Το Πρίτσκερ λοιπόν, θεωρείται παγκοσμίως το κορυφαίο βραβείο στον κόσμο στην Αρχιτεκτονική, ας πούμε το Νόμπελ της. Δίνεται κάθε χρόνο σε έναν εν ζωή αρχιτέκτονα, συνοδεύεται από το ποσό των 100 χιλ. δολαρίων και πάροχος είναι η αμερικάνικη οικογένεια Πρίτσκερ. Μέρος των κριτηρίων για βράβευση με αυτό το βραβείο είναι η πρωτοποριακή ποιότητα στην αρχιτεκτονική σκέψη καθώς και οι χρήσιμες συνεισφορές στο χώρο της οικοδομής. Το 1979 ο Αμερικανός Φίλιπ Τζόνσον ήταν ο πρώτος που βραβεύτηκε, ενώ νικητής το 2016 ήταν ο 48χρονος Χιλιανός Αλεχάντρο Αραβένα. Μέχρι σήμερα έχουν δοθεί 37 βραβεία Πρίτσκερ, από τα οποία οχτώ τα έχουν κερδίσει Αμερικάνοι, έξι Γιαπωνέζοι, τρεισήμισι Εγγλέζοι και ακολουθούν κι άλλες χώρες με ένα ή δύο βραβεία.
Τη Ζάχα Χαντίντ ( Βαγδάτη, 1950 - Μαϊάμι, 31.3.2016) την ξεχωρίσαμε όχι τόσο γιατί το 2004 βραβεύτηκε με το Πρίτσκερ και ήταν η πρώτη και η μόνη γυναίκα που το έχει καταφέρει αυτό μέχρι σήμερα, αλλά διότι τα κτίρια που δημιούργησε είχαν κάτι το εντελώς προσωπικό. Άμα περνούσαν οι εικόνες τους στο σκληρό σου δίσκο, κι αυτό ήταν αρκετά εύκολο εξ αιτίας της πρωτοτυπίας τους, τότε εύκολα τα ξεχώριζες. Συνήθως στο διεθνή τύπο μετά το όνομά της ακολουθούσε η φράση "η αποθέωση της καμπύλης".
Η Χαντίντ πριν από την αρχιτεκτονική τέλειωσε το μαθηματικό στο Αμερικάνικο πανεπιστήμιο της Βηρυτού και σπούδασε αρχιτεκτονική στην περίφημη αρχιτεκτονική σχολή του Λονδίνου ΑΑ ( Architectural Association School of Architecture).
Παρόλο που ούτε ένας Έλληνας δεν έχει βραβευτεί με το Πρίτσκερ, όμως να που ο Ηλίας Ζέγγελης, που η πρόωρα χαμένη από βρογχίτιδα Ζάχα Χαντίντ αποκαλούσε με τρυφερότητα «πατέρα», ήταν ο αρχιτέκτονας που δίπλα του μαθήτευσε και ως επαγγελματίας στα πρώτα της βήματα.
Αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι πως η Χαντίντ έκανε τη δική της επανάσταση, συνδυάζοντας την αρχιτεκτονική με τη γλυπτική. Αποδομούσε το τοπίο και συνέθετε ένα δικό της αφήνοντας το ανεξίτηλο αποτύπωμά της. «Η μορφή ακολουθεί τη φαντασία», συνήθιζε να λέει, παραμένοντας πιστή στις φιλοσοφικές επιλογές του Ζακ Ντεριντά.
«Ηταν μεγάλη αρχιτέκτων, θαυμάσια γυναίκα και θαυμάσια προσωπικότητα. Ανάμεσα στους αρχιτέκτονες που αναδείχθηκαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες, κανείς δεν έχει τόση μεγάλη επίδραση όσο εκείνη», είπε γι' αυτή ο Ρίτσαρντ Ρότζερς, βασικός δημιουργός του Κέντρου Πομπιντού στο Παρίσι και είναι βέβαιο ότι με τη φράση του συντάσσεται η διεθνής αρχιτεκτονική κοινότητα.
