Αν αφεθείς για μια στιγμή και αφήσεις να δουλευτούν μέσα σου οι πληροφορίες γι'αυτόν τον πόλεμο που δεν λέει να σταματήσει και που οι εμπλεκόμενοι άμεσα και έμμεσα είναι οι ισχυροί της γης και όλοι της περιοχής, τότε η απελπισία θα είναι το μόνο αποτέλεσμα. Αυτός ο πόλεμος που δεν λέει να σταματήσει, που τα θύματά του συνεχώς αυξάνονται, το ίδιο και οι πρόσφυγες, και που όπως κάθε πόλεμος ξεφτιλίζει τη ζωή και όχι μόνο στη Συρία. Αυτός λοιπόν ο πόλεμος στη γειτονιά μας, όπου συγκρούονται αδίστακτοι συνάνθρωποί μας, όπου συγκρούονται σκοτεινά συμφέροντα και αιμοδιψείς εξουσίες και που δεν είναι απίθανο κάποια στιγμή να εμπλέξει άμεσα κι εμάς. Μπροστά σ'αυτόν τον διαρκείας όλεθρο όλα τα άλλα μοιάζουν άνευ σημασίας.
Αλλά ακόμα και ως ψευδαίσθηση αν ελπίζεις ότι το θέμα της ανεξαρτησίας του τύπου μπορεί να είναι ένα έστω μικρό ανάχωμα στο να επικρατήσουν εδώ εκεί και παντού δυνάμεις όπου ότι τις χαρακτηρίζει είναι η βία και η καταστροφικότητά της, λες ας το παλέψω. Έστω και μέσα από την προϊστορική υπόθεση Γουότεργκεϊτ.
Η υπόθεση Γουότεργκεϊτ ξεκίνησε ως μια απλή ιστορία διάρρηξης των γραφείων του Δημοκρατικού κόμματος στην Ουάσινγκτον τον Ιούλιο του 1972. Και ήταν δύο δημοσιογράφοι της Washington Post, οι Καρλ Μπέρνστιν και Μπομπ Γούνντγορντ, που μπήκαν ψύλλοι στα αυτιά τους και σιγά σιγά έφεραν στο φως πολλά στοιχεία συνδέοντας τη διάρρηξη με την επιτροπή προεκλογικής εκστρατείας του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον. Παρόλο που ο Νίξον διέταξε τη CIA να εμποδίσει τις έρευνες του FBI γι'αυτήν την ιστορία, τον Οκτώβριο του 1972 το FBI απέδειξε πως η φαινομενικά ασήμαντη αυτή διάρρηξη ήταν μέρος μιας επιχείρησης για την επανεκλογή του Νίξον. Και που στις εκλογές του Νοέμβρη όντως επανεκλέγει θριαμβευτικά ο Νίξον με ποσοστό 60.7%. Την επόμενη χρονιά όμως ο τύπος πρωταγωνίστησε στην προσπάθεια να αποδειχθεί πως η καταδίκη των διαρρηκτών με τον τρόπο που έγινε στην ουσία ήταν μία συγκάλυψη της ομάδας που κινούσε τα νήματα και που είχε την εξουσιοδότηση του Νίξον. Ότι ακολούθησε μέχρι την παραίτηση του Νίξον τον Αύγουστο του 1974, ήταν η σύγκρουση του προεδρικού κύκλου με τον ανεξάρτητο τύπο και την δικαιοσύνη που έφτασε μέχρι και το Ανώτατο Δικαστήριο και με τις διάφορες επιτροπές του Κογκρέσου που ανέλαβαν το θέμα.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από ένα άρθρο που έγραψε ο Ρέντφορντ και δημοσιεύτηκε στην Γουάσιγκτον Πόστ.
Φέτος συμπληρώνονται 45 χρόνια από το σκάνδαλο Watergate. Εξαιτίας της συμμετοχής μου στην ταινία ορισμένοι με ρωτούν για τις ομοιότητες που έχουν τα γεγονότα του 1972 και του 2017. Υπάρχουν πολλές. Η μεγαλύτερη είναι η σημασία που έχουν τα ελεύθερα και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης για την υπεράσπιση της δημοκρατίας μας. Όταν ο πρόεδρος Τραμπ κάνει λόγο για «πόλεμο» με τα μέσα ενημέρωσης, αποκαλεί τους δημοσιογράφους «από τα πιο ανέντιμα ανθρώπινα όντα στη Γη» και στέλνει μηνύματα στο Τwitter ότι είναι «εχθροί του αμερικανικού λαού», η γλώσσα που χρησιμοποιεί ανεβάζει σε νέα, επικίνδυνα ύψη τις ψευδείς κατηγορίες που εκτόξευε η κυβέρνηση Νίξον για «πρόστυχη» και «ευτελή» δημοσιογραφία. Η ισχυρή και ακριβής δημοσιογραφία υπερασπίζεται τη δημοκρατία μας. Είναι ένα από τα πιο αποτελεσματικά όπλα που έχουμε για να περιορίσουμε τους «αχόρταγους» της εξουσίας. Πάντα έλεγα ότι η ταινία «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου» ήταν μια βίαιη ταινία. Δεν είχε πυροβολισμούς, αλλά τα λόγια χρησιμοποιούνταν σαν σφαίρες. Είχα δυσκολευτεί να πείσω τους παραγωγούς να δείξουν ενδιαφέρον για την ταινία. «Εφημερίδες, γραφομηχανές, δημοσιογραφία - δεν υπάρχει καθόλου δράμα» έλεγαν. Εγώ δεν το έβλεπα έτσι. Για μένα ήταν η ιστορία δυο δημοσιογράφων αποφασισμένων να φτάσουν στην αλήθεια.
Στην πραγματικότητα το σκάνδαλο Watergate δεν είχε μόνο δυο ανθρώπους που αναζητούσαν την αλήθεια. Είχε ένα μεγάλο καστ χαρακτήρων με μικρούς και μεγάλους ρόλους που ακολουθούσαν τη συνείδησή τους: ο σύμβουλος του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον, ο Τζον Ντιν, η κατάθεση του οποίου άνοιξε τον δρόμο για τις ακροάσεις στο Κογκρέσο. Ο γενικός εισαγγελέας Έλιοτ Ρίτσαρντσον και ο αναπληρωτής του Ουίλιαμ Ράκελσαους, οι οποίοι παραιτήθηκαν αντί να υπακούσουν στην απαίτηση του Νίξον να απολύσουν τον ειδικό εισαγγελέα Άρτσιμπαλντ Κοξ. Και, πάνω απ' όλους, μέλη του Κογκρέσου, Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς. Ο Νίξον παραιτήθηκε από την προεδρία γιατί η Επιτροπή της Γερουσίας για το Watergate, αποτελούμενη από Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς, έκανε τη δουλειά της. Είναι εύκολο να σκεφτόμαστε τώρα το Watergate σαν μεμονωμένο γεγονός. Δεν ήταν. Ήταν μια ιστορία που εκτυλίχθηκε επί 26 μήνες και χρειάστηκαν πολλές πράξεις γενναιότητας και εντιμότητας από Αμερικανούς απ' όλο το πολιτικό φάσμα.
Το σύστημα δούλεψε. Οι πρόνοιες του Συντάγματος για ελέγχους και ρυθμίσεις λειτούργησαν όταν τέθηκαν στη μεγαλύτερη δοκιμασία. Θα λειτουργούσαν σήμερα; Και για να έρθω στο δεύτερο ερώτημα: Ποια είναι σήμερα η διαφορά; Είναι πολλές. Η χώρα μας είναι διχασμένη και έχουμε μια ισχνή αντίληψη της αλήθειας. Υπήρξε μια εποχή που, σε περίοδο εθνικής κρίσης, πολιτικοί και από τις δυο πλευρές άφηναν κατά μέρος την κομματική πολιτική για να αποκαλύψουν την αλήθεια. Υπήρξε μια εποχή που Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί ενώνονταν για να θέσουν ειρηνικά τέλος σε μια διεφθαρμένη και εγκληματική προεδρία. Υπήρξε μια εποχή που μέλη του Κογκρέσου έθεσαν την υπεράσπιση της δημοκρατίας μας πάνω από το κομματικό συμφέρον για το καλό όλων. Υπήρξε μια εποχή... Τώρα οι καιροί είναι διαφορετικοί. Αν έχουμε ένα καινούργιο Watergate, θα το αντιμετωπίσουμε εξίσου καλά; Σε μια δήλωσή του τον Μάιο του 1973 ο Τζον Ντιν αναφέρθηκε σε αυτό που περιέγραψε ως προσπάθεια να δυσφημιστεί η κατάθεσή του μέσω της δυσφήμισης του προσώπου του. Η φημισμένη φράση του ήταν: «Η αλήθεια πάντα βγαίνει στην επιφάνεια» (“The truth always emerges”). Φοβάμαι για τις πιθανότητές της σήμερα.
Αρκετά καλά και από άποψης καλλιτεχνικής, την ιστορία του Γουότεργκεϊτ και την για πρώτη φορά παραίτηση Αμερικανού προέδρου, την αφηγήθηκε το φιλμ του Άλαν Πακούλα "Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου" (1976), με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και τον Ντάστιν Χόφμαν να παίζουν τους δύο δημοσιογράφους.
Φοβάται σήμερα ο Ρέντφορντ αλλά κι εμείς δεν πάμε πίσω, ιδιαίτερα στην χώρα μας που ούτε έχουμε μια αξιόλογη παράδοση ΜΜΕ να έχουν ως κορώνα στο κεφάλι τους την αλήθεια και την ανεξαρτησία τους, ούτε έχουμε ανεξάρτητους θεσμούς ικανούς να προστατεύουν τα δικαιώματα των πολιτών και τη δημοκρατία από τις καταχρήσεις της εξουσίας.
Και η Σταγόνα μας πως μπλέκεται σ'αυτήν την ιστορία; Ευλογώντας τα γένια μας,σαν μια σταγόνα στο ωκεανό των ΜΜΕ που προσπαθεί στον μικρόκοσμό της να φιλοτεχνήσει το στίγμα της ως μία έντιμη, ανεξάρτητη και ελεύθερη ιστοσελίδα που την ενδιαφέρει η αλήθεια, οι ελευθερίες, ο διάλογος, η δημοκρατία και όλα αυτά τα στοιχεία που ανεβάζουν τον πήχη του δημόσιου βίου στην χώρα μας βάζοντας στο πλάνο δια τούτο και τον γαλαξία των νοοτροπιών μας και των σχέσεών μας. Όταν δε λέμε ότι επιδιώκουμε την ανεξαρτησία μας, προφανώς έχουμε στο νου μας την ανεξαρτησία από ποικίλα συμφέροντα διάφορων ομάδων και κύκλων, που το ενδιαφέρον τους για εμάς δεν μπορεί παρά να είναι αμελητέο. Αλλά το πιο σημαντικό για το δικό μας στάτους νομίζουμε ότι είναι η προσπάθεια που καταβάλλουμε για να μεγαλώνουμε τα περιθώρια της ανεξαρτησίας από τις προκαταλήψεις μας, τις εμμονές μας, τις ιδεοληψίες μας, τα γούστα μας, τους αυτοματισμούς της σκέψης μας και της γλώσσας μας, από τις ιδιοτέλειές μας και από εκείνη την πανίσχυρη ροπή που μας θέλει να έχουμε πάντα δίκαιο και να μην αμφισβητούμε ποτέ τις όποιες επιλογές μας. Φαντάζομαι ότι θα ξέρετε όλοι πόσο παντοδύναμη είναι στους ανθρώπους εκείνη η δύναμη που τους αναγκάζει να επαναλαμβάνουν αενάως τους εαυτούς τους. Πιστεύουμε πως η αντίσταση σ'αυτήν την προϊστορική δύναμη προσκομίζει πόντους υπέρ της ανεξαρτησίας του υποκειμένου, ακόμα και αν αυτό είναι η κουτσή Μαρία και εμπλουτίζει το ρόλο που έχει επιλέξει να παίζει, ακόμα κι αν αυτός είναι του παθητικού τηλεθεατή.
Αυτό που έζησε στο πετσί του ο κωλοπετσομένος προοδευτικός σταρ του Χόλυγουντ Ρόμπερτ Ρέντφορντ, είναι η αξία της ανεξαρτησίας του τύπου, κάτι που στην χώρα μας δεν απολαμβάνει την ίδια έμπρακτη αναγνώριση. Εδώ η συγκρότηση της πλειονότητας των ανθρώπων που έχουν μια προδιάθεση να ασχοληθούν με τα κοινά και εμφανίζουν ένα δημόσιο λόγο ακόμα και με την επιλογή του like στο fb, τους οδηγεί να επιλέγουν ως επί το πλείστον τις ομαδοποιήσεις, τις αλλαξοκωλιές, τις εκδουλεύσεις. Για διάφορους λόγους όπου το "κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια" συνήθως παίζει και αυτό, όπως και ο φόβος από την μισαλοδοξία των άλλων, βλέπουν καχύποπτα οτιδήποτε εκπέμπει έναν προσωπικό τόνο. Πέρα από τα οφέλη που ελπίζουν να αποκομίσουν από τα μοντέρνα μέσω fb like χειροφιλήματα στους αρχηγούς του κύκλου των συμφερόντων τους και των παθών τους ένας ισχυρός ακόμα λόγος που κρατούν σοφές αποστάσεις από ότι προσπαθεί να εκφράσει μία άλλη πιο προσωπική αγωνία για τον κόσμο, είναι και μια βαθύτερη ανασφάλεια να εμπιστευτούν τον εαυτό τους και την σκέψη τους. Ανάμεσα στο σημειωτόν στο βαρετό ίδιο και την ανησυχία για το άλλο μονοπάτι επιλέγουν, πιο πολύ ασυνείδητα, το πρώτο. Γι'αυτό αποφεύγουν να εκτεθούν δημόσια και να κρίνουν ότι διαφέρει απ'αυτό που έχουν συνηθίσει, απ'αυτό που τους βολεύει. Κι αυτό είναι κάτι που ο απαιτητικός που καταθέτει τα δικά του, πρέπει να το λαμβάνει υπόψη του, διότι έχουμε εδώ ένα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης που δύσκολα παίζεται.
Η ανεξαρτησία του τύπου φυσικά εξαρτάται και από αυτούς που με το έργο τους θέλουν να την υπερασπιστούν. Αν διάφορα καλοπροαίρετα μέσα που είναι ανεξάρτητα παρουσιάζουν ένα φτωχό έργο τότε είναι άξια της τύχης τους. Όμως αν είναι φανερό πως το έργο τους εμφανίζει στοιχεία που αξίζει γι'αυτά να υποστηριχτούν, τότε το μπαλάκι πέφτει στο κοινό. Πιο πολύ μάλιστα σε εκείνο το μέρος του που γνωρίζει τους ανθρώπους που δίνουν ότι μπορούν για να κάνουν όσο γίνεται λιγότερο αφόρητη την καθημερινότητα και εκλύοντας ένα κάποιο ελπιδοφόρο νόημα για να γίνει κάπως υποφερτή η ζωή.
Αυτό που μπορεί και να μην το έχει σκεφτεί ο τυχαίος συμπολίτης μας, είναι πως όταν δε υποστηρίζει τα ανεξάρτητα μέσα που αξίζουν στην προσπάθειά τους για την χρονίως πάσχουσα στην χώρα μας αλήθεια, και το κάνει αυτό μέσω των δημόσιων σχέσεων που η ιδιοτέλεια επενδύει, τότε το αποτέλεσμα γιατί να διαφέρει πολύ από εκείνη την ιστορία που διατύπωσε ένας προτεστάντης πάστορας και αναφέρεται στην δημόσια ζωή της ναζιστικής Γερμανίας; Λέει λοιπόν εκείνο το τσιτάτο, όπως το έμαθα: «Όταν οι ναζιστές ήρθαν για να πάρουν τους Εβραίους, σιώπησα γιατί δεν ήμουν Εβραίος, το ίδιο και όταν μάζεψαν τους τσιγγάνους. Όταν οι ναζιστές ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές, σιώπησα επειδή δεν ήμουν κομμουνιστής. Όταν μάζευαν τους ομοφυλόφιλους κοιτούσα αλλού. Όταν φυλάκισαν τους σοσιαλδημοκράτες, σιώπησα γιατί δεν ήμουν σοσιαλδημοκράτης. Όταν ήρθαν να πάρουν τους συνδικαλιστές, δε διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής. Όταν ήρθαν να συλλάβουν εμένα, δεν υπήρχε πια κανείς για να διαμαρτυρηθεί».
Εδώ θα φτάσουμε κάποτε, όπου το ναζιστικό θα είναι η απελπιστική ομοιομορφία ελεγχόμενων μέσων από μερικά κέντρα εξουσίας που θα έχουν μοιράσει την πίτα, αν δεν φροντίσουμε να υποστηρίζουμε ότι αντιμάχεται αυτήν στον μέσα μας θεατή, στον στυγνό υπολογιστή, στον σύγχρονο Χατζηαβάτη. Κι αυτά είναι τα ελάχιστα, στο βαθμό φυσικά που το "τσιμέντο να γίνει ο κόσμος" δεν μας εκφράζει. Τέλος, όλα αυτά που λέμε δεν σημαίνει ότι κι εμείς που το προσπαθούμε, είμαστε υπόδειγμα σ'αυτό το θέμα.
Σχόλια
Και μην ανησυχείς τα γουστάρουμε και τα τσιτάτα!
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.