Τετάρτη, 17 Ιουνίου 2015 22:09

Διά χειρός Γρηγόρη Τρυφερόπουλου και γλυκιάς πενιάς

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)


Στο πρώτο τηλεφώνημα ο Γρηγόρης ήταν αινιγματικός. Άφηνε να μαντέψω ποιος είναι.

Απ'  το "ναι" που είπα μόλις σήκωσα το ακουστικό, χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα για να καταλάβω ποιος ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής.

Τη βαριά μπάσα φωνή του είχα να την ακούσω κοντά πενήντα χρόνια. Βοήθησε και η αναφορά που έκανε στον πατέρα μου, που τόσο πολύ αγαπούσε.

- Α! ρε Οδυσσέα ένα "ναι" είπες κι ήταν σα ν' ακούω τον μπάρμπα Κυριάκο!                         

Και μόνο η αναφορά που έκανε στ' όνομα του πατέρα μου, μαρτύραγε έναν ενθουσιασμό που δεν μετριότανε.

- Έλα ρε Γρηγόρη τι χαμπάρια; τον εξέπληξα!

Με φρεσκαρισμένη μνήμη ήρθε στο νου μου το επίθετο του. Τρυφερόπουλος! Σαν θρόισμα ακούστηκε μέσα μου και σα βελούδο χάιδεψε το είναι μου!

 Έτσι απλά, σα να μην πέρασε μια μέρα, συνεχίσαμε την κουβέντα μας.

Αυτό ήταν. Γύρισα πενήντα χρόνια πίσω.

Παραγκούπολη. Καλοκαιρινού και Καστρακίου.  Δυο χωματόδρομοι που όρισαν τη νιότη μας . Τρεις οικογένειες περιστοιχισμένες από μια πανσπερμία ανθρώπων. Στριμωγμένες σ' αυτή τη γωνιά της παλιάς Δραπετσώνας, κατάφεραν να  ξεπεράσουν την έννοια της γειτονιάς κι  έζησαν για χρόνια, σαν στενότατοι και συνάμα αγαπημένοι συγγενείς. Ο κυρ Σπύρος με τη γυναίκα του την κυρά Μαρία και τα δυο κορίτσια τους τη Χρυσούλα και την Ελένη, απ' τη Σμύρνη. Ο κυρ Γιώργης με τη γυναίκα του την κυρά Μάρω και τα παιδιά τους την Όλγα, τον Γρηγόρη και την Ουρανία, απ' τη Φωκίδα. Κι εγώ με τις δύο αδελφές μου την Αθηνούλα και την Ελευθερία και τους γονείς μας Κυριάκο και Χρυσούλα, απ' το Πόντο. Και για να μην κουρουλεύκουμαι*, κάπως έτσι ήταν οι σχέσεις των ανθρώπων σ' όλη τη παραγκούπολη. 

Τους ήξερα όλους σ' αυτή τη γωνιά, απ' έξω κι ανακατωτά. Μόνο ο Γρηγόρης μου είχε ξεφύγει.  Όλους τους έψαχνα, όλους τους μελέταγα , όλους τους αγάπαγα. Κι απ' όλους, μόνο ο Γρηγόρης ήταν φευγάτος . Πιο πολύ ένα αεράκι απ' τη φήμη του μ' έφερνε κοντά του, παρά η σχέση μου μαζί του. Μια κιθάρα και μια αισθαντική φωνή τον έκαναν ξεχωριστό. Στο "Δώρα", που εκείνες τις εποχές τα Σαββατοκύριακα ανέβαζε επιθεωρήσεις,  χώθηκε κάποια στιγμή κι ο Γρηγόρης με τεράστια επιτυχία. Μετά επεκτάθηκε και σε διάφορες άλλες περιοχές. Ούτε και ξέρω να σας πω μέχρι που έφτασε η χάρη του. Η πρώτη επαφή του με τη μουσική ήταν μια κιθάρα που είχε ο πατέρας του ο κυρ Γιώργος και τη γρατζούναγε. Μέχρι που την έπιασε ο Γρηγόρης στα χέρια του και την έκανε αρνί. Αυτοδίδακτος με μόνα εφόδια την αγάπη του για τη μουσική, το ταλέντο, την τρέλα, το ψώνιο και την ψυχούλα του.

Μεγαλώνοντας, έγινα Γρηγόρης. Όχι στη δεξιότητα στη μουσική, αλλά στο φευγιό.

Στο πεζοδρόμιο, μπροστά στο αστικό σπίτι του Γρηγόρη, υπήρχαν δυο μουριές που οι ρίζες τους το έκαναν να μοιάζει βομβαρδισμένο. Κάρπιζαν η μία άσπρα κι άλλη μαύρα μούρα, που τα 'χε ταράξει όλη η γειτονιά. Κοντά κι εγώ να γυρίζω σπίτι, πηγμένος στα ζουμιά, με τα μούτρα ασπρόμαυρα και με τα άσπρα ρούχα κατάμαυρα και τα μαύρα κάτασπρα. Την απόλαυση απ' αυτό το θεσπέσιο φρούτο, τη χάλαγαν τα αναθέματα της μάνας μου με μόνιμη επωδό: "Πω! πω! πάλι σκάφη θα βάλω σήμερα!".  Άρχισα να σκαρφαλώνω στις τζιτζιφιές για να φάω αυτόν το στυφό ανούσιο καρπό, που ήταν σα να έτρωγες μπαμπάκι. Ανεβοκατέβαινα σαν κατσίκι τον Γκρεμό. Το τσιλίκι και η μακριά γαϊδούρα έδιναν κι έπαιρναν. Του Αϊ Γιαννιού στο πήδημα της φωτιάς και στο άνοιγμα του κλύδωνα, ήμουν εκεί πρώτος-πρώτος. Κατέβαινα στα καταφύγια για πρωτόγνωρες περιπέτειες. Όταν ανακάλυψα τα λουτρά του Παλατζιάν και τις ντουζιέρες του ΙΚΑ, έκανα μπάνιο και μεσοβδόμαδα, πέρα από το καθιερωμένο μπάνιο του Σαββάτου στη σκάφη.

Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω.

Μετά γκρεμίστηκαν οι παράγκες. Σκορπιστήκαμε άλλος εδώ, άλλος εκεί και μοιραία (μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται) απομακρυνθήκαμε ο ένας απ' τον άλλο. Ωστόσο, ο Γρηγόρης είχε προλάβει να γνωρίσει την Αθηνά, μια πανέμορφη κοπέλα απ' την Αθήνα, να την παντρευτεί και να κάνει μαζί της έναν παίδαρο το Γιώργο, που αργότερα θα τον συναντήσω πρωταγωνιστή στο στέκι του Γρηγόρη. Ψιλοπαράτησε την κιθάρα και το τραγούδι, ασχολήθηκε με μια άλλη αγάπη του, την τέχνη του στη ναυπηγική και πρόκοψε.

Μονάχα η φιλία της αδελφής μου της Αθηνάς με την αδελφή του Γρηγόρη την Όλγα έμεινε μνημειώδης, αναλλοίωτη και ανθεκτική μέσα στο χρόνο. Αυθεντική και ανιδιοτελής. Κι ας παντρεύτηκαν κι οι δύο. Κι ας έκαναν παιδιά .Κι ας έμεναν μετά τις παράγκες μακριά η μία απ' την άλλη. Τίποτα και κανείς δεν την ταρακούναγε. Μέχρι που ο καριόλης  ο θάνατος, σκασμένος απ' τη ζήλια του, άρπαξε απρόσμενα την Όλγα, νέα, νεότατη  και  κατάφερε να τις χωρίσει.

Ξαναγυρίζοντας στο σήμερα, ξέμειναν  στα χέρια μου ένα χάρτινο χωνάκι, φτιαγμένο από περιοδικό, γεμάτο με κούμαρα.  Μετά από λίγο ούτε το χωνάκι ούτε τα κούμαρα ούτε ο μικροπωλητής που τ' αγόρασα υπήρχαν. Χάθηκαν κι αυτά! Έμεινα μόνος με το σήμερα!

 

Το δεύτερο τηλεφώνημα του Γρηγόρη ήταν πιο εύκολο.

- Έχω στήσει ένα στέκι και παίζουμε, έτσι για το κέφι μας, κανένα τραγουδάκι. Σήμερα  θα έρθουν και κάποια παιδιά με ούτι, με λαούτο, με λύρες! Είσαι;

- Αν είμαι λέει!

Εδώ άρχισαν τα δύσκολα. Πού θα πάω; Πώς θα πάω; Τι είναι εκεί που θα πάω; Τι να κουβαλάω; Μόνος μου αποκλείεται!

-Τι είναι αυτό ρε Γρηγόρη;

- Κοίτα. Σ' ένα υπόγειο που μαστορεύαμε για τις επισκευές των καραβιών, εκεί δίπλα στους τόρνους, στα ψαλίδια , στους τροχούς, στις μέγγενες, στα σιδηροπρίονα, όταν αποκάμαμε πιάναμε μία κιθάρα, ένα μπουζούκι και καθόμασταν και τη βρίσκαμε. Με τον καιρό, αυτόν το χώρο τον αγόρασα και είπα σιγά- σιγά να τον κάνω επισκέψιμο. Αυτή την ιδέα την τελειοποίησα όταν αποσύρθηκα απ' τη δουλειά. Τα ρετάλια από εξαρτήματα και σιδηρικά  που περίσσευαν  απ' τη δουλειά, τα κράταγα όλα, αν και σκραπ δε πέταγα τίποτα, δε πούλαγα τίποτα. Μ' αυτά  άρχισα σιγά- σιγά να φτιάχνω τα τραπέζια, τις καρέκλες, τη διακόσμηση, το πάλκο, τον εξαερισμό και μ' αυτό τον εξοπλισμό έκανα ένα στέκι. Μουσικό στέκι. Σιγά- σιγά μαζευτήκανε κι άλλα όργανα και κάναμε μια κομπανία. Τη "Ναυπηγική κομπανία" και το στέκι το ονομάσαμε "Ναυπηγικό στέκι".

- Έλα ωραία θα είναι!

- Πειράζει να πάρω κι ένα φίλο;

- Όχι ρε, τι να πειράζει!

Είπα έναν από ντροπή! Θα ήθελα να πάω με όλους όσους γουστάρω κι εκτιμούσα  πως θα ενθουσιάζονταν με την κατάσταση!

Δεν είχα τα κότσια να το ζητήσω. Εγώ φταίω και η όση αγοραφοβία μου απόμεινε.

Σαν από μηχανής θεός, παρουσιάστηκε ο Φάνης.

Άρχισε να μου μιλάει για το πόνημα του περί τέχνης κι εγώ άρχισα να τον κοντράρω με αντιρρήσεις. Ξαφνικά τα πήρε:

- Λες, λες  για τέχνη. Με ποιο δικαίωμα ρε;  Εδώ καλά,  καλά, δεν έχεις πάει στο υπόγειο του Κουν!

Με μαχαίρωσε!

 Πριν προλάβω να ματώσω,  βγήκα στην αντεπίθεση.

- Γιατί εσύ που μας τα 'χεις ζαλίσει περί τέχνης,  έχεις κατέβει στο υπόγειο του Γρηγόρη;

Πρώτα τον αποπήρα και μετά του εξήγησα.

 Έπειτα όλα ήρθαν από μόνα τους.

Με την είσοδο μας στο "Ναυπηγικό στέκι" κι έχοντας κατά νου την ενημέρωση του Γρηγόρη, κανονικά δε θα 'πρεπε να αιφνιδιαστούμε και να εκπλαγούμε. Έλα όμως,  παρόλο  που όλα ήταν ακριβώς όπως μου τα περιέγραψε ο Γρηγόρης κι εγώ με τη σειρά μου τα μετέφερα στο Φάνη, τίποτα απ' τα λόγια δε μαρτύραγε την ενέργεια ,το κλίμα και την αίσθηση που σου δημιουργούσε ο χώρος αυτός καθαυτός.

Είναι σαν να θέλεις να περιγράψεις τα Ζαγοροχώρια. Γίνεται; Δεν γίνεται!

 

Βαδίσαμε τον διάδρομο κι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τα σκαλιά. Κάθε σκαλοπάτι που κατεβαίναμε, μας ανέβαζε όλο και  πιο ψηλά.

Η αρχική αμηχανία μας ξεπεράστηκε άμα τη υποδοχή από τον Γρηγόρη και την Αθηνούλα. Ένα απίθανο ζευγαράκι, που φαίνονταν πιο νέοι, πιο όμορφοι, πιο ευτυχισμένοι και πιο αγαπημένοι από ποτέ.

Δηλώνω  προσκυνητής της σχέσης τους.

Τα όργανα κουρδίζονταν σιγά-σιγά και η περιήγηση των ματιών μας στο χώρο δεν άφηναν ούτε σκέψη, ότι εδώ κάτω, κάτι περίσσευε ή έλειπε. Με το πρώτο κρασί όλα έγιναν αλλιώτικα, ομορφότερα. Κι όταν τα όργανα κουρδίστηκαν κι άρχισαν να κελαηδάνε, άρχισε να μου λείπει ο Λάκης.