Περιζήτητη στις σημαντικότερες αρχιτεκτονικές σχολές, δίδαξε κατά καιρούς στο Χάρβαρντ και το Κολούμπια, το Ιλινόις, τη Βιέννη και, λίγο πριν πεθάνει, στο Γέιλ. Το περιοδικό «Forbes» την είχε κατατάξει στην 61η θέση ανάμεσα στις 100 σπουδαιότερες γυναίκες του πλανήτη. Οπως έχει δηλώσει η ίδια:
Στην εποχή μας βλέπουμε όλο και περισσότερες γυναίκες αρχιτέκτονες να καθιερώνονται. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι εύκολο. Μερικές φορές οι προκλήσεις είναι τεράστιες. Υπάρχει ρεύμα αλλαγής τα τελευταία χρόνια και η πρόοδος αυτή θα συνεχιστεί.
Όσο για τα κτήριά της ως εικόνες είναι εντυπωσιακές. Όμως μέχρι εκεί. Διότι για να σχηματίσεις μια προσωπική γνώμη για κτήρια το πλέον βασικό είναι όχι τόσο το κατά πόσο σου γαργαλάνε το μάτι και πως υψώνονται και παίζουν με το χώρο, αλλά τι συναισθήματα σου δημιουργούν όταν τα ζεις από κοντά, πως σε επηρεάζουν όταν κινείσαι μέσα τους και γύρω τους, όταν βιώνεις τη θέα που σου προσφέρουν, τι και ποιες σχέσεις ενισχύουν με τους άλλους που συμβιώνεις και εν τέλει πόσο λειτουργικά είναι. Οι ανήσυχοι της εποχής μας λαμβάνουν υπόψη και τους σύγχρονους προβληματισμούς. Κάποιους μας τους έχει συστήσει η Άννα μας, όπως το ότι μετράει κι έχει νόημα να εξετάζουμε και το ζήτημα της συνολικής ενέργειας (βιοκλιματική αρχιτεκτονική) όπως επίσης και το που και πως κτίζονται τα κτήρια. Στο δια ταύτα, μία εμπειρία με τα κτήρια της Χαντίντ δεν φαίνεται ότι θα μας προκύψει ποτέ και ως εκ τούτου η καλή μας γνώμη στηρίζεται στις εικόνες και στην αναγνώριση που έχει η Χαντίντ από την πλειονότητα των συναδέλφων της.
Μένουμε λοιπόν στο ότι μια γυναίκα από το Ιράκ με ταλέντο και δουλεύοντας σκληρά κατάφερε να σπάσει το αντρικό λόμπι των βραβευμένων με το Πρίτσκερ, ανοίγοντας νέους δρόμους στις εικόνες των κτηρίων, νέους γυναικείους δρόμους θα τολμούσαμε να πούμε, μιας στα έργα της οι καμπύλες δίνουν και παίρνουν.
Πατώντας εδώ θα σας εμφανιστεί το άρθρο "Ζάχα Χαντίντ, η αποθέωση της καμπύλης" που αναρτήθηκε στη lifo στις 1.4.16. και περιέχει πολλές φωτογραφίες από τις δημιουργίες της Χαντίντ. Εδώ θα σας εμφανιστεί ένα καλοφτιαγμένο βίντεο 3:39 όπου περιέχει τα πλέον εμβληματικά κτήρια και κάποια σχόλια για την Χαντίντ. Κι εδώ ένα άρθρο που αναρτήθηκε στις 4.4.16 στη lifo με τον τίτλο "Επιτέλους, γιατί ήταν τόσο σημαντική αρχιτέκτονας η Ζάχα Χαντίντ".
Ο εβραϊκής καταγωγής Ίμρε Κέρτες (Βουδαπέστη, 1929 - 31.3.16) επιζών του Ολοκαυτώματος, βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 2002. Το 1944, σε ηλικία 14 ετών, συνελήφθη και στάλθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς και αργότερα στο Μπούχελβαντ. Μετά την απελευθέρωση ο Κέρτες εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε μια εφημερίδα, αλλά απολύθηκε το 1951 μετά την επικράτηση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Έζησε πολλά χρόνια στη Γερμανία όπου εργάστηκε ως μεταφραστής (μετέφρασε στα ουγγρικά έργα των Φρόυντ, Νίτσε, Χόφμανσταλ, Σνίτσλερ, Βίντγκενσταϊν κ.ά.). Προς τα τέλη της δεκαετίας του '80 άρχισε να ξαναγράφει και να εκδίδει μυθιστορήματα. Έζησε στο Βερολίνο, ωστόσο συνέχισε να γράφει στα ουγγρικά και να συνεργάζεται με εκδοτικούς οίκους της Ουγγαρίας.
Στο έργο του «Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο» (1975), που όταν το διαβάσαμε μετά από λίγο καιρό το ξαναδιαβάσαμε, περιγράφεται η εμπειρία ενός δεκαπεντάχρονου παιδιού στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι είναι αυτοβιογραφικό, ο ίδιος όμως το αρνήθηκε, αν και είναι εμπνευσμένο από τα προσωπικά του βιώματα. Πρόκειται για ένα «βλάσφημο» βιβλίο, συγκινητικό, άμεσο μα όχι καταγγελτικό, που περιγράφει την «ευτυχία των στρατοπέδων συγκέντρωσης», με τις περιποιημένες ζαρντινιέρες έξω από τα κρεματόρια και το μουχλιασμένο ψωμί που έχει θεϊκή γεύση έπειτα από μέρες ασιτίας.Το βιβλίο αυτό χαρακτηρίστηκε από τη διεθνή κριτική ως ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του αιώνα μας και έκανε γνωστό τον Κέρτες παγκοσμίως.
Ο Κέρτες χαρακτήριζε το ναζιστικό καθεστώς «έναν μηχανισμό που δούλευε τόσο αποτελεσματικά, ώστε οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν καν την ευκαιρία να κατανοήσουν τα γεγονότα που έζησαν». Και υπογράμμιζε ότι το Ολοκαύτωμα ήταν τελικά μια απόδειξη για το τι κρύβεται κάτω από την επιφάνεια ενός πολιτισμένου κόσμου.
Από την άλλη, επέκρινε την ταινία του Σπίλμπεργκ «Λίστα του Σίντλερ» ως πολύ επιφανειακή. «Θεωρώ κιτς την οποιαδήποτε αναπαράσταση του Ολοκαυτώματος που είναι ανίκανη να κατανοήσει ή δεν θέλει να καταλάβει την οργανική σύνδεση μεταξύ του δικού μας παραμορφωμένου τρόπου ζωής και της δυνατότητας ύπαρξης του Ολοκαυτώματος».
Καυτηρίαζε όμως και τη «βιομηχανία του Ολοκαυτώματος»: «Έχω δει ακόμα και πρώην θύματα των στρατοπέδων συγκέντρωσης να εμφανίζονται σε εκδηλώσεις μνήμης φορώντας τις στολές των κρατουμένων. Αυτό είναι γελοίο. Αποστασιοποιούμαι από οτιδήποτε έχει στόχο να χειραγωγήσει τις μάζες».
Σύμφωνα με την σουηδική ακαδημία , ο Ίμρε Κέρτες «εξερευνά τις πιθανότητες του να συνεχίσει κανείς να ζει και να σκέφτεται ως άτομο σε μια εποχή που η υποταγή του ανθρώπου σε κοινωνικές δυνάμεις γίνεται ολοκληρωτική». Για τον Κέρτες το Άουσβιτς αποτελεί την απόλυτη αλήθεια σχετικά με την ανθρώπινη εξαθλίωση στην σύγχρονη εποχή.