Το άρθρο του Δημήτρη Χριστόπουλου που μου το σύστησε η φίλη μου Α.Β το διάβασα, το βρήκα καλογραμμένο και εύστοχο στην ανάλυσή του στις παρατηρήσεις και τα σχόλιά του όπως και στις πρόσφορες για συζήτηση προτάσεις του που κάνει για να σωθεί ότι είναι δυνατόν να σωθεί από τα ελληνικά βουνά και τα χωριά.
Δ.Χ. Παρά την παρακμή του, το ελληνικό βουνό είναι απαράμιλλο. Ο πιο αυθεντικός προορισμός που έχει ακόμη να δώσει η χώρα αυτή. Ο τόπος όπου γνωρίζεις τους πιο ατόφιους ανθρώπους – ντόπιους και ταξιδιώτες.
Ζω για τα ορεινά ταξίδια, αλλά δεν συνηθίζω να γράφω γι’ αυτά. Άλλα είναι τα πεδία της ειδημοσύνης μου. Σήμερα όμως θέλω να γράψω για τα βουνά. Ειδικά για τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας, Ρούμελης, Θεσσαλίας και Ηπείρου που αποτελούν έναν ενιαίο γεωγραφικό όγκο και γεωπολιτισμικό συνεχές, από το οποίο κατάγομαι και με το οποίο είμαι συναισθηματικά δεμένος.
Θα ξεκινήσω λέγοντας πως διόλου δεν συμμερίζομαι μια νοσταλγική ιδεαλιστική αντίληψη «επιστροφής στο βουνό», μια πλασματική ειδυλλιακή αναπαράσταση του ορεινού όγκου. Σε αντίθεση με αυτό που πιθανώς κάποιοι νομίζουν σήμερα, οι άνθρωποι που έζησαν γενιές στο βουνό δεν έχουν καλές μνήμες από κείνο. Το γνωρίζουν, το θεωρούν «δικό τους», αλλά δεν το αγαπούν, γιατί τους ταλαιπώρησε αβάσταχτα.
Για τον λόγο αυτό –κι όχι μόνο όμως–, το βουνό υπήρξε εύκολο θύμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Όχι μόνο στην Ελλάδα. Με το που τους δόθηκε η δυνατότητα, οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το βουνό διότι η ζωή σε αυτό ήταν αφόρητα δύσκολη. Πέραν αυτής της γενικής συνθήκης, στην Ελλάδα είχαμε και την τραγική δεκαετία του ’40 που επιτάχυνε την ιστορικά προδιαγεγραμμένη πορεία της εγκατάλειψης. Έκτοτε, σταδιακά το βουνό χάνει τη σημασία που παραδοσιακά είχε για την ταυτότητα του ελληνικού καταμερισμού εργασίας αλλά και του κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού της χώρας.
Το ορεινό ερήμωσε. Οι πεζούλες χάλασαν, καθώς κανείς πλέον δεν θα οργώσει στα ταπεινά ισώματά των πλαγιών. Αν όμως η αγροτική οικονομία εγκαταλείφθηκε στο βουνό εδώ και περίπου μισό αιώνα, επί των ημερών μας ολοκληρώνεται και η εγκατάλειψη του βασιλέα των ορεινών ενασχολήσεων: της κτηνοτροφίας. Πλέον, τα ζώα ενσταυλίστηκαν και ο παραδοσιακές διαδρομές των κτηνοτρόφων αραιώνουν. Με ελάχιστες εξαιρέσεις κάποιων που περισσότερο το κάνουν για να συντηρούν την οικογενειακή τους παράδοση, το βουνό πλέον δεν γεμίζει μετά του Άι Γιώργη με τσοπαναραίους, ούτε αδειάζει του Άι Δημήτρη. Ο μαζικός κτηνοτροφικός ημινομαδισμός τελείωσε.
Τα βουνά πλέον ρημάζουν και η φύση σαν να εκδικείται τον άνθρωπο και τα γίδια που ως πρόσφατα αποψιλώνανε μανιασμένα τις ολόφυτες λειβαδιές της. Το βουνό, ακατοίκητο κι άδειο, γίνεται ξανά απροσπέλαστο. Οι δασικοί δρόμοι γίνονται ολοένα και λιγότερο χρήσιμοι και λεφτά δεν περισσεύουν για να έχουμε δρόμους χωρίς χρήση. Όμως χωρίς δρόμους, το βουνό καίγεται ευκολότερα. Τα μόνα που ευτυχώς υπάρχουν ολοένα και πιο συστηματικά και σημαδεμένα είναι τα ορεινά μονοπάτια, καθώς η ορειβασία κερδίζει έδαφος εδώ και κάμποσα χρόνια.
Δεν φτάνει όμως η ορειβασία. Ούτε φτάνουν για να αντέξει το βουνό, οι επισκέπτες του –ντόπιοι ή μη– του Αυγούστου. Τα σπίτια χαλάνε. Πλέον, η μέση οικογένεια δεν μπορεί να συντηρήσει σπίτι για 10-15 μέρες το χρόνο σ’ ένα χωριό. Τα σπίτια στην ύπαιθρο δεν είναι διαμερίσματα. Θέλουν δουλειά και χρήμα για να τα κατοικήσεις. Ακόμη και οι ντόπιοι που 20 χρόνια πριν θα κατέκλυζαν τα χωριά τους τον Αύγουστο ολοένα και λιγοστεύουν. Τα περισσότερα σπίτια παραμένουν κλειδαμπαρωμένα. Κάθε χρόνος που περνάει με το σπίτι κλειστό, μειώνει τις πιθανότητες του να ξανανοίξει.
Το βάρος της ιστορίας
Το ελληνικό βουνό έχει βαθιά χαραγμένη ιστορία. Τα βουνά της Ρούμελης, της Θεσσαλίας και της νότιας Ηπείρου αναδείχθηκαν ως ο τόπος των μεγάλων στιγμών από τα μέσα του 19ου ως τα μέσα του 20ού αιώνα. Από την εποχή της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του αγώνα της Ανεξαρτησίας, των αρματολών που έγιναν κλέφτες, των κλεφτών που έγιναν ληστές την εποχή της εδαφικής εξάπλωσης της Ελλάδας, των αγροτών που έγιναν αντάρτες στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου…
Δεν νομίζω ότι η ανυπακοή, η απείθεια και η αντίσταση βρίσκονται στο DNA των Ελλήνων, όπως μάλλον πλειοψηφικά πιστεύεται Δεξιά κι Αριστερά, ξέρω όμως ότι στο βουνό σφυρηλατήθηκαν ιστορικά και κοινωνικά –και ενίοτε με ηρωικό τρόπο–, αυτές οι ιδιότητες. Κι αυτό δεν μπορούν να το αρνηθούν ακόμη κι εκείνοι που νιώθουν κάπως άβολα με αυτήν την παράδοση.
Το βουνό όμως αφέθηκε πλέον. Τους δρόμους τους αυλακώνουν τα νεροφαγώματα. Τα γεφύρια γκρεμίστηκαν. Τα σχολεία κλείνουν το ένα μετά το άλλο: χωριά που πριν σαράντα χρόνια είχαν τρεις μαθητικές αίθουσες ανά τάξη του Δημοτικού τώρα έχουν τρεις μαθητές ανά τάξη – και αν. Φαρμακεία, ιατρεία, μαγαζιά δεν υπάρχουν. Τίποτε δεν υπάρχει. Σιγά σιγά ως και τα καφενεία κλείνουν.
Τα περισσότερα ορεινά χωριά στην Ελλάδα έχουν διψήφιο αριθμό κατοίκων και τα ερχόμενα δέκα χρόνια τα περισσότερα θα έχουν μονοψήφιο. Δεν ξέρω αν γίνεται αντιληπτό, αλλά συζητάμε για μια άλλη χώρα. Μια χώρα χωρίς ύπαιθρο. Και προσοχή, αυτό δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα: στη διασημότερη ευρωπαία κτηνοτρόφο, την Ισπανία, αδειάζει το εσωτερικό της ιβηρικής χερσονήσου και όλοι κατευθύνονται στις πόλεις των παραλίων (με την εξαίρεση της Μαδρίτης) ή στο εξωτερικό.
Όλα τα γειτονικά μας κράτη, με την εξαίρεση της Τουρκίας (Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Βουλγαρία) έχουν χάσει το ένα τέταρτο του πληθυσμού τους από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κι ύστερα. Η Ελλάδα για πρώτη φορά στην ιστορία στην απογραφή του 2021 εμφανίζεται με μειωμένο πληθυσμό κατά 3,5%, (περίπου 450 χιλιάδες) με μόνες περιφέρειες να κρατούν περίπου σταθερό τον πληθυσμό τους, την Αττική και την Κρήτη. Αυτό σημαίνει ότι η μείωση των υπολοίπων περιφερειών, ισοσταθμίζεται περίπου στο 7% πανελληνίως.
Πολλά δεν μπορούν να γίνουν. Κάτι όμως, μπορεί.
Συζητάμε για ένα δημογραφικό σεισμό το επίκεντρο του οποίου είναι η ορεινή χώρα. Σώνεται η κατάσταση; Η έντιμη, χωρίς γλυκερούς συναισθηματισμούς, απάντηση πως όχι. Η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη. Κι αν κάποιος λέει να επιστρέψουμε στο βουνό και να ασχοληθούμε νοσταλγικά με τις δραστηριότητές του, το πιο πιθανό είναι να έχει φτάσει ως την Αράχωβα ή ως τον Άγιο Αθανάσιο του Καϊμάκτσαλαν, αν είναι από Αθήνα ή Θεσσαλονίκη αντίστοιχα.
Το βουνό δεν είναι χόμπυ. Είναι σκληρός αγώνας βιοπορισμού. Φυσικά, μπορούν να ανοίξουν κάποιες χαραμάδες στη μη αναστρεψιμότητα: ολοένα και περισσότεροι, νέοι κυρίως, πάνε να ζήσουν στο βουνό ασχολούμενοι με δραστηριότητες ταξιδευτών στη φύση. Μιας χαμηλής έντασης και κόστους τουρισμός είναι σίγουρα βιώσιμη διέξοδος για ένα μικρό αλλά όχι ασήμαντο τμήμα της ορεινής επικράτειας. Και αυτό, αν γίνει όπως πρέπει –και φαίνεται να ξεκινάει επιτέλους σωστά εδώ και μερικά χρόνια από νέους ανθρώπους– μπορεί να είναι τομή.
Με τους όρους αυτούς, το ταξίδι στο βουνό είναι ευκαιρία στοχασμού για το πού πατάμε.
Γράