Τουλάχιστον μία ευχή στον εαυτό σου;
Έτσι, για το γούρι που φέρνει το θείο βρέφος και η αλλαγή του χρόνου;
Καλά, ας το προσπαθήσω. Με την ελπίδα αυτά να αγγίξουν τουλάχιστον έναν ακόμα.
Εύχομαι λοιπόν και παρακαλάω εκείνα τα δικά μου που έχουν βρει τον δρόμο τους κι έχουν τακτοποιηθεί σε σημείο που να φέρνει προς βόλεμα, να με βοηθήσουν να λευτερώσω τις παιδικές μου δυνάμεις που ασφυκτιούν στο κλουβί τους για να οδηγηθούμε και οι τρείς μας στο μέγα χάος, το ανυπέρβλητα μεθυστικό, το εξόχως ιριδίζων.
Και, εύχομαι επίσης, στις εντελώς χαμένες πλευρές μου, αυτές που δεν ξέρουν που πάνε τα τέσσερα, επιτέλους να σοβαρευτούν και να αρχίσουμε σιγά σιγά, κι από τα μέσα προς τα έξω, με μια αγάπη καινούργια να χαράξουμε πορεία και το απονήρευτο μονοπάτι που πάει ντουγρού στην ανηφόρα τη μεγάλη και μας ταιριάζει, να το φτιάξουμε μαζί.
Τα άλλα που ακολουθούν ως ευχές είναι οι οβολοί της τέχνης, που πάντα είναι πρόθυμη να τείνει χείρα βοηθείας όταν προσπαθούμε να σταθούμε όρθιοι κι αξιοπρεπείς. Ναι, και πάντα το πετυχαίνει αυτό όταν είναι καλή, όμορφη κι αληθινή. Άλλοτε ως παρηγορήτρα κι άλλοτε ως εμψυχώτρια, ανοίγει με τόλμη νέα κανάλια ανάμεσα σ'εμάς και την πραγματικότητα. Από τον Διόνυσο επίσης κρατάει ακόμα λίγη απ'εκείνη τη λόλα που ανιδιοτελώς απελευθερώνει την χαρά μας κάθε που είναι στα κέφια της.
Έχουμε λοιπόν στο καλαθάκι μας, την ποίηση των λέξεων, ποιητικές πράξεις μικρών Αφρικανών, φουρτουνιασμένη ποίηση απ’την Άνδρο και τον Χρόνο, που τον γδύνουμε, τον λούζουμε και τον ντύνουμε με την ποίηση της ζωής μας.
Η φίλτατη Βαρβάρα μας έστειλε ένα ποίημα του Τίτου Πατρίκιου (Αθήνα, 1928). Τίτλος του « Πολλαπλοί κόσμοι » και περιλαμβάνεται στην ποιητική του συλλογή «Η ηδονή των παρατάσεων», 1992. Η Βαρβάρα σημείωσε και τα εξής:
Είναι που είναι μαύρα τα πράγματα μουντή και η καθημερινότητα.
Δεν βγαίνει η ζωή αν επαναλαμβανόμαστε πάντα οι ίδιοι.
Πολλαπλοί κόσμοι
Δέ φτάνει μία μόνο γλώσσα
γιά να χειρίζεσαι τα πράγματα
καί πιό πολύ δέ φτάνει
για να κρατήσεις, να χάσεις έναν άνθρωπο.
Προπάντων δέ φτάνει μοναχή της
η γλώσσα του κορμιού στον έρωτα
χρειάζονται δυό καί τρείς καί παραπάνω
γλώσσες μέ λόγια,μέ σχέδια,
με χρώματα, με μουσική.
Γνωρίζουμε, ψηλαφούμε, γνωριζόμαστε
μέσα σε κόσμους πολλαπλών γλωσσών.
Η αγάπη των δακρύων μου έστειλε πέρσι αυτήν την πανέμορφη ιστοριούλα. Έχει να κάνει με μια νοτιοαφρικάνικη ροπή σκέψης : του Ubuntu. Αν και είναι δύσκολο να ειπωθεί με λόγια τι εννοεί αυτός ο όρος, θα πούμε κάτι που είναι κοντά του. Για το Ubuntu κανείς δεν είναι άνθρωπος μόνος του, άνθρωποι γινόμαστε μέσα από το μοίρασμα, το νοιάξιμο, την αλληλοβοήθεια.
Ο σύγχρονος πολιτισμός της δύσης μας ωθεί να κτίζουμε την πλευρά εκείνη του εαυτού μας που έχει να κάνει με την προσωπικότητά μας και την ιδιοσυστασία μας. Υπάρχει μία γενικευμένη συναίνεση ως προς το ότι αυτή είναι απαραίτητη στην εποχή μας. Δίχως τη θεμελίωση του εγώ μας φτερό στον άνεμο θα είμαστε. Όλοι οι αέρηδες της κοινωνίας μας προς τα εκεί μας σπρώχνουν. Μα όταν τα μποφόρ είναι πολλά τότε ένας απωθητικός ατομισμός εγκαθίσταται στις ζωές μας και μας στέλνει χίλια μίλια μακριά από τους άλλους. Γι’αυτό πιστεύουμε πως είναι σωστό να υπενθυμίζουμε με λόγια ταιριαστά με πράξεις και την άλλη πλευρά του ανθρώπου. Αυτήν που αγωνιά να καλλιεργήσει τα άνθη του συλλογικού τρόπου ζωής. Η ιστορία που ακολουθεί μας μεταφέρει ένα μήνυμα πράξης Ubudu, που πιστεύουμε ότι με τις μικρές της δυνάμεις ενισχύει την ροπή μας προς το «εμείς».
Ένας ανθρωπολόγος πρότεινε το ακόλουθο παιχνίδι στα παιδιά μιας Αφρικάνικης φυλής: Τοποθέτησε ένα καλάθι γεμάτο ζουμερά φρούτα δίπλα σ’ ένα δέντρο και είπε στα παιδιά ότι όποιο από αυτά φτάσει πρώτο στο καλάθι, θα πάρει όλα τα φρούτα.
Όταν τους έδωσε το σινιάλο για να τρέξουν, αυτά, δίχως καμιά συνεννόηση, πιάστηκαν χέρι χέρι και ξεκίνησαν να τρέχουν όλα μαζί. Ύστερα κάθισαν σ’ έναν κύκλο για να φάνε τα φρούτα.
Όταν ο ανθρωπολόγος ρώτησε τα παιδιά γιατί το έκαναν αυτό, αφού κάποιο από αυτά θα μπορούσε να είχε καρπωθεί όλα τα φρούτα, τα παιδιά απάντησαν : “ουμπούντου” που, στη γλώσσα τους, σημαίνει:
«Υπάρχω γιατί υπάρχουμε».
Δηλαδή, "δεν μπορούμε να είμαστε χαρούμενοι αν έστω ένας από εμάς είναι στενοχωρημένος".
Όλοι μαζί, μπορούμε.
Στο Σινεάκ στον Πειραιά, επί 160 λεπτά πιάστηκα στα δίχτυα της «Μικράς Αγγγλίας». Το αρχαίο ζεύγος Βούλγαρη – Καρυστιάνη έδωσε τα ρέστα του. Μια ιστορία στην φουρτουνιασμένη Άνδρο του μεσοπολέμου τους έδωσε την ευκαιρία να μιλήσουν για το αβάσταχτο του έρωτα όταν μένει ανεκδήλωτος. Λόγια, κινήσεις, βλέμματα, πόθοι, ήχοι και όνειρα των μαλωμένων με τη σπιτική ζωή ναυτικών και των γυναικών τους που ακόμα κι αν ζουν δε μπορούν να τους χαρούν. Όλα αυτά με τούμπαραν. Και όχι μόνο παρακολούθησα ορθάνοιχτος και με ευλάβεια μια ιστορία που ξένη μου έμοιαζε, αλλά τα δάκρυα κυλήσανε στα μάγουλά μου πάνω από μια φορά. Ο άφθαρτος έρωτας που τον στόλιζε μια αθωότητα ουράνια, μου ξύπνησαν συναισθήματα όμορφα και δυνατά που ως θάλασσα έλουσαν το μέσα μου και με καθάρισαν. Νάναι καλά ο βαθιά γλυκύτατος Παντελής και η λοξά ευαίσθητη Ιωάννα.
Στον «Χρονοποιό» του Σαββόπουλου, που κυκλοφόρησε το 1999, υπήρχε και 13ο τραγούδι όπου δεν αναφερόταν πουθενά. Ένα κρυμμένο διαμάντι για όσους είναι ενήλικοι και έχουν ένα μπίρη μπίρη με τον χρόνο. Μ’αυτόν τον αφανή, που για όλους κυλάει ασταμάτητα ανάμεσα στις όχθες του. Η μία, η ανοιξιάτικη, είναι όταν περνάει «ως αστραπή» και η άλλη, αυτή με τις βαριές σκιές, κάθε που σέρνεται «βασανιστικά αργά». Έχουμε εδώ και τους στίχους και το τραγούδι όπως παίχτηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το Δεκέμβρη του 2000. Το έχουμε ξανανεβάσει στη Σταγόνα, μα να μας συγχωρείται για την εμμονή μας. Θεωρώ πως το « Πρωτοχρονιές ραδιοφώνου » είναι το καλύτερο τραγούδι για όσους περιφέρονται στον κόσμο αναζητώντας αντίβαρα στην εκ γεννετής ροπή τους να ζουν τις πρωτοχρονιές ως τα βεγγαλικά του Άδη.
Πρωτοχρονιές σε χρόνους άλλους
Πρωτοχρονιές με τους μεγάλους
μικρός εσύ, μικρός κι ο χρόνος
αλλάζατε κι οι δυο συγχρόνως.
Λίγο μετά, στα δεκαεφτά
με τους γονείς σου ήσουν πάλι
μα αισθανόσουν ήδη απών
σε συντροφιά συμμαθητών
το σπίτι σου έχανε εξουσία
κι ο χρόνος την κρυφή του ουσία.
Ύστερα γιόρταζες με φίλους
σ’ ένα δωμάτιο καπνού
το Θαύμα πάλι ήταν αλλού
στις παιδικές Πρωτοχρονιές σου
στον χρόνο που άλλαζε μαζί σου
πριν μεγαλώσει η αντίστασή σου.
Τώρα τι κλαις και τι γκρινιάζεις
Πρωτοχρονιά είναι και γιορτάζεις
την λίγη πίστη του ενηλίκου
στην παιδική ανατολή του.
Πρωτοχρονιές, γιορτές του χρόνου
Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου
πως θα τις γιόρταζες εσύ
τώρα που έχεις το κλειδί;
Μικρό κλειδί και σ’ οδηγάει
σ’ ένα παράσπιτο στο πλάι
σ’ ένα μικρό – μικρό πλανήτη
πλάι στο μεγάλο άδειο σπίτι.
Πάει ο καιρός που οι δικοί σας
σκηνοθετούσαν τη γιορτή σας
και είσαι συ που πρέπει τώρα
να υψώσεις της γιορτής τα δώρα.
Ποιος θα νοιαστεί και ποιος θα παίξει
Χρονοποιός ας είναι η λέξη
γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα
κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα.