Δευτέρα, 21 Οκτωβρίου 2024 16:34

Ο μακρύτερος ομφάλιος λώρος, της Ελεάννας Βλαστού

Επιλέγουσα ή Συντάκτρια 

kathimerini80Μπορεί να διαφωνούμε πλήρως, μπορείτε και να με κρίνετε, αλλά θα σας πω πού στέκομαι. Είμαι από τους γονείς που ανακουφίστηκαν, για πρακτικούς λόγους, που το παιδί δεν έχει πρόσβαση στο κινητό κατά τη διάρκεια του σχολικού ωραρίου, γιατί σημαίνει ότι δεν έχει πρόσβαση στον γονιό κατά τη διάρκεια της σχολικής ημέρας. Διότι οποιαδήποτε επικοινωνία αφορούσε θελήματα ή χρήματα. Συνήθως τη μεταφορά από το σπίτι στο σχολείο του ξεχασμένου αθλητικού ζευγαριού μαζί, πάντα, με λίγα μετρητά.

Ορίστε, οι μαθητές πλέον παραδίδουν ή κρατούν βουβά στη σάκα τους τα έξυπνα εργαλεία. Αφού λύσαμε το θέμα με τα κινητά τηλέφωνα στις σχολικές αίθουσες κάνοντας το προφανές, φυσικά, ύστερα από δεκάδες πληκτικές συζητήσεις είναι ώρα, τώρα, να έχουμε την πραγματική – ενήλικη κουβέντα. Είναι η στιγμή να αντιμετωπίσουμε τον εθισμό των δασκάλων και των γονιών με την τεχνολογία. Γιατί, θυμηθείτε, όταν απέκτησαν οι μαθητές, το 2012, το πρώτο έξυπνο κινητό, την ίδια εποχή το απέκτησαν και οι ενήλικες. 

Είμαι από τους γονείς –αυτό για τη σχολική διεύθυνση– που δεν ενδιαφέρομαι να γνωρίζω σε «πραγματικό χρόνο» ό,τι διαδραματίζεται στο σχολείο. Ούτε τους βαθμούς του τελευταίου διαγωνίσματος, ούτε τις μικροαταξίες, ούτε εάν ξέχασε τον διαβήτη, ούτε εάν έχει «λίγο πονοκέφαλο» σήμερα. Δεν χρειάζομαι διαρκή, καθημερινή, ενδελεχή ενημέρωση μέσω ηλεκτρονικής επικοινωνίας για οτιδήποτε συμβαίνει εκεί όπου δεν θα έπρεπε να παρεμβαίνω, ούτε να έχω πρόσβαση.

Ας περάσουμε στην ουσία, πάντα βαθύτερη και πιο περίπλοκη, την ψυχική υγεία των γονιών και τον εθισμό με την τεχνολογία είτε για να εποπτεύουν είτε να μιλούν με βιντεοκλήση στα παιδιά τους. H αγαπημένη μου γονική στατιστική λέει ότι οι εργαζόμενες μητέρες, σήμερα, περνούν τον ίδιο χρόνο με τα παιδιά τους όσο οι μητέρες που δεν εργάζονταν στη δεκαετία του ’70. Αν συγκρίνουμε με ακόμη παλαιότερες δεκαετίες, οι γονείς περνάμε διπλάσιο χρόνο με τα παιδιά απ’ ό,τι οι γονείς το 1950.

«Μπράβο!», λέμε στους εαυτούς μας. Μας δίνουμε συγχαρητήρια για τον ποιοτικό χρόνο που δαπανάμε και τις γονικές δραστηριότητες με τις οποίες καταπιανόμαστε. Τα καταφέρνουμε καλύτερα από τους γονείς και τους παππούδες και τις «ελευθέρας βοσκής» τακτικές τους.

Eνας άλλος τρόπος να το δει κάποιος είναι ότι απλώς εξαντλούμε διαρκώς τους εαυτούς μας περιορίζοντας την ανάπτυξη των παιδιών. Τους στερούμε την πολυτιμότερη δυνατότητα, διαχρονικά χρήσιμη, την ικανότητα της αυτοαπασχόλησης.

Η ικανότητα της απόσυρσης και εύρεσης διασκέδασης με άλλον συνομήλικο ή ασυντρόφευτα μέσω των σκέψεων, της φαντασίας ή της πλήξης, δημιουργικής ή ατόφιας βαρεμάρας –παλιομοδίτικης όπως την ξέρουμε– είναι κάτι που μαθαίνεται, είναι κάτι που χρειάζεται. Κι αν δεν τους το μάθουμε εγκαίρως όταν η δεξιότητα χρειαστεί –και θα χρειαστεί– απλώς θα στραφούν, μηχανικά, στον μεγαλύτερο διασκεδαστή, την οθόνη του κινητού.

Η άλλη, φρέσκια, έρευνα έρχεται από την Αμερική. Ο γιατρός Βίβεκ Μέρφι κατέγραψε ότι όσοι έχουν παιδιά νιώθουν περισσότερο άγχος από τους υπόλοιπους ενήλικες. Κατανοητό. Παρατήρησε όμως και κάτι απροσδόκητο. Οτι τα δύο τρίτα των παντρεμένων με παιδιά νιώθουν και δηλώνουν μοναξιά. Κάτι αντίστοιχο κατέγραψε στην Αγγλία μια έρευνα της UNICEF UK: το ένα τέταρτο των παντρεμένων με παιδιά νιώθουν συνέχεια ή τον περισσότερο χρόνο μοναξιά.

Αν και ποτέ δεν συνδέουμε την αίσθηση της οικογένειας με τη λέξη μοναξιά, δεν εκπλήσσει αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι γονείς εστιάζουμε στα παιδιά και έχουμε χάσει την ικανότητα σύναψης σχέσεων με συνομηλίκους μας. Θα σας πω μια ιστορία, είναι αληθινή. Ο καλύτερος φίλος του γιου μου, ο Ντίλαν, δήλωσε την επιθυμία να πάει σε οικοτροφείο. Για τη μητέρα του, την Τίνα –Αμερικανίδα Νεοϋορκέζα–, το μεγαλύτερο μειονέκτημα των οικοτροφείων είναι η απαγόρευση χρήσης των τηλεφώνων –«όου μάι γκοντ», είπε– γιατί δεν θα έχει έλεγχο στις κινήσεις του. Ο γιος πέρασε τις δύσκολες εξετάσεις, εισήχθη, και εκείνη, χωρίς να χαρεί, μετακόμισε ακριβώς απέναντι από το οικοτροφείο.

Γιατί σας είπα την ιστορία; Γιατί η ιστορία ξεκινάει από παλιά. Ηταν η ίδια μητέρα η οποία, δέκα χρόνια πριν, όταν συνοδεύσαμε τα αγόρια –ετών τεσσάρων– στο πάρκο, με αιφνιδίασε για πρώτη φορά (και δεν θα ήταν η τελευταία). Ηταν Σάββατο, ένα βροχερό πρωινό, πριν ακόμη αντιληφθώ ότι ζω στην Αγγλία και ότι ο Ντίλαν και η Τίνα θα παρέμεναν στη ζωή μας, και είχα χαρεί που, ενόσω τα παιδιά θα έπαιζαν, θα υπήρχε χρόνος για ενήλικη κουβέντα. Τους πέταξα μια μπάλα κι εκείνα ήταν ευτυχισμένα. Αλλά είχα καταλάβει λάθος. Η Τίνα με αγνόησε, σηκώθηκε και ξεκίνησε να παίζει μαζί τους συντονίζοντας το παιχνίδι τους.

Είναι η ίδια μητέρα που ακολουθούσε τα αγόρια παντού, στα πάρτι, στα γήπεδα και στις σχολικές εκδρομές, στέλνοντάς μου λαθραίες –παπαράτσι– φωτογραφίες. Είναι η μητέρα που καθόταν στα σκαλιά του σχολείου δύο ώρες πριν από τη λήξη των μαθημάτων, μέχρι να ανοίξει η πόρτα για να παραλάβει τον γιο της. Μια μέρα η κόκκινη πόρτα ανοίγει αναπάντεχα και τη φωνάζουν μέσα. «Συμβαίνει κάτι με το παιδί;», ρώτησε αγχωμένη και ο διευθυντής της απάντησε: «Συμβαίνει σίγουρα κάτι με εσάς, κυρία Εβανς, ανησυχώ βαθιά».

Ναι, το ξέρω, είναι απίστευτο. Είναι φίλη μου – «όου μάι γκοντ», θα πείτε. Τώρα, θα πω κάτι και το γράφω με φωνή μεγάλης ηρεμίας και τρυφερότητας: κάνει πολύ καλό στις «μανούλες» –όλων των εθνικοτήτων– να μη γνωρίζουν, από καιρού εις καιρόν πού βρίσκεται η κόρη ή ο γιος τους. Τα παιδιά δεν χρειάζονται ούτε κηδεμονική διασκέδαση ούτε εικοσιτετράωρη παρακολούθηση επτά ημέρες την εβδομάδα. Ο κόσμος δεν είναι τόσο επικίνδυνος, ούτε εμείς τόσο απαραίτητες. Δεν απειλούνται διαρκώς από τα δεινά της κοινωνίας, απειλούνται συχνά παραπάνω από εμάς.

Εάν υπάρχει κάτι επικίνδυνο, αυτό βρίσκεται στην τσέπη τους. Κουβαλούν, με το πρόσχημα προστασίας, ένα εθιστικό αξεσουάρ. Η επόπτευση έρχεται με αντίτιμο. Ερχεται με το κόστος της απόλυτης αδυναμίας συγκέντρωσης. Με το κόστος της πρόσβασης σε όλο το μπούλινγκ και σε όλο το πορνό του πλανήτη. Ερχεται με το κόστος της ακύρωσης της ικανότητας να τους δώσουμε τον έλεγχο για να βρουν το νόημα. Ερχεται και με άλλα πολλά.

Καταφθάνει, τέλος, με κάτι σκληρό. Με τη συνειδητοποίηση ότι έφτασε η ώρα να ανεξαρτητοποιηθούμε από τα παιδιά μας. Και να δώσουμε νόημα, εμείς αυτόνομα, στη δική μας διαδρομή και στην επίβλεψη της μεσήλικης μοναχικής μας ύπαρξης.

*Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Πηγή: kathimerini.gr/opinion

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση