Δεν είναι μόνο ότι μιλώντας για έναν Αμερικανό μεσίτη διαζευγμένο και με δύο παιδιά που συζεί με μία όμορφη γυναίκα και αντιμετωπίζει καρκίνο του προστάτη κατάφερε να μιλήσει με ένα θαυμάσιο τρόπο για ένα ευρύ φάσμα της Αμερικής και της ζωής εκεί, φτάνοντας ως τον άνθρωπο μέσα από μια σκέτο κέντημα διαλεχτική του μέσα του με το έξω του, ούτε ο τόνος του, που ήρθε κι έδεσε μ'αυτό που εντός μου προσπαθεί να ισορροπήσει πίσω από το πως βιώνω τα πράματα, αλλά με έκανε να δω με συμπάθεια τον μεσίτη, εμένα, τους γύρω μου, και στην τελική γνωστούς και αγνώστους συνανθρώπους.
Το ότι εν δυνάμει θαυμάσια μπορεί να ταιριάξω με αναγνώστες της Μαντά, της Ζαΐρη της Δημουλίδη, βιβλία που τα βαριέμαι μέχρι θανάτου, όπως πιθανόν κι αυτοί όσα μου αρέσουν ή με ανθρώπους που δεν έχουν ανοίξει βιβλίο ποτέ στη ζωή τους, νομίζω πως το οφείλω και στα βιβλία - βαθιά και όμορφα ποτάμια - του Φόρντ, αυτού του νεώτερου κλασσικού, που μου αναθέρμανε μέσω των σκεπτόμενων συναισθημάτων, όλα όσα μέσα μας φορτίζουν την ανάγκη για αλισβερίσι με τους άλλους, είτε μου μοιάζουν είτε όχι. Κι ένας λόγος που το πετυχαίνει αυτό είναι πως οι άνθρωποι που διατρέχουν τα βιβλία του έχουν απομακρυνθεί από το δίπολο του μαύρου και του άσπρου, εκπέμποντας μια ασταθή πολυχρωμία στην αναζήτηση του προσώπου τους που το πιο καθοριστικό αμόνι είναι οι άλλοι, όλοι οι άλλοι, είτε είναι αυτοί είναι συμπαθείς είτε αντιπαθείς.
Ευκαιρία να πω εδώ πως αρκετοί Αμερικάνοι συγγραφείς από πολύ παλιά μου άρεσαν, ο πρώτος όταν ακόμα δεν είχα κλείσει τα 20, ήταν ο ποιητής Άλεν Γκίνσμπεργκ με το Ουρλιαχτό του. Πιο πολύ όμως από όλους τους Αμερικανούς λογοτέχνες που έχω διαβάσει μου αρέσουν, μπορώ να το πω τώρα με σιγουριά, ο Ρέιμοντ Τσάντλερ και ο Ρίτσαρντ Φόρντ.
Ακολουθούν κάποια αποσπάσματα από το "Ημέρα Ανεξαρτησίας", που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 2016.
Στην αμμουδιά, που εκτείνεται πέρα από το τσιμεντένιο και γεμάτο άμμο δρομάκι περιπάτου, μητέρες κοιμούνται βαθιά, ξαπλωμένες στο πλευρό κάτω από ομπρέλες με το μπράτσο τους πάνω σε επίσης κοιμισμένα μωρά. Γραμματείς από τα γραφεία, που αρχίζουν το μακρύ γουικέντ έχοντας μισή μέρα ελεύθερη επιπλέον, είναι ξαπλωμένες μπρούμυτα, κολλητά, ώμο με ώμο, φορώντας μπικίνι, και φλυαρούν, κλείνουν το μάτι και καπνίζουν. Μικρά αγόρια, αδύνατα σαν σκίτσα, στέκονται γυμνά από τη μέση και πάνω στην άκρη του κύματος, σκιάζοντας με το χέρι τα μάτια τους, ενώ πίσω τους διαβαίνουν σκυλιά, μικρές ομάδες μαυρισμένων αντρών που τρέχουν και ηλικιωμένοι ντυμένοι με παστέλ χρώματα που σουλατσάρουν στο διαθλασμένο φως. Ο ανθρώπινος βόμβος διαχέεται στον σχεδόν ακίνητο αέρα και στο αναστεναγμό του φλοίσβου, και οι χαμηλόφωνες νότες των ραδιοφώνων σκεπάζουν τα ψιθυριστά ειπωμένα λόγια. Υπάρχει κάτι συγκινητικό σε όλο αυτό, που σχεδόν μου φέρνει δάκρυα στα μάτια (χωρίς αυτό να συμβαίνει). μια έντονη εντύπωση ότι υπήρξα κάποτε εδώ ή κάπου εδώ γύρω, υποφέροντας πολύ μια εποχή, και τώρα βρίσκομαι ξανά εδώ και ανασαίνω τον ίδιο αέρα όπως τότε. Μόνο που τίποτα δεν σημαίνει κάτι ιδιαίτερο, τίποτα δεν μου στέλνει κάποιο σήμα. Η θάλασσα είναι ερμητικά κλειστή, όπως και η στεριά.
Δεν είμαι σίγουρος τι είναι αυτό που μου σφίγγει τον λαιμό: η οικειότητα του μέρους ή η ανυποχώρητη απροθυμία του να φανεί οικείο; Ακόμα μια χρήσιμη κεντρική ιδέα και άσκηση της Υπαρξιακής Περιόδου, καθώς και κατάδηλο μάθημα του μεσιτικού επαγγέλματος, είναι να πάψει κανείς να εξιδανικεύει μέρη –σπίτια, παραλίες, γενέθλιες πόλεις, μια γωνία όπου κάποτε φίλησες ένα κορίτσι, έναν δρόμο απ’ όπου παρέλασες, το δικαστήριο όπου βγήκε η απόφαση διαζυγίου σου μια συννεφιασμένη μέρα του Ιούλη, αλλά τώρα δεν υπάρχει ούτε ίχνος από εσένα και η ανάσα του ανέμου δεν μνημονεύει ότι εσύ υπήρξες κάποτε εκεί, ότι υπήρξε σημαντικό μέρος για μένα ή ότι υπήρξες καν. Μπορεί εμείς να νιώθουμε ότι αυτά τα μέρη θα έπρεπε, θα όφειλαν να μεταδίδουν κάτι –πάλι το ζήτημα της επιβεβαίωσης - εξαιτίας κάποιων γεγονότων που συνέβησαν κάποτε εκεί, να ανάβουν μια φλόγα ζεστασιάς για να μας εμψυχώσουν όταν έχουμε μείνει σχεδόν άψυχοι, όταν έχουμε βουλιάξει, αυτά όμως δεν ανταποκρίνονται. Τα μέρη δεν συνεργάζονται ποτέ ανταποδίδοντάς σου τον σεβασμό όταν τον έχεις ανάγκη. Στην πραγματικότητα μάλιστα, τις περισσότερες φορές σε απογοητεύουν, όπως διαπίστωσαν και οι Μάρκαμ στο Βερμόντ και τώρα στο Νιου Τζέρζι. Το καλύτερο που έχεις να κάνει είναι να καταπνίξεις το δάκρυ σου, να συνηθίσεις τις ανώδυνες κρίσεις συναισθηματισμού και να τραβήξεις να βρεις ό,τι υπάρχει μπρος, και όχι πίσω. Τα μέρη δεν σημαίνον τίποτα.
Αυτό που έπαθα εγώ πριν από λίγο δεν είχε σχέση με τίποτα από τούτα και μου άφησε μια ζαλάδα και ένα μυρμήγκιασμα, σαν να με είχε διαπεράσει ηλεκτρική εκκένωση μέσω καλωδίων κολλημένων στον λαιμό μου. Η όρασή μου έχει μαύρες κηλίδες και τα αυτιά μου είναι σαν να τα έχουν σκεπάσει γυάλινα ποτήρια.
Έπειτα όμως, εξίσου ξαφνικά, είμαι ξανά σε θέση να ακούσω τις φωνές από την παραλία, τον ήχο ενός βιβλίου που κλείνει, ένα ανάλαφρο γέλιο, τα σανδάλια κάποιου που χτυπιούνται μεταξύ τους για να φύγει η άμμος, μια παλάμη που χτυπάει μια ευαίσθητη κόκκινη πλάτη και το «άααουου» που προκαλεί το τσούξιμο, ενώ η παλίρροια μαλώνει τρυφερά τις διαρκώς μετακινούμενες κροκάλες.
Αυτό που αισθάνομαι να φουντώνει τώρα μέσα μου (σαν συνέπεια του δυνατού σπασμού) είναι μια πρωτόγνωρη περιέργεια για το τι ακριβώς γυρεύω εδώ. και από κοντά ακολουθεί, αυστηρή σύντροφός της, η ζωηρή εντύπωση ότι θα έπρεπε στ’ αλήθεια να βρίσκομαι κάπου αλλού. Πού όμως; Πού με επιθυμούν περισσότερο, αντί απλώς να με αναμένουν; Πού ταιριάζω καλύτερα; Πού αισθάνομαι γνήσια έκσταση, και όχι μόνο χαρούμενος; Κάπου όπου τουλάχιστον δεν είναι τόσο σημαντική η τήρηση των όρων, προϋποθέσεων και περιορισμών που έχουν τεθεί στη ζωή. Κάπου όπου όλο το παιχνίδι δεν εξαντλείται στους κανόνες.
Κάποια εποχή, μια τέτοια στιγμή, όταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι δροσερού φιλόξενου σπιτιού, που δεν ήταν το δικό μου, με έπαιρνε σιγά σιγά ο ύπνος, συνάμα όμως περίμενα αδημονώντας τον ερχομό μιας γλυκιάς υπέροχης επισκέπτριας, πρόθυμης να μου προσφέρει αυτό που είχα ανάγκη, γιατί το είχε κι εκείνη ανάγκη, κάποια εποχή αυτή η κατάσταση ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα να νιώσω σε τούτη τη γη, και μάλιστα αποτελούσε την πεμπτουσία της λέξης «ζωή», όντας ακόμα πιο μεθυστικό και θελκτικό αφού το αναγνώριζα την ώρα που συνέβαινε και ήξερα με βεβαιότητα ότι κανένας άλλος δεν το αντιλαμβανόταν, οπότε μπορούσα να το απολαύσω όλο, μα όλο, μόνος μου, έτσι όσο τίποτα άλλο.
Τώρα, εδώ, όλο το σκηνικό έχει στηθεί, ο φωτισμός και η διεύθυνση του ανέμου έχουν ρυθμιστεί και η Σάλλυ, χωρίς αμφιβολία, έρχεται τούτη την ώρα, ανυπομονώντας (ή τουλάχιστον θέλοντας) να ανεβεί τρέχοντας επάνω, να χωθεί στο κρεβάτι και να βρει για άλλη μια φορά το κλειδί που οδηγεί στην καρδιά μου, να το στρίψει για τα καλά και να ξεριζώσει όλες τις χθεσινοβραδινές ανησυχίες.
Μόνο που ο παλιός εκείνος ίλιγγος ( ο δικός μου) θα έχει εκλείψει και είμαι ξαπλωμένος χωρίς να δονούμαι από ταραχή, αλλά ακούγοντας ασυνάρτητητες φωνές από την παραλία - το πως ένιωθα κάποτε, το πως ήθελα να νιώσω, έχει χαθεί. το μόνο που έχει απομείνει είναι ένας αιθέριος απόηχος της παρουσίας του και μία έντονη απορία για το που μπορεί να πήγε και αν θα επανέλθει ποτέ. Με άλλα λόγια, μηδέν εις το πηλίκον. Είναι μετά να μην σε πιάνουν σπασμοί;
Έτσι όπως είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ακόμα ζωντανός ο ίδιος, με το κλιματιστικό να στέλνει πάνω στα σεντόνια μου ψυχρά ρεύματα αέρα, προσπαθώ να βρω κάποια παρηγοριά για το πώς με έχουν κάνει να νιώθω αυτή η ανάμνηση και τα αποψινά γεγονότα, δηλαδή εξουθενωμένος, μετέωρος και ανήμπορος να κινηθώ, κατάσταση που αποδίδεται πλήρως από την εικόνα του κυρίου Τανκς και του εαυτού μου να στεκόμαστε πλάι πλάι τούτη τη φονική νύχτα, ανίκανοι να αποκαταστήσουμε στοιχειώδη επαφή, να πούμε έναν πειστικά ενθαρρυντικό λόγο ο ένας στον άλλο, να φανούμε χρήσιμοι, να φωνάξουμε «Παρών»!, να βραχούμε. Ανίκανοι, την ώρα της θλιβερή μετάβασης ενός άλλου πλάσματος στους ασφοδελούς λειμώνες, να μοιραστούμε κάτι ελπιδοφόρο για το μέλλον. Ενώ, αν το είχαμε καταφέρει, ίσως να είχαμε ξαλαφρώσει.
Στα μάτια του βετεράνου του θανάτου που είμαι, ο θάνατος μοιάζει τώρα τόσο κοντινός, τόσο πλήρης, τόσο, μα τόσο δραστικός και σημαίνων, που με αποβλακώνει από τον φόβο. Σε λίγες ώρες όμως, θα κινήσω με τον γιο μου ακολουθώντας άλλη ρότα, τη ρότα που φέρνει ελπίδα, που καταφάσκει στη ζωή και αντιστέκεται στην ανυπαρξία, με μοναδικά όπλα τις λέξεις και τον εαυτό μου, για να δώσω το παράδειγμα και χωρίς τίποτα το τόσο δραματικό όσο είναι ένας μαύρος σάκος για πτώματα και οι χαμένες αναμνήσεις ενός χαμένου έρωτα.
Ξαφνικά, η καρδιά μου αρχίζει πάλι να χτυπάει σαν τρελή, λες και πρόκειται να εγκαταλείψω κι εγώ τη ζωή όπου να ’ναι. Αν μπορούσα, θα πεταγόμουν επάνω, θα άναβα το φως, θα έπαιρνα κάποιον τηλέφωνο και θα φώναζα στο ακουστικό: «Είμαι εντάξει. Τη γλίτωσα. Παρά τρίχα, σου λέω. Αλλά δεν με πέτυχε. Μύρισα την ανάσα του, είδα τα κόκκινα μάτια του να λάμπουν στο σκοτάδι. Ένα υγρό παγωμένο χέρι άγγιξε το δικό μου. Αλλά τα κατάφερα. Επιβίωσα. Περίμενέ με, Περίμενέ με. Δεν έχω ακόμα πολλά να κάνω». Μόνο που δεν υπάρχει κανείς. Ούτε εδώ ούτε κάπου κοντά, για να του τα πω αυτά. Να του πω λυπάμαι, λυπάμαι, λυπάμαι.
Σωπαίνουμε πάλι. Η πρώτη σοβαρή συζήτηση ενηλίκων που μπορεί να κάνει ένας άντρας με το παιδί του είναι αυτή όπου αναγνωρίζει ότι δεν ξέρει τι είναι καλό για το ίδιο του το παιδί, ενώ έχει μια ξεπερασμένη άποψη για το τι είναι κακό. Δεν ξέρω τι να πω.
"Αυτό που θέλω να πω γιέ μου" λέω, " είναι ότι προσπαθείς να έχεις τον έλεγχο σε πάρα πολλά πράγματα και αυτό σε κρατάει πίσω". Ίσως προσπαθείς να μη χάσεις την επαφή με κάτι που σου άρεσε, πρέπει όμως να τραβήξεις μπροστά. Ακόμα κι αν σε φοβίζει αυτό, ή κι αν τα θαλασσώσεις".
"Σ'αγαπώ" λέω στο γιό μου που απομακρύνεται αλλά θα ξανακούσει αυτά τα λόγια, έστω και για να μπορέσει κάποια στιγμή στο μακρινό μέλλον να πει: " Κάποιος μου το είπε αυτό και από τότε τίποτα δεν φαινόταν τόσο άσχημο όσο θα μπορούσε να είναι".
" Ξέρεις Πολ, δεν πρέπει να πιστεύεις ότι δεν κάνει να είσαι χαρούμενος. Το καταλαβαίνεις αυτό; Δεν πρέπει να συνηθίσεις να μην είσαι χαρούμενος μόνο και μόνο επειδή δεν μπορείς να τα κάνεις όλα να ταιριάζουν στην εντέλεια. στο τέλος πρέπει να παραιτηθείς από μερικά πράγματα".
" Θα έλεγα ότι η ανεξάρτητη σκέψη σπανίζει σε τέτοιου είδους μέρη. Το ίδιο γίνεται και με τους βαπτιστές και με τους πρεσβυτεριανούς".
" Μου φαίνεται ότι ο Σάρτ είχε πει ότι η ελευθερία δεν αξίζει τίποτα αν δεν μπορείς να την ασκήσεις".
'Αυτό όντως θυμίζει Σαρτ" λέω, ενώ σκέφτομαι ξανά αυτό που έχω σκεφτεί για τις κοινότητες των χίπιδων, την κοινοκτημοσύνη στη φάρμα Μπρουκ, τα κιμπούτς και τα ουτοπικά ιδανικά κάθε μορφής - μόλις εμφανιστεί ένας πραγματικά ανεξάρτητος άνθρωπος, ολοι μετατρέπονται σε Χίτλερ.
Πατώντας εδώ θα σας εμφανιστεί η σελίδα του biblionet με διάφορες κριτικές παρουσιάσεις της Ημέρας Ανεξαρτησίας.