- Ρε Γρηγόρη,  με αυτό το καρτελάκι που έγραφε στο τραπέζι που μας κράτησες "Ο Οδυσσέας και η παρέα του", τι εννοούσες;

-Εσένα και το φίλο σου, που μου 'πες.

Παρόλα αυτά δε με φρέναρε.

- Χωράει άλλος ένας;

- Άκου λέει!

Τον Λάκη τον βρήκα στο Ηρώδειο, ν' αποχαιρετάει  τη Συλβί Γκιλέμ. Ήξερε ότι αποσύρεται και ήθελε τον τελευταίο χορό της να τον αφιερώσει σ' αυτόν.

-Τι ώρα τελειώνει ρε Λάκη;

- Εντεκάμιση, δώδεκα.

- Καλά ξέχνα το. Δεν προλαβαίνεις.

Στις δώδεκα παρά τέταρτο, πέτυχα το Λάκη να προσπαθεί να ξεκλειδώσει την εξώπορτα του σπιτιού του.

-Τελείωσες; Α, εντάξει. Λοιπόν έλα στο Κερατσίνι στο "Ναυπηγικό Στέκι".

- Κλείσε. Μπαίνω να πάρω τη κάμερα κι  έρχομαι.

- Λοιπόν θα κατέβεις τη Σαλαμίνος και...

- Ξέρω καλέ!  Εκεί που ξαναχόρεψε πρόσφατα το ζεμπέκικο της Ευδοκίας ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Γιώργος Κουτουζής, ο λοχίας!  Εκεί δε λες;

Βάλθηκε να με αποτρελάνει! Τελικά υπάρχει κάτι που να μη το ξέρει αυτός ο αεικίνητος, αειθαλής και απίθανος τύπος; Κι εγώ τον φώναξα για να του κάνω έκπληξη!

Έτσι από τα ορεινά του Ηρωδείου, ο Λάκης βρέθηκε δίπλα μας στα ταπεινά και ευλογημένα. Πιο κάτω θα μας τα πει ο ίδιος καλύτερα.

Το θεσπέσιο φαγητό το είχε ετοιμάσει η Αθηνά στο σπίτι της. Το άψογο σέρβις το είχαν  αναλάβει  η Κανέλα και ο Νίκος.

Αρχικά ο Γρηγόρης, η Αθηνά κι ο Γιώργος έστησαν ένα στέκι για πάρτη τους . Μετά φώναξαν γνωστούς και φίλους να το υποστηρίξουν. Σ' ένα επαγγελματικό μαγαζί, όλο και κάποιο κουσούρι θα βρεις.  Στο  ερασιτεχνικό "Ναυπηγικό στέκι" ποτέ. Εδώ όλα ήταν άψογα και όλα ήταν πλήρη. Κι όλα αυτά χωρίς κανένα νιτερέσο.

Στο τέλος της βραδιάς άρχισαν οι καλεσμένοι να φεύγουν ο ένας πίσω απ' τον άλλον, χαιρετώντας και ευχαριστώντας τους οικοδεσπότες . Μαζί τους κι ο Λάκης.

Σ' εμένα και στο Φάνη οι τσιριχτοί ήχοι από τα τραβήγματα των βυσμάτων, απ' τους ενισχυτές και τα όργανα, μας θύμισαν ότι κάποιοι άλλοι πρέπει να πάρουν τα κλειδιά.

Φύγαμε γεμάτοι. Εγώ από αναμνήσεις, ο Φάνης από συγκίνηση, ο Λάκης από ενθουσιασμό!

Είπαμε να ξαναπάμε αν μας καλέσουν.

Τ' ακούς Γρηγόρη!

* Κουρουλεύκουμαι ή γουρουλεύκουμαι στα ποντιακά θα πει: Κοκορεύομαι,  περηφανεύομαι.

 

Υ.Γ 1 Τώρα: ποιοί μουσικοί συνετέλεσαν για να γίνει το βράδυ μαγικό.

Το παραδοσιακό συγκρότημα "ΣΕΜΕΝ" με τους Νίκο Αυγουστίδη στο ούτι, Παντελή Νικηφόρο στο λαούτο και Μανώλη Μπουνταλάκη στις λύρες. Έλειπε από το σχήμα η Κατερίνα Τζιβιλόγλου που παίζει κρουστά και τραγουδάει.

Τη σκυτάλη, χωρίς να πέσει κάτω , την πήραν ο Γιώργος Τρυφερόπουλος στα πλήκτρα, στο μπαγλαμά, στη φωνή και δεν ξέρω σε τι άλλο, ο Γρηγόρης Τρυφερόπουλος (αχ! ρε Γρηγόρη!) στο τραγούδι στη κιθάρα και δεν ξέρω σε τι άλλο, ο Δημήτρης Σοφόπουλος στο  μπουζούκι, ο Παναγιώτης Κοντραφούρης  στο μπουζούκι κι αυτός, η Ειρήνη Λυμπρίτη που το όργανο της είναι το βιολί, εδώ έπαιξε ακορντεόν,  το υπηρέτησε θαυμάσια τόσο λίγο όμως, που μας άφησε με τη γλύκα. Κι η Αθηνούλα στο μαγείρεμα (γιατί κι αυτό τέχνη είναι!) και στο τραγούδι!

Το βράδυ έκλεισε με τους "ΣΕΜΕΝ"  που με τη προσθήκη του Δημήτρη στο μπουζούκι και του Γρηγόρη στο τραγούδι έπαιζαν πιο πολύ για το κέφι τους παρά για μας τους λίγους που ξεμείναμε! Αυτή ήταν κι η πιο μαγική στιγμή της βραδιάς!

Υ.Γ 2 Πληροφορία που δεν την έχω επιβεβαιώσει λέει ότι ο Γιάννης Σπανός μιλώντας με θαυμασμό εκμυστηρεύτηκε ότι θα ήθελε πολύ να είχε "γράψει"  το "Ανεστάκι". Σας διαβεβαιώνω ότι στο συγκεκριμένο τραγούδι του Νίκου Τάτση και  Λευτέρη Παπαδόπουλου η ερμηνεία του Γρηγόρη, του έδωσε μια άλλη συγκλονιστική διάσταση!

Εδώ  τραγουδούν οι "ΣΕΜΕΝ".

Εδώ  ο Γρηγόρης Βαλτινός.

Εδώ  η Μπέσυ Μάλφα.

Εδώ  τραγουδά ο Γρηγόρης Τρυφερόπουλος τη συνοδεία της Ναυπηγικής κομπανίας

Κι  εδώ  ο Λάκης έγραψε στις 7.6.15

Τελευταία τροποποίηση στις Τετάρτη, 12 Αυγούστου 2015 06:59
Οδυσσέας

Οδυσσέας

Σχόλια   

0 # Στέλιος Φραγγάκης 19-07-2015 13:34
Είμαι ο Στιχουργός του ¨Ελα κοντά μου¨δεν χορταίνω να ακούω τον φίλο Γηγόρη να ζωντανεύει το ποιητικό τραγούδι μου.

Όταν φωτά τ’ ασημαστέρι,
κει π’ ανταλλάζουνε φιλί
με τα μελιά φλογάτα χείλη
ο Νότος κι η Ανατολή,
και το απέραντο γαλάζιο
σμίγει το χρώμα τ’ ουρανού
σαν η καρδιά σ’ αποθυμάει
στη μοναξιά του πρωινού,
Έλα κοντά μου, αχ, έρωτα μου
να ξελογιάσουμε το νου,
όταν το ’λιόφωτο ζαφείρι
η μάγια Πούλια, έχει γείρει
στην αγκαλιά τ’ Αυγερινού!…

Όταν το κύμα ανάρια πλέκει
με ηλιαχτίδες χρυσαφιές
άσπρες δαντέλες στ’ ακρογιάλι
και τις απλώνει ζωγραφιές
τότες που οι ασημιές σταγόνες
γίνονται μια ηλιοβροχή,
άχνες χρυσές σ’ ουράνιο τόξο
και εξαγνίζεται η ψυχή,

Έλα κοντά μου, αχ, έρωτα μου,
να ξελογιάσουμε το νου
όταν το ’λιόφωτο ζαφείρι
η μάγια Πούλια θα ’χει γείρει
στην αγκαλιά τ’ Αυγερινού!…

όταν η Πλειάδα πάει να σβήσει,
π’ ακούγεται η γλυκολαλιά
των αηδονιών που ζευγαρώνουν
στου πρωινού τη σιγαλιά,
που των ηλιότροπων τα χείλη
ζητούν του ήλιου το φιλί
κι οι ανεμώνες στρώνουν πάλι
στον έρωτα άλικο χαλί,

Έλα κοντά μου, αχ, έρωτα μου
να ξελογιάσουμε το νου,
όταν το ηλιόφωτο ζαφείρι
η μάγια Πούλια, έχει γείρει
στην αγκαλιά τ’ Αυγερινού!…
Παράθεση

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση