Τετάρτη, 08 Ιουλίου 2015 16:09

"Η κλωστηρού" ένα από τα ωραιότερα χασάπικα του Βαμβακάρη, μέσα από ένα δυνατό άρθρο

Επιλέγουσα ή Συντάκτρια 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Έχω την εντύπωση πως «Η κλωστηρού», το ανεπανάληπτο ρεμπέτικο του Μάρκου Βαμβακάρη (1905-1972) από το 1934, άργησε να γίνει γνωστό στο ευρύ κοινό.  

Εγώ, ας πούμε, το άκουσα για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του ’80, καθώς είχε συμπεριληφθεί στο μνημειώδες κουτί 5 βινυλίων «Μάρκος Βαμβακάρης – Αυθεντικές Εκτελέσεις», που είχε κυκλοφορήσει το 1987 από την EMI/ His Master’s Voice – ενώ αργότερα το απολαύσαμε και σε ακόμη καλύτερες αποτυπώσεις, στα CD τού… και Έλληνα Charles Howard στη βρετανική JSP.

Αναφέρομαι στα κουτιά “Rembetika/ Baglamas, Bouzoukis and Bravado/ Greek Music from the Underground” (2006, έκδοση τεσσάρων CD) και “Markos Vamvakaris/ Master of Rembetika/ Complete Recordings 1932-1937 plus Selected Recordings 1938” (2010, έκδοση τεσσάρων CD). 

Για να διαβάσετε την συνέχεια του άρθρου που γράφτηκε από τον Φώντα Τρούσα και αναρτήθηκε στη lifo και για να ακούσετε το ρεμπέτικο αυτό που γράφτηκε το 1934 πατήστε  εδώ  

Λίγα βιογραφικά στοιχεία για τον Κώστα Σκαρβέλη ( Κων/πολη,1880 – Αθήνα,1942).  Ρεμπέτης, ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής της Columbia. Ο Κώστας Σκαρβέλης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1880 και από πολύ μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική. Μετά την ενηλικίωσή του, για να αποφύγει την κατάταξή του στον τουρκικό στρατό, φυγαδεύτηκε και εγκαταστάθηκε με άλλους συγγενείς του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Τουλάχιστον για μια δεκαπενταετία δεν υπάρχουν στοιχεία για το πού ήταν και με τι ασχολήθηκε. Βέβαιο είναι ότι δεν επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη, ούτε σε άλλο μέρος της Τουρκίας. Στην Αθήνα πρέπει να εγκαταστάθηκε μεταξύ 1915 και 1920, επομένως δεν ανήκει στους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η κύρια εργασία του στην Αθήνα πριν από το 1922 ήταν ειδικός τεχνίτης στην κατασκευή υποδημάτων πολυτελείας.

Με την εγκατάσταση των Μικρασιατών στην Ελλάδα, ο Κώστας Σκαρβέλης ξαναβρήκε γνωστά πρόσωπα από το χώρο των μουσικών και άρχισε αμέσως την επαγγελματική του καριέρα ως μουσικός. Από το 1923 ανέβηκε στο πάλκο ως κιθαρίστας και έπαιξε σε όλα τα γνωστά στέκια που δημιουργήθηκαν από τους μικρασιάτες μουσικούς στην Αθήνα του Μεσοπολέμου:

Με την έναρξη της μαζικής δισκογραφίας στην Ελλάδα (1924-1925) παίρνει μέρος στις πρώτες ηχογραφήσεις, με όλες τις τότε γνωστές εταιρίες (Οdeon, His Master's Voice, Columbia Αγγλίας, Ρathe, Polydor, Parlophone), παίζοντας σε όλα τα είδη μουσικής (δημοτικά, ελαφρά και κυρίως ρεμπέτικα). 

Τα πρώτα δικά του τραγούδια εμφανίζονται με τη γαλλική εταιρία Ρathe γύρω στο 1928-1929, ενώ η φωνή του αποτυπώθηκε σε δίσκους της γερμανικής Ροlydor. Από το 1930, με την ίδρυση και λειτουργία του εργοστασίου παραγωγής δίσκων στον Περισσό από την αγγλική Grammophone, αναλαμβάνει τη διεύθυνση της ελληνικής Columbia. Έτσι, καταγράφεται στην ιστορία της δισκογραφίας ως ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής της. Από τη θέση αυτή γίνεται ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες προεπιλογής των τραγουδιών που θα περνούσαν στη δισκογραφία και μαζί με τους Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιό), Σπύρο Περιστέρη, Παναγιώτη Τούντα και Ιωάννη Δραγάτση (Ογδοντάκη) συνθέτουν την πεντάδα των μαέστρων - καλλιτεχνικών διευθυντών, που διαμόρφωσαν το νεότερο μουσικό ύφος των τραγουδιών των πόλεων στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.

Ο Κώστας Σκαρβέλης συνεργάστηκε στη δισκογραφία και το πάλκο με τον Μάρκο Βαμβακάρη και τους υπόλοιπους της πειραιώτικης κομπανίας. Μάλιστα, από το 1935 έπαιξε και στο μαγαζί του ιδίου του Μάρκου στα Άσπρα Χώματα της Κοκκινιάς. Εκείνη τη χρονιά ήταν μαζί του οι Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Στράτος Παγιουμτζής, Σοφία Καρίβαλη και για λίγο ο Ανέστος Δελιάς (Αρτέμης). Ο Κώστας Σκαρβέλης έγραψε εκατοντάδες τραγούδια, εκ των οποίων πάνω από 200 έχουν εντοπιστεί στη δισκογραφία των 78 στροφών. Ξεχωρίζουν: «Τράβα ρε μάγκα και αλάνη», «Το παιγνίδι του Αμερικάνου», «Δυο μάγκες με βαρέσανε», «Τουρκολιμανιώτισσα», «Στα ξένα μ' άφησες», «Γιατί να με γελάσεις», «Κρυφό τον έχω τον καημό», «Δεν είσαι εσύ για μένα», «Δερβισάκι», «Τσαγκαράκι», «Το μπουζουκάκι», «Βρε χήρα κάθισε καλά», «Ο βλάμης του Ψυρή», «Σμυρνιά καμωματού», «Όταν το πίνω το κρασί», «Αλανιάρα σεβνταλού», «Είναι δυο χρόνια π' αγαπώ», «Ξενύχτης πάλι έμεινα», «Τα τσαχπίνικά σου μάτια», «Ο κόσμος πλούτη λαχταρά», «Δεν θα 'ρθω πια στην Κοκκινιά», «Μαρικάκι μου», «Ο μπεκρής», «Κάθε βραδάκι με γελάς», «Θα σε πλανέψω μια φορά», «Είμαι τεχνίτης ξακουστός», «Παραπονιέμαι στον ντουνιά», «Απόψε είδα όνειρο», «Σε γελάσανε», «Ερηνάκι», «Είσαι γκρινιάρα και γλωσσού», «Πλανεύτρα», «Στο καφέ αμάν», «Μάγισσα», «Πολίτισσα», «Βρε τύχη πως με τυραννάς», «Παραπονιάρα», «Μέσα στο Πασαλιμάνι», «Στρίβε ρε Καράμπελα», «Γιατί δεν βγαίνεις να σε δω», «Ελενίτσα», «Θα σε κάνω ταίρι μου» κ.ά.

Τα τραγούδια του ερμηνεύτηκαν από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές του μεσοπολέμου, όπως ο Κώστας Νούρος, η Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου (Τιλίτισσα), η Ρίτα Αμπατζή, η Ρόζα Εσκενάζυ, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Κώστας Τσανάκος, ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Γρηγόρης Ασίκης, ο Κώστας Ρούκουνας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Ευάγγελος Σωφρονίου, ο Ζαχαρίας Κασιμάτης κ.ά. Όμως, εκείνος που ταύτισε τη φωνή του με τις εξαίρετες μελωδίες και τους στίχους του Κώστα Σκαρβέλη ήταν ο Γιώργος Κάβουρας, ο οποίος την περίοδο 1935-1941 γραμμοφώνησε πάνω από πενήντα τραγούδια του.

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Κώστας Σκαρβέλης για να επιβιώσει άσκησε το παλιό του επάγγελμα, επισκευάζοντας παπούτσια. Όμως δεν άντεξε και από ειρωνεία της μοίρας, αυτός ο γλεντζές και καλοφαγάς (από εκεί και το παρατσούκλι «Παστουρμάς»), άφησε την τελευταία του πνοή στις 8 Απριλίου 1942, από την πείνα. Το πιστοποιητικό θανάτου αναφέρει «θάνατος εξ οιδήματος εξ υποσιτισμού». 

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 08 Ιουλίου 2015 16:38

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση