Στο κείμενο αυτό θα ασχοληθούμε με τους μηχανισμούς νομισματικών ισορροπιών και τις πολιτικές κυρίως που χρησιμοποιήθηκαν. Θα κάνουμε μία σύντομη ιστορική αναφορά και εν συνεχεία θα περιγράψουμε τί συνέβη μετά τον Β. Παγκόσμιο πόλεμο και τα αδιέξοδα που υπάρχουν μετά την παγκοσμιοποίηση.
Δύο τρόποι χρησιμοποιήθηκαν από τις απαρχές των συναλλαγών μεταξύ των φυλών ή κρατών. Ο ένας τρόπος είναι η απευθείας ανταλλαγή των αγαθών σε περιορισμένες τοπικές αγορές με κριτήριο τις ανάγκες μέσω της ζήτησης και της προσφοράς. Ο δεύτερος τρόπος είναι η ανταλλαγή των αγαθών σε διευρυμένες αγορές χρησιμοποιώντας για τις συναλλαγές νομίσματα στηριγμένα σε πολύτιμα μέταλλα (χρυσός, άργυρος, χαλκός). Αν ένα νόμισμα είχε διαχυθεί στις περισσότερες αγορές αποτελούσε για όλους ένα ενδιάμεσο νόμισμα στις μεταξύ τους συναλλαγές.
Οι δύο αυτοί τρόποι κυριάρχησαν σε όλες τις ιστορικές περιόδους.
Το δέκατο ένατο αιώνα η ανταλλαγή των αγαθών γίνεται με νομίσματα, με εμφανή την κυριαρχία των νομισμάτων των αποικιοκρατικών χωρών, κυρίως της αγγλικής λίρας (χρυσή) και του γαλλικού φράγκου (χρυσό), λόγω των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών που έκαναν οι αποικιοκράτες από τις αποικιοκρατούμενες χώρες και λόγω της βιομηχανικής παραγωγής και διάθεσης αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων, με αποτέλεσμα τη διάχυση των «ισχυρών» νομισμάτων σε πολλές χώρες. Στον ευρωπαϊκό χώρο είχε διαμορφωθεί το διμεταλλικό σύστημα μία σχέση δηλαδή μεταξύ της αξίας χρυσού και αργύρου (15,5 προς 1) για τις καθημερινές συναλλαγές.
Η προσπάθεια που έγινε, μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, οι συναλλαγές να γίνονται στον (κανόνα χρυσού) μέσω ενός συστήματος νομισματικών ισοτιμιών, ευδοκίμησε για λίγο μεταξύ ισχυρών νομισμάτων. Οι άλλες χώρες προσάρμοζαν τα δικά τους νομίσματα συνήθως σε σταθερές τιμές αποθεματοποιώντας τα νομίσματα που προέκυπταν από τις εξαγωγές τους στις χώρες με τα ισχυρά νομίσματα. Η ισοτιμία αυτή στηρίζονταν κυρίως στην ποσότητα χρυσού που υπήρχε στις κεντρικές τράπεζες των χωρών και την ίσης αξίας κυκλοφορούντος χρήματος.
Η κρίση του 1929 ακύρωσε αυτή την προσπάθεια.
Ο μηχανισμός νομισματικών ισοτιμιών δεν ολοκληρώθηκε εξ αιτίας του Β’ παγκόσμιου πόλεμου. Με τον πόλεμο αχρηστεύθηκαν τα νομίσματα και η Ευρώπη απώλεσε ποσότητες χρυσού για την αγορά οπλικών συστημάτων κυρίως από την Αμερική.
Οι Αμερικάνοι διπλασίασαν το ΑΕΠ στην διάρκεια του πολέμου με τις πωλήσεις οπλικών συστημάτων σε όλους τους εμπόλεμους λαούς και με την τροφοδότηση των ευρωπαϊκών χωρών με πρώτες ύλες και παντός είδους προϊόντα, λόγω της καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων από τον πόλεμο.
Οι Αμερικάνοι, μετά τον πόλεμο και μπροστά στον κίνδυνο επέμβασης από τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, προσπάθησαν να ανασυγκροτήσουν γρήγορα τα κατεστραμμένα δυτικά κράτη με το σχέδιο Μάρσαλ (οικονομική και τεχνική βοήθεια) και με τη συμφωνία ή σύστημα του Μπρέττον Γούντς, όπως έμεινε στην ιστορία.
Το 1944, στην περιοχή Μπρέττον Γούντς (Bretton Woods) στο Νιου Χαμσάιρ (New Hampshire) των ΗΠΑ, συναντήθηκαν 44 χώρες του δυτικού κόσμου για να συνάψουν μία συμφωνία οικονομικής συνεργασίας, κυρίως σε νομισματικό επίπεδο και να δημιουργήσουν οικονομικούς οργανισμούς. Η κυριαρχία των ΗΠΑ μετά τον πόλεμο ήταν δεδομένη. Η Αμερική κάλυπτε το 50% των παγκόσμιων συναλλαγών, με το δολάριο να έχει διαχυθεί σε όλο το κόσμο.
Οι Αμερικάνοι πρότειναν στη συνάντηση τη σύνδεση των άλλων νομισμάτων με το δολάριο. Το ισχυρό και διεθνοποιημένο δολάριο, θα πρέπει να έχει μία σταθερή σχέση με το χρυσό (35 δολ. η ουγγιά του χρυσού) και στη βάση αυτής της σχέσης θα έπρεπε να στοιχηθούν οι τιμές των άλλων νομισμάτων με κριτήριο η κυκλοφορία των νομισμάτων τους να είναι ανάλογη με τον όγκο παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών και με τη σχέση ισοζυγίου πληρωμών κάθε χώρας
Πρόσθετα αποφασίσθηκε να δημιουργηθούν δύο οργανισμοί, η Παγκόσμια Τράπεζα για να προσφέρει οικονομική και τεχνική βοήθεια σε έργα ανασυγκρότησης και υποδομών των κατεστραμμένων ή υπανάπτυκτων χωρών, και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να ελέγχει τη Νομισματική ισοτιμία και το ισοζύγιο πληρωμών κάθε χώρας και να παρέχει οικονομική και τεχνική βοήθεια όποτε του ζητηθεί. Οι οργανισμοί αυτοί στην πορεία έγιναν εργαλεία υπονόμευσης των χωρών και άσκησης πολιτικής στις χώρες που ζητούν βοήθεια, με κυρίαρχο το ρόλο κυρίως της Αμερικής και άλλων ανεπτυγμένων χωρών γιατί έχουν τα μεγαλύτερα μερίδια στις αποφάσεις αυτών των οργανισμών.
Η συμφωνία του Μπρέττον Γούντς σχετικά με την νομισματική ισοτιμία λειτούργησε έως το 1965, στη συνέχεια προέκυψαν δύο μεγάλα προβλήματα.
α) Η ανάπτυξη της παραγωγής των ευρωπαϊκών χωρών, δε συμβάδιζε με την παραγωγή χρυσού και γι΄ αυτό το λόγο δεν μπορούσαν να κρατηθούν οι νομισματικές ισορροπίες και β) Η Αμερική για γεωπολιτικούς λόγους και για να εμποδίσει την προέλαση του κομουνισμού στη νοτιοανατολική Ασία άνοιξε πόλεμο στο Βιετνάμ εναντίον των κομμουνιστών. Για να διατηρηθεί όμως αυτός ο πόλεμος έπρεπε να εκδώσει χρήμα, με συνέπεια να υποτιμηθεί το δολάριο σε σχέση με τα άλλα νομίσματα.
Οι ανεπτυγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και η Ιαπωνία αγόραζαν δολάρια από τις αγορές για να μην ανατιμηθεί το νόμισμά τους και για να συνεχίσουν να είναι ανταγωνιστικές οι εξαγωγές τους. Η απάντηση στο πρόβλημα αυτό ήταν να αποδεσμευτούν από το δολάριο και να δημιουργήσουν έναν άλλο μηχανισμό κυμαινόμενης νομισματικής ισοτιμίας μεταξύ των χωρών που είχαν το μεγαλύτερο όγκο συναλλαγών.
Η ισχύς του δολαρίου και η διάχυσή του σε όλο τον κόσμο ήταν τόσο μεγάλη και αποθεματοποιημένη, που εμπόδιζε την κυριαρχία των άλλων νομισμάτων στις εξαγωγές τους, με δεδομένη την κυριαρχία του δολαρίου.
Η Αμερική με την γεωπολιτική στρατηγική της μετά τον πόλεμο στην μέση ανατολή, κατάφερε να ελέγξει τους ενεργειακούς δρόμους και τα καθεστώτα των χωρών μέσω των εταιριών διύλισης του πετρελαίου.
Με τη δημιουργία του ΟΠΕΚ (κυρίως με την υπόγεια διαμεσολάβηση της Αμερικής) κατάφερε μέσω των εταιριών διύλισης του πετρελαίου να τους υποχρεώσει να συναλλάσσονται μόνο με δολάρια. Το 1971 ο Νίξον, πρόεδρος της Αμερικής, ανακοίνωσε τη λήξη της συμφωνίας - σύστημα του Μπρέττον Γούντς.
Η νομισματική αστάθεια ήταν πια γεγονός σε όλο τον κόσμο. Οι άλλες χώρες προσπάθησαν να συγκροτήσουν συμμαχίες οικονομικές με τη διεύρυνση των συναλλαγών τους για να προστατέψουν τα νομίσματά τους.
Η Αμερική κατάφερε, το πλεονάζον πληθωριστικό χρήμα που είχε εκδώσει, να μεταφέρεται, μέσω της αγοράς πετρελαίου των άλλων κρατών, στα σεντούκια των πετρελαιοπαραγωγικών αραβικών χωρών και να λιμνάζει. Τα δολάρια αυτά ονομάσθηκαν (πετροδολάρια).
Οι πρόσφατοι πόλεμοι στο Ιράκ και στη Λιβύη είχαν σχέση με την πρόθεση των χωρών αυτών να συναλλάσσονται και με άλλα νομίσματα ή με χρυσό. Η αντίδραση της Αμερικής και των δυτικών χωρών (Αγγλίας, Γαλλίας) καθώς και των συμμάχων στη δομή του ΝΑΤΟ ήταν άμεση, για γεωπολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Οι πόλεμοι αυτοί έγιναν για να διασφαλίσουν τα συμφέροντα των εταιριών πετρελαίου και τον έλεγχο της τιμής του πετρελαίου, προς παραδειγματισμό των άλλων αραβικών χωρών και διατήρηση του status quo στην περιοχή.
Η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου και παραγωγής αγαθών στις ανεπτυγμένες χώρες, δημιουργούσε ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Οι αυξήσεις στους μισθούς θα ήταν μία λύση, η αύξηση όμως των μισθών, θα είχε ως συνέπεια τον περιορισμό του ποσοστού κέρδους.
Η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου δημιουργούσε αδιέξοδα στο υπάρχον σύστημα.
Ο Τσόμσκι διατύπωνε δημόσια ότι αν δεν βρεθεί λύση «το σύστημα θα πνιγεί στα σκατά του».
Σε αυτές τις συνθήκες αναπτύχθηκαν οι θεωρίες του νεοφιλελευθερισμού ή μονεταρισμού. Η απελευθέρωση δηλ. των αγορών από κάθε κρατικό παρεμβατισμό και η αυτορρύθμιση των αγορών μέσω της προσφοράς και ζήτησης, διαμορφώνουν τις τιμές των προϊόντων και της εργασίας. Περιορισμός των φόρων και των δαπανών από το κράτος, να παραδοθεί δηλ. η οικονομία στις αγορές και στις τράπεζες.
Η επόμενη κίνηση των καπιταλιστών ήταν η αναζήτηση φθηνής εργασίας για να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους. Μετέφεραν μεγάλο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής σε χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας (παγκοσμιοποίηση) κυρίως στην Κίνα και στην Ινδία.
Η αποβιομηχάνιση των μητροπολιτικών χωρών είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας και τη μείωση αμοιβής της εργασίας.
Η παγκοσμιοποίηση δημιούργησε νέα οικονομικά κέντρα με μεγάλη ισχύ.
Οι νομισματικές ανισορροπίες είναι πια ένα πολύπλοκο και δυσεπίλυτο πρόβλημα.
Έχουμε χώρες μέσα στο σύστημα νομισματικών ισοτιμιών και χώρες που κρατούν το νόμισμά τους σε τιμές σταθερές (π.χ η Κίνα) σε σχέση με τα νομίσματα άλλων χωρών.
Η σύγκρουση του ευρώ με το δολάριο και τα άλλα νομίσματα, λόγω της ανελαστικότητας της τιμής του ευρώ που επιβάλλεται από την Γερμανία, μιας χώρας κυρίως εξαγωγική και ανταγωνιστική σε όλο τον κόσμο, με μεγάλα πλεονάσματα.
Η Γερμανία επιμένει να κρατά τις δαπάνες και τους μισθούς χαμηλά, αυτό έχει σα συνέπεια τη μη ανταγωνιστικότητα των άλλων ευρωπαϊκών χώρων κυρίως των χωρών του νότου.
Η Ευρώπη χωρίς κοινή δημοσιονομική πολιτική με στόχο τη σύγκλιση των χωρών και της διακρατικής απορρόφησης του χρέους των χωρών, δεν έχει κανένα μέλλον. Το ευρώ έτσι όπως λειτουργεί, είναι ένα θανατηφόρο εργαλείο, είναι πηγή θανάτου της Ευρώπης.
Σε κάθε υποτίμηση του δολαρίου, υπάρχουν ροές κεφαλαίων προς το ευρώ που το ανατιμούν, με αποτέλεσμα να γίνονται πιο δύσκολες οι εξαγωγές των χωρών της Ευρώπης.
Το ισχυρό ευρώ καθιστά αδύνατες τις εξαγωγές των άλλων ευρωπαϊκών χωρών και λόγω της έλλειψης ανταγωνιστικότητας εμποδίζει την οικονομική σύγκληση των χωρών και κάνει μακρινό όνειρο την ενοποίηση της Ευρώπης.
Η πολιτική της Γερμανίας βάζει σε κίνδυνο όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα γιατί τα πλεονάσματα που δημιουργεί δεν τα διοχετεύει σε παροχές στους εργαζόμενους για να αυξήσουν την αγοραστική τους δύναμη και να ενισχύσουν τις εξαγωγές των άλλων ευρωπαϊκών χωρών προς τη Γερμανία.
Η Γερμανία δέχεται πίεση από τις μεγάλες οικονομίες, G 20, για μία υποτίμηση του ευρώ, γιατί βάζει σε κίνδυνο τις νομισματικές ισορροπίες και μπορεί να προκαλέσει κρίση στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία.
Οι νομισματικές ανισορροπίες, οι επιθετικές και κερδοσκοπικές ροές κεφαλαίων και τα καζινοπαιχνίδια του συστήματος (cds, swaps, χειραγωγήσεις κρατικών χρεογράφων και μετοχών) έχουν δημιουργήσει υπερβάλλον κεφάλαιο, που δεν έχει σχέση με την παγκόσμια πραγματική παραγωγή αγαθών. Τα ελλείμματα που δημιουργούνται, τα κράτη τα καταχωρούν στο δημόσιο χρέος για να μην επηρεάζεται η πραγματική οικονομία και το ισοζύγιο πληρωμών.
Οι διεθνείς μηχανισμοί δεν υποβαθμίζουν την πιστοληπτική ικανότητα των ανεπτυγμένων χωρών γιατί έχουν θετικό ισοζύγιο πληρωμών και δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Τα προβλήματα θα δημιουργηθούν, όταν μία ανεπτυγμένη χώρα, παρουσιάσει μεγάλα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο πληρωμών. Τότε θα εμφανιστεί το κεφαλαιουχικό ενσωματωμένο παρακράτος για να δημιουργήσει κλυδωνισμό στις ισορροπίες των οικονομιών.
Οι καπιταλιστές στην προσπάθειά τους να βρουν λύση στην υπερσυσσώρευση κεφαλαίου και στη μείωση του κέρδους που θα προκαλείτο από την αύξηση των αποδοχών των εργαζομένων στις χώρες τους, οδηγούνται στην αναζήτηση φθηνής εργασίας στην ανατολική Ασία. Η αποβιομηχάνιση έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία πρόσθετων προβλημάτων, (ανεργία, φτωχοποίηση των εργαζομένων, κ.α.).
Η Κίνα, μία μεγάλη χώρα με κρατική και εθνική συνοχή, κατάφερε να μετατραπεί από πόλο εκμετάλλευσης σε ένα νέο καπιταλιστικό πόλο. Αρνούμενη να εισέλθει στο μηχανισμό νομισματικών ισοτιμιών, κρατά σταθερή τη σχέση του νομίσματός της με τα άλλα νομίσματα.
Το γεγονός της φθηνής εργασίας ήταν για τη χώρα μία ευκαιρία να εισάγει την τεχνολογία, την οργάνωση, και νέους τρόπους διοίκησης στις δικές της βιομηχανίες. Μέσα σε είκοσι χρόνια έγινε μία μεγάλη παραγωγική και ανταγωνιστική χώρα με ρυθμούς ανάπτυξης κατά μέσο όρο 10%. Οι εξαγωγές των κινεζικών προϊόντων στην Αμερική και στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες, δίνει στην Κίνα ένα μεγάλο συναλλαγματικό πλεονέκτημα. Διακρατεί αμερικάνικα ομόλογα πολλών δισεκατομμυρίων. Η πολιτική της είναι η συναλλαγματική διασπορά.
Η προσπάθεια των G20 να πείσουν την Κίνα να ανατιμήσει το νόμισμά της και τούς μισθούς για να αυξηθεί η εσωτερική της κατανάλωση και να βοηθήσει τις εξαγωγές των άλλων χωρών, προσκρούει στην άρνηση των κινέζων.
Οι αναδυόμενες οικονομίες (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Ρωσία κλπ.) αλλάζουν το καπιταλιστικό τοπίο και δημιουργούν καινούργια προβλήματα (οικολογικά, νομισματικά, ενεργειακά). Οι ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις εντείνονται.
Ένα τυχαίο νομισματικό γεγονός ή νομισματοποίση χρεών μπορεί να προκαλέσει αναταραχή στο παγκόσμιο σύστημα. Καμιά οικονομία δεν έχει την πρωτοκαθεδρία. Το δολάριο έχει χάσει τη δύναμή του λόγω του δημόσιου χρέους της Αμερικής. Το ευρώ διαμορφώνει χρέη στις χώρες της Ευρώπης. Δύο κυρίαρχα νομίσματα βρίσκονται σε κρίση.
Η Αμερική που έχει ακόμη υπεροχή στα οπλικά συστήματα στην έρευνα και στην τεχνολογία, θα τα χρησιμοποιήσει για να επιβάλει την κυριαρχία της;
Έχω μία εκτίμηση ότι ο καπιταλισμός δεν θα επιλέξει την καταστροφή του.
Διαφαίνεται ότι, με τη φτωχοποίηση των λαών και την καταστροφή τομέων παραγωγής, ο καπιταλισμός θα αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες του, για να συνεχίσει τα μεγάλα περιθώρια κέρδους από την υπεραξία της εργασίας, κάτι που συνέβαινε μετά από τους παγκόσμιους πολέμους μόνο που τώρα δεν θα υπάρχουν θύματα πολέμου, αλλά θα γίνει μικρή αναδιανομή πλούτου προς τούς φτωχούς και καταπιεσμένους μέχρι την ανασυγκρότηση του συστήματος.
Πιστεύω ότι το σύστημα, όποιες μεθόδους και αν χρησιμοποιήσει, δεν θα έχει λάβει υπόψη τον ανθρώπινο παράγοντα, δηλαδή τους φτωχούς και καταπιεσμένους που και αυτοί με τη σειρά τους μπορεί να αναγεννηθούν μέσα από τις στάχτες τους, σε μια άλλη κατεύθυνση που θα είναι μακριά από τα συμφέροντα των πρώην εκμεταλλευτών τους.
ΥΓ. Το άρθρο αυτό είναι αποσπασματικό γιατί καλύπτει ένα πολύ μεγάλο ζήτημα.
Η γλώσσα είναι απλή χωρίς πολλούς τεχνικούς όρους για να είναι κατανοητό από
πολλούς αναγνώστες.
Σκοπός του είναι να τονίσει το πολιτικό επίδικο και το αδιέξοδο.-