκης και άλλα 30 πρόσωπα καταθέτουν την άποψή τους για την πόλη, αναμειγνύοντας γεωγραφία, πολεοδομία, πολιτική ζωή, τέχνες, μουσική, αθλητισμό, σε μια κυριολεκτικά πολυφωνική κατάθεση.

Όλες οι αφηγήσεις είναι φανταστικές (του συγγραφέα), αλλά όλα τα στοιχεία που παρατίθενται, πραγματικά.

Πατώντας  εδώ  θα σας εμφανιστεί μία συνέντευξη που παραχώρησε ο Γιάννης Ευσταθιάδης στον Γιάννη Πανταζόπουλο και δημοσιεύτηκε στις 26.12.16 στη lifo. 

Κι  εδώ  την παρουσίαση της ζωής και του έργου του Γιάννη Ευσταθιάδη στην βιβλιοnet.

 

Τελευταία τροποποίηση στις Δευτέρα, 26 Ιουνίου 2017 20:26
Λάκης Ιγνατιάδης

Ραβδοσκοπία ατζαμή

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση