Είναι απίστευτο, πώς λειτουργεί ο νους του κάθε ανθρώπου. Πώς από μια απλή σκέψη, μια λογική αμφιβολία, χτίζονται τα θεμέλια ενός πανίσχυρου οχυρού, το οποίο δεν γκρεμίζεται τόσο εύκολα, παρά στέκεται ακλόνητο μπρος σ' όλα τα χτυπήματα. Ένα τέτοιο οχυρό χτίστηκε στο μυαλό του νέου παιδιού, παίρνοντας τη θέση ενός άλλου. Μια ιδέα στη θέση άλλης!
Το Σάββατο λοιπόν εκείνο, η ιδέα που αντικαταστάθηκε, που, αν διατυπωνόταν με μελάνι στο χαρτί, κάποιος θα μπορούσε να διαβάσει "πιστεύω εις ένα θεό", αφέθηκε να βουλιάξει, μέχρι να πιάσει πάτο. Βλέπετε, δεν υπήρχε καμιά παρηγοριά στη σκέψη αυτή, στο μέρος εκείνο, όπου υπήρχε ένας και μοναδικός θεός που τον έβλεπε, τον έκρινε, τον τιμωρούσε και τον συγχωρούσε. Έτσι, με περισσή ανακούφιση, το παιδί αυτό, που μέχρι πρότινος προσευχόταν, επειδή το ήθελε κι όχι επειδή το πίεζαν, κι έκανε το σταυρό του σαν περπατούσε μπροστά από μια εκκλησία με τον ίδιο αυτοματισμό, με τον οποίο έκλεινε τα μάτια του όταν έμπαινε μέσα τους ένα μυγάκι, άφησε την εικόνα του θεού να βουλιάξει στα βάθη του αγνώστου.
Όλη του τη ζωή προσπαθούσε και ήθελε να είναι κοντά στο θεό. Πόσες φορές είχε προσευχηθεί σ' αυτόν, παρακαλώντας τον να τον βοηθήσει να πετάξει, να του φέρει έναν καλό φίλο πίσω, να κάνει ένα κορίτσι να τον ερωτευτεί; Σ' όλες εκείνες τις ευχές και προσευχές, σ' όλα εκείνα τα εγωιστικά θέλω ενός μικρού παιδιού, που θεωρούσε τον εαυτό του σημαντικό, η απάντηση ήταν ίδια. Μια επώδυνη κι απογοητευτική σιωπή. Όχι άρνηση, αλλά αδιαφορία! Η μόνη όψη του θεού, που είδε ποτέ, ήταν η γυρισμένη του πλάτη.
Γι' αυτό αποφάσισε πως τον βοηθούσε πολύ περισσότερο να εμπιστεύεται μόνο πράγματα που ένιωθε. Μύριζε τα λουλούδια και πίστευε σ' αυτά (τόσο πολύ που συνήθως τον έπιανε αλλεργία ύστερα). Έβλεπε τα δέντρα και τα ποτάμια και πίστευε. Άκουγε τους φίλους του και πίστευε. Τον άγγιζε ο ήλιος με τις ζεστές αχτίνες του και τον πίστευε. Γευόταν τα φιλιά και πίστευε. Όλα ήταν εκεί και τα ένιωθε κι ας τον απογοήτευαν πολλές φορές. Υπήρχε τουλάχιστον ένα σημείο αναφοράς. Μια αφετηρία. Ένας δρόμος που ήξερε ότι θα καταλήξει κάπου.
Τώρα, που το παιδί μεγάλωσε πια, έχει καταλήξει στην ιδέα πως πρέπει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της παιδικής ηλικίας η αναζήτηση του θεού. Είναι απαραίτητο, για κάθε μικρό παιδί, να διασχίσει τους διαδρόμους που οδηγούν στο θεό, για ν' αντιληφθεί, από μόνο του, πως το ίδιο είναι ένας μικρός θεός. Έτσι ανακαλύπτει πως δεν έχει ανάγκη από κανέναν επαγγελματία κήρυκα να επαναπροσδιορίσει τα μονοπάτια της σκέψης του και να τον οδηγήσει σε αδιέξοδα, εξασθενίζοντας την κριτική του σκέψη.
Ακόμα και σήμερα δεν ξέρω αν υπάρχει θεός. Αν υπάρχει, πάντως, θα μου έδινε τεράστια ικανοποίηση να γνωρίζω πως πιστεύει σε μας κι ας μην πιστεύουμε εμείς σ' αυτόν!
Σχόλια
Συμφωνώ απόλυτα Αλεκάκο και αναμένω υπομονετικά τη συνέχεια του άρθρου σου (κάπου μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια το κόβω) που θα εξηγεί πόσο αναγκαία είναι η αμφισβήτηση της ύπαρξης του Θεού στα χρόνια της νιότης για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε μια υγιή σχέση μαζί Του αργότερα. Μακριά από δόγματα και ψυχαναγκασμούς και με μόνο σύμμαχο την καθαρή (χωρίς προκαταλήψεις) σκέψη μας. Γιατί, όπως έλεγε και ο Rudolf Steiner ( ;) ), ο άνθρωπος δεν έχει πραγματικό έλεγχο ούτε στο συναίσθημά του, ούτε στη βούλησή του. Μόνο στη Σκέψη του ΜΠΟΡΕΙ να είναι απόλυτα ελεύθερος.
Τροφοδοσία RSS για τα σχόλια αυτού του άρθρου.