Το νήμα των ιστοριών ξετυλίγει πρώτη η Καρολίνα Μέρμηγκα, μια πεζογράφος που το τελευταίο της βιβλίο τιμήθηκε με το Βραβείο Νίκου Θέμελη στα Βραβεία Αναγνώστη 2017.
Αργά το απόγευμα το σκάφος μπαίνει σιγά σιγά στον κόλπο. Δεν είναι από τα μεγάλα, είναι από τα ακριβά. Φτιαγμένο όχι για εντύπωση αλλά για απόλαυση. Για άντρες που πάνε μεγάλα ταξίδια για να ψαρέψουν μεγάλα ψάρια πίνοντας μπίρες ή ουίσκι με πάγο. Ή για ερωτευμένους.
Τους κοιτώ καθώς ρίχνουν άγκυρα κοντά στα βράχια, μακριά από τα άλλα σκάφη που, όπως πάντα τέτοια εποχή, γεμίζουν την περιοχή. Ο άντρας είναι παχουλός, με μικρή φαλάκρα. Επιδέξια δένει σκοινιά, ρίχνει μπαλόνια, οι κινήσεις του έχουν ευλυγισία κι οικονομία και κάποια χάρη. Η κοπέλα κάθεται ήσυχη. Είναι το είδος της γυναίκας που ταιριάζει σε τέτοιο σκάφος, φτιαγμένη όχι για εντύπωση αλλά για απόλαυση. Με λεπτές γάμπες κι αστραγάλους, αιχμηρά γόνατα, γενναιόδωρο στήθος, σφιχτές και λιτές γραμμές της μύτης και του σαγονιού, μάτια σκιερά, μακρύ και τρυφερό αυχένα.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβω, κι από μακριά, ότι ο άντρας είναι ξετρελαμένος. Της μιλά συνεχώς δείχνοντάς της πότε το τοπίο, πότε κάποιο κόμπο που δένει για να κρεμάσει το μαγιό της, πότε το μπαρ όπου ετοιμάζει τα ποτά τους. Της μιλά κι η αγωνία του ν’ αρέσει, να τη διασκεδάσει, να τη γοητεύσει αναβλύζει μέσα από τις λέξεις του και πολλαπλασιάζεται στην ηχώ των βράχων που υψώνονται πορτοκαλιοί στο φως του ηλιοβασιλέματος. Εκείνη βάζει στα ποτήρια πάγο, μαζεύει τα μαλλιά της αλογοουρά, χαμογελά, αλλά οι κινήσεις της είναι μαζεμένες· μαρτυρούν κάποιαν ανησυχία.
Πηγαίνει και κάθεται στην άκρη της κατεβασμένης σκάλας με τα πόδια στο νερό, τους νεανικούς αιχμηρούς αγκώνες διπλωμένους και το πρόσωπο σκυμμένο. Οι σκιές γύρω βαθαίνουν, τα άλλα σκάφη σηκώνουν άγκυρα κι ο κόλπος ησυχάζει. Μένει να κοιτάζει τα πόδια της που πηγαινοέρχονται μέσα στο νερό, μικρά χλομά ψαράκια.
«Εχω μπριζόλες, σαλάτα, παγωτό στην κατάψυξη» φωνάζει χαρούμενα εκείνος. «Και αύριο θα ψαρέψω, έχει πολύ ψάρι εδώ».
«Ε καλά, πόσο θα μείνουμε;».
«Οσο θέλουμε! Εχουμε νερό, φαγητό, τα πάντα!».
Γυρνάει, τον κοιτά. «Είπαμε, να κοιμηθούμε σήμερα και να γυρίσουμε αύριο…».
Πηγαίνει κοντά της, σκύβει και τη φιλά στον ώμο. «Τώρα που σε έχω εδώ δεν σ’ αφήνω να μου φύγεις. Είσαι αιχμάλωτη». «Οχι, όχι» χαμογελάει εκείνη, «αύριο πρέπει να γυρίσω!»
Δεν της απαντά, χώνεται στην κουζίνα και ξαναβγαίνει κουβαλώντας ένα δίσκο, πιάτα, μαχαιροπίρουνα, κι αρχίζει να τα τακτοποιεί. Ολα τα έχει: τραπεζομάντιλο, πετσέτες, μύλο για το πιπέρι, άσπρο κρασί, όλα. Με ήρεμη φωνή λέει: «Τέσσερις μήνες. Τέσσερις μήνες με παίζεις. Τέσσερις μήνες με έχεις στο ναι και στο όχι, με ανάβεις και με παρατάς, μου υπόσχεσαι και με στήνεις. Νομίζεις ότι δεν ξέρω ότι είσαι εδώ επειδή δεν σου 'κατσαν τα άλλα σου σχέδια; Νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω; Τέσσερις μήνες, το 'πιασα το νόημα».
Οι σκιές των βράχων κατεβαίνουν σαν δάχτυλα, τα νερά σκουραίνουν. Μόνο άλλο ένα σκάφος έχει μείνει τώρα στην άλλη άκρη όπου κάθομαι εγώ, τυλιγμένη στην υγρή πετσέτα μου, να παρατηρώ τη μάσκα του φόβου που απλώνεται στο πρόσωπό της. Πάει στην τσάντα της, βγάζει το κινητό της και το κοιτά. «Εδώ δεν πιάνει» της λέει ο άντρας γαλήνια τραβώντας τον φελλό από μια μπουκάλα. Βάζει κρασί σε δυο ποτήρια και της δίνει το ένα. «Ορίστε. Στην υγειά μας». Εκείνη το παίρνει, πίνει γρήγορα λίγες γουλιές.
Τα βρεγμένα μου μαλλιά κρέμονται στο πρόσωπό μου, κρυώνω τώρα. Δίπλα μου ο σύζυγός μου μαζεύει τα σχοινιά και σηκώνει την άγκυρα, βιάζεται, οι ώρες που μου αναλογούσαν τέλειωσαν -χρόνια τώρα έχουν τελειώσει, βιάζεται να με αφήσει σπίτι κι αμέσως να πεταχτεί στο γραφείο για κάτι που προέκυψε. Ανάβει τη μηχανή ενώ εγώ κάθομαι ακίνητη κι άχαρη σαν άδειο σακί και τους κοιτώ: τον άντρα που παίρνει το ποτήρι από το χέρι της κοπέλας και σχεδόν βίαια την αρπάζει και τη φέρνει κοντά του και τη φιλά στον λαιμό και στο στήθος, κι εκείνη που χωρίς αντίσταση σηκώνει το κεφάλι προς τον ουρανό, εκεί όπου κρατά λίγο ακόμα το καλοκαιρινό φως.
Το σκάφος μας αρχίζει να κινείται και αργά περνάμε δίπλα τους. Ο άντρας είναι γερμένος πάνω της, παραδομένος· ήδη ηττημένος. Εκείνη γυρνά και με κοιτά, το άσπρο του πανικού αστράφτει γύρω από τα καταγάλανα μάτια της. Την κοιτώ κι εγώ και της δείχνω τη ζήλια μου: είσαι νέα κι όμορφη και σε θέλει –όποιος κι αν είναι, όπως κι αν είναι. Το να σε θέλουν. Το να σε θέλουν. Περίμενε να δεις πώς θα είναι όταν δεν θα σε θέλουν πια. Τώρα είσαι παντοδύναμη, γιατί σε θέλει. Της το δίνω αυτό, της προσφέρω τη ζήλια μου, κι εκείνη την παίρνει.
Γλιστράμε σαν μαχαίρι πάνω στα σκοτεινιασμένα νερά κι απομακρυνόμαστε, ενώ η κοπέλα αγκαλιάζει τον άντρα, το βλέμμα της αδίστακτο και νικηφόρο.
----------
Τελευταίο βιβλίο της Κ. Μέρμηγκα είναι το μυθιστόρημα «Ο Έλληνας γιατρός» (Μελάνι, 2017).