Οι λόγιοι της γενιάς του '30, υποκλίθηκαν στον Σκιαθίτη, που αν και έζησε κοντά τρεις δεκαετίες στην Αθήνα, πάντα ένοιωθε ξένος και παρέμεινε άπορος, αυτός που εργάστηκε σκληρά σε όλη τη ζωή του και που όσο ζούσε έργο του τυπωμένο δεν χάρηκε. Ο Ελύτης είχε πει γι'αυτόν "Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακό, ἀδελφοί, ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νοῦς σας μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸ καὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη", ο δε Σεφέρης " Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ὁ πιὸ σημαντικὸς πεζογράφος τῆς νέας Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας, ἂν ὄχι ὁ πιὸ μεγάλος, γιατί ἔχομε τὸν Παπαδιαμάντη".
Από μικρός εργαζόταν κάνοντας μεταφράσεις και προγυμνάζοντας μαθητές. Την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών την οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του τού στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Ο Παπαδιαμάντης, αυτός ο κάτ'εξοχήν νθρωπος της Ανατολής που είχε κηρύξει αμείλικτο πόλεμο στη "λοίμη εκ της Εσπερίας" και στις μεταστάσεις της, ζώντας στην Αθήνα από το 1872, αναρωτήθηκε πολλές φορές αν η Ελλάδα ήταν καταδικασμένη να κινείται ανάμεσα στην "επτανησοβενετικής ψώρας" και της "φαναριωτικής λέπρας". Πολλές φορές στη ζωή του θα αναγκαστεί να αναφωνήσει με τον τρόπο του "μυστήριον ο Έλλην άνθρωπος". Στα 1896, χρονιά που οργανώνονται στην Αθήνα οι πρώτοι Ολυμπιακοί αγώνες και βομβεί ένα πνεύμα τυφλής ελληνολατρίας και μισοτουρκισμού, ο Παπαδιαμάντης δε θα διστάσει να πλέξει το εγκώμιο των Τούρκων κατοίκων της Αθήνας όταν αυτή ήταν σκλαβωμένη.
Ο κυρ Αλέξανδρος υπήρξε ένας τύπος μοναχικός, με λίγους φίλους, άνθρωπος εσωστρεφής, που ζούσε απομονωμένος στου Ψυρρή και σύχναζε στην Δεξαμενή. Ολιγαρκής και λιτοδίαιτος, αλλά συνάμα και σπάταλος όταν είχε χρήματα που ήταν ανίκανος να τα διαχειριστεί με σωφροσύνη. Την μόνη ημέρα που είχε χρήματα στα χέρια του ήταν η πρώτη του κάθε μήνα, μέρα πληρωμής. «Κατ' έκείνην την ήμέραν συνέβη να είμαι πλούσιος..» έχει γράψει κάπου. Όταν έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, (όπου έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια), έδινε το νοίκι, έστελνε στη Σκιάθο στις αδελφές του, μοίραζε στους φτωχούς και σπαταλούσε χωρίς σκέψη για την αυριανή μέρα. Ένα ακόμα δείγμα της σχέσης του με το χρήμα φαίνεται και στο εξής περιστατικό. Όταν ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα "Το Άστυ", ο διευθυντής του προσέφερε για μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό».
Αυτός ο περίεργος και απόκοσμος τρόπος ζωής, με την παράλληλη προσήλωσή του στην Ορθοδοξία και τη λειτουργική της παράδοση, τον έκανε να μοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε για χρόνια να ψάλλει στον Άγιο Ελισσαίο ως δεξιός ψάλτης, ενώ στον ίδιο ναό έψαλλε ως αριστερός ψάλτης ο εξάδελφός του και συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραΐτης και εφημέριος ήταν ο (στις μέρες μας ανακηρυγμένος Άγιος) παπά Νικόλας Πλανάς.
Η ζωή του Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα γινόταν δυσκολότερη. Η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το ποτό, που σιγά-σιγά του έγινε πάθος , καθώς και το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση, κατέστρεψαν την εύθραυστη υγεία του και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο. Στα τέλη του Μαρτίου του 1908 ήδη άρρωστος, έφυγε για το νησί του (παρόλο που ο γιατρός φίλος του Νιρβάνας προσπάθησε να τον πείσει να εισαχθεί στο νοσοκομείο), με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών», όπως ο ίδιος έγραψε. Ο Παπαδιαμάντης πέθανε τον Ιανουάριο του 1911 στη Σκιάθο, ύστερα από σταδιακή επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια και αλλού. Θεωρείται ως ο συγγραφέας που καλλιέργησε τον ελληνισμό δίχως εθνισμό (πατριωτισμό), κάτι που υπήρξε μια προκλητική αίρεση, η οποία προσέλαβε τη μορφή του λογοτεχνικού είδους προπάντων στα διηγήματά του. (Τα περισσότερα από τα παραπάνω στοιχεία τα αντιγράψαμε από την Βικιπαίδεια.)
Ακολουθεί ένα εξαιρετικό κείμενο που έγραψε για το έργο του και για τον ίδιο ο Χρήστος Βακαλόπουλος, με τίτλο "Η ιερή μελωδία της πραγματικότητας" και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Αντί" στις 5.4.91. Πατώντας εδώ θα σας εμφανιστεί το άρθρο αυτό όπως αναδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα "Μέσα Ελλάδα".