Αυτό που «συμβαίνει και πάνω στο σώμα που γράφει, την ώρα του γραψίματος» και κατ΄επέκταση «συμβαίνει και πάνω στο σώμα της γραφής και της ανάγνωσης».
Είναι αυτός ο τρόπος γραφής και ανάγνωσης για τον οποίο μιλάω τα τελευταία χρόνια, ο «σωματικός», η «κατευθείαν αίσθηση-συμβάν πάνω στο σώμα», χωρίς διαμεσολάβηση του μυαλού και της επιτήδευσης του γράφοντος, βίωμα και όχι περιγραφή βιώματος.
Με τράβηξε ο λιτός, γυμνός της τρόπος που πάει κατευθείαν στο βάθος και αγγίζει την ψυχή της και την ψυχή μας, την γενιά της και την γενιά μας αλλά και άλλες γενιές, πιο παλιές και πιο καινούργιες, την χαρά και την απελπισία συγχρόνως, αλλά και η αδιόρατη εκείνη θλίψη, η ανάμικτη με απορία και αμηχανία για την ίδια την γραφή της, γι αυτό που είναι η ίδια και γι αυτό που είμαστε όλοι, που στιγμές-στιγμές γίνεται βεβαιότητα, ένταση και δύναμη. Με τον ίδιο τρόπο αγγίζει ακόμη, και την από κάτω κενότητα, το τεχνητό, την διάψευση και την απουσία μύθου της σύγχρονης ζωής μας. Γιατί, επιτέλους, έχουμε επιθυμήσει μια εικόνα γυμνή από κάθε μύθο, ειδικά η δική μου γενιά που μεγάλωσε μέσα στη σύγχηση και την φαντασιοπληξία των μύθων που κουβαλούσε.
Η απουσία μύθου έχει γίνει ο μύθος της σύγχρονης γραφής και συγχρόνως η διαπίστωση ότι χωρίς αυτόν δεν μπορούμε να ζήσουμε ή δεν ζούμε συναρπαστικά. Και η γραφή της Niemands Rose είναι σύγχρονη. Ξεϋφαίνει σιγά-σιγά, με σκληρότητα αλλά και τρυφερότητα μαζί, τον ιστό της αστικής μας ύπαρξης.
Τα διηγήματά της, όχι όλα εξίσου δυνατά, μερικά αδύναμα, πρόχειρα και στιγμιαία, σαν την εποχή μας, βιώνουν την αίσθηση εκείνη της ελευθερίας, την «αυταπάτη της ελευθερίας», που έχουμε ανάγκη για να ζήσουμε, ενώ από κάτω οργιάζει η απόγνωση.
Η Rose ξετυλίγει το ιλουστρασιόν περίβλημα της εποχής μας, αλλά και άλλων εποχών, με σταθερά και σίγουρα δάχτυλα, τις πλαστές ανάγκες μας, την πλαστή ταυτότητά μας. Και έτσι δημιουργεί μια διάρκεια στη συνείδησή μας ακόμα και για το «στιγμιαίο», το «περιορισμένο», και το «αποσπασματικό». Και έτσι όλα είναι ενεργά, ξανά από την αρχή, ακόμα μια φορά. Με τράβηξαν τέλος, οι «ομοιότητες», οι «ομοιότητές μου μαζί της», σε σημείο που πολλές φορές να με κάνουν να σαστίζω και να σκέφτομαι για «εκλεκτές» και «εκλεκτικές» «συγγένειες».
Το διήγημά της που διάλεξα να παρουσιάσω, δεν είναι από τα πιο «αντιπροσωπευτικά» αλλά αισθάνομαι ότι είναι από τα πιο «προσωπικά» της. Επί πλέον, το κλίμα το εφηβικό που μεταφέρει, συμβαίνει να ταυτίζεται με το κλίμα και της δικής μου εφηβείας, γι' αυτό και το διάλεξα. Και πολλά άλλα! Τί μυστήριο κι αυτό!
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
Δημόσιο σχολείο στην πιο άσχημη πόλη του γνωστού κόσμου. Χρόνια μετά που είχα αποδημήσει σ΄άλλους τόπους. « Η ώρα που βραδιάζει», όπως στίχος του Λόρκα. Γενεύη, χειμώνας 2005. Η αίσθηση πως περπατώ πάλι στους δρόμους της γενέτειρας. Χώθηκα στο στέρνο του αγαπημένου μου και γλίτωσα από βέβαιο πνιγμό. Στη στεριά. Το όνομά μου μοιάζει του πελάγου. Αλλά κανείς δεν με λέει έτσι. Συστήνομαι με το υποκοριστικό. Δίκαιο. Αφού πνίγομαι στη στεριά. Και η θάλασσα, όπως και η ομορφιά του κόσμου με γονατίζουν.
Δεν πιστεύω στον Θεό. Η μάννα μου δεν μας πήγαινε ποτέ στην Εκκλησία. Το Πάσχα μόνο, κι αυτό ως την εφηβεία. Δεν πίστευε ούτε εκείνη. Ούτε ο πατέρας μου. Τους χρωστάμε ευγνωμοσύνη για το πλούσιο κομμάτι ελευθερίας που μας χάρισαν, έτσι. Αλλά. Όταν καμιά φορά έτυχε να βρεθώ σε μοναστήρια, σφηνωμένα σε βράχια, κυκλωμένα από πυκνή βλάστηση, να ξεπροβάλλουν σε φροντισμένους μπαξέδες, να ευωδιάζουν γιασεμί, λιβάνι και γαλήνη. Όταν κάποτε έτυχε να βρεθώ σε καθεδρικούς ναούς στην Ευρώπη, στο φως που διαθλάται στα βιτρό, τις αγαλμάτινες μαντόνες, τις αιχμές της γοτθικής στέγης. Τότε σεβόμουν μ΄ όλη μου την ψυχή το θρησκευτικό αίσθημα. Και ζήλευα καμιά φορά την πίστη σαν ορφανό που όμως δεν γνώρισε γονέα.
Στην πρώτη γυμνασίου έγραφα ήδη τρία χρόνια ποιήματα. Η μελαγχολία της εφηβείας αποτυπωμένη στιχουργικά σε ένα ωραίο τετράδιο. Η θεολόγος μας, εκεί γύρω στα Χριστούγεννα, είχε φέρει μαζί ένα βουνό βιβλία. Δέσποζαν το ίδιο επιβλητικά με εκείνη στην έδρα. Μας πρότεινε να τα αγοράσουμε. Ήταν η πρώτη της ποιητική συλλογή. Την αγόρασα. Και μού μίλησαν. Της εμπιστεύτηκα έπειτα εκείνο το τετράδιο με τα ποιήματα κι όταν τα διάβασε μου το επέστρεψε με ένα γράμμα. Μεγάλη πια τη θυμήθηκα. Αναζήτησα το όνομά της στο γουέμπ. Έχει μονάσει αλλά συνεχίζει να γράφει ποίηση.
Την προηγούμενη χρονιά, στην τελευταία τάξη του δημοτικού, ήμουν, φαίνεται, ακόμα πολύ χαρούμενο και εξωστρεφές κριαράκι. Κι έγραφα στίχους που μελοποιήσαμε με τους συμμαθητές. Η ποπ των 80ς στα παιδικά μας στόματα. Ο δάσκαλος των καλλιτεχνικών –ήταν πειραματικό το σχολείο και κάθε μάθημα , άλλος δάσκαλος – σαν νέος, σαν δάσκαλος και σαν καλλιτέχνης, μου είχε γράψει με τα καλλιγραφικά του γράμματα σε ένα χαρτάκι: Ν. Καββαδίας Πούσι, Μαραμπού. Το καλοκαίρι της μετάβασης στην εφηβεία έμαθα τον Καββαδία. Μετά όλους τους άλλους. Και συνέχιζα αυθάδικα να σκαρώνω ποιήματα. Ο δάσκαλος εκείνος, κομήτης, εμφανίστηκε ξανά στο κατώφλι του πατρικού σπιτιού μου όταν πια ήμουν 19 χρονών.
Στο λύκειο. Δεν ξέρω τα κίνητρα των άλλων δύο συμμαθητριών, αλλά εγώ ήμουν ερωτευμένη με τον Γ. Πολύ όμως. Πέρασαν πολλά χρόνια για να μην αναστατώνομαι κάθε φορά που τον βλέπω. Είχαμε τελειώσει το σχολείο πια, περνούσαν τα χρόνια, εγώ ζούσα και ήμουν αλλού, εκείνος αλλού αλλά βρισκόμασταν ερωτικά.
Όμως εκείνο το πρωινό, είχαμε κανονίσει τις ώρες των Φιλολογικών να μην κάνουμε μάθημα. Η φιλόλογος, μια νέα κοπέλα και με πάθος για τη δουλειά της, είχε δεχτεί την πρότασή μας. Εγώ και δυο ακόμα συμμαθήτριες θα κάναμε ένα αφιέρωμα στον Νίκο Καββαδία. Απαγγελίες του ποιητή σε ένα κασετόφωνο που φέραμε απ΄ το σπίτι. Φιλοτεχνημένα ποιήματα σε χαρτί για διάκοσμο. Αφίσα με θέμα απ΄ τον Τσαρούχη. Και ο «Σταυρός του Νότου». Το Μαραμπού, το Πούσι, η Βάρδια μπροστά μας τυπωμένα. Απαγγελία από τα χείλια δεκαπεντάχρονων κοριτσιών. Τα τραγούδια ενδιάμεσα. Δεν μίλησε κανείς. Στο κουδούνι για το διάλειμμα ατάραχοι. Δυο ώρες. Εκεί.
Οι φίλοι μας, οι συμμαθητές μας, υπερκινητικοί, που μισούσαν τα ντουβάρια του σχολείου, που την κοπανάγανε με τα μηχανάκια, που περίμεναν μ΄ αγωνία το κουδούνι να βγουν να καπνίσουν στο υπόστεγο, οι φίλοι μας που είχαν μάθει τα νάιτ κλαμπ και τη σαπίλα της μουσικής των 90ς, οι συμμαθητές μας που είχαν αλλεργία στην ποίηση, κάτι αγρίμια οι φίλοι μας. Οι φίλοι μας. Άχνα. Στο τέλος ήρθαν ένας ένας και μας φίλησαν. Με δάκρυα στα μάτια. Κλαίγαμε όλοι μαζί. Αγκαλιά. Αυτά είναι εμένα τα ιερά και τα όσια. Οι δάσκαλοί μου, οι φίλοι μου, οι άντρες που ερωτεύτηκα, οι άνθρωποί μου, οι μνήμες μου. Και η ποίηση. Που δεν τη βρίσκω μόνο στα βιβλία. Που την αναζητώ στα πρόσωπα και τα έργα των ανθρώπων. Στον κόσμο.
Και μετά από αυτό το τέλος της Diemands Rose, επιτρέψτε μου να παραθέσω και το δικό μου τέλος:
«Είμαι σε ό,τι αγάπησα. Στους μύθους που έπλασα, για ν΄ αγαπήσω. Μπορεί και να γίνω ο εαυτός μου κάποτε. Γιατί πάντα είμαστε μόνο εμείς, σ΄ό,τι αγγίζει η ψυχή μας.
Στην ψυχή που αγγίζει την ψυχή της. Κι ίσως νάναι μόνο αυτό που μένει. Εκείνο το μικρό κομματάκι της ψυχής μας που σιγά-σιγά γίνεται δικό μας και μας ανήκει για πάντα.Το χρυσό φως πάνω στο χιόνι.»
"Τα φώτα στο βάθος". Αφηγήσεις μικρού μήκους. Εκδόσεις Απόπειρα, 2013.
Δέκα διηγήματα από το βιβλίο αυτό θεατροποιήθηκαν και σκηνοθετήθηκαν από την Εστέρ Αντρέ Γκονζάλεζ και ανέβηκαν στο "Από μηχανής θέατρο", ενσαρκωμένα από τους ηθοποιούς Αντωνία Γιαννούλη, Μάνος Καναβός, Ιζαμπέλα Κογεβίνα, Κώστας Φαλελάκης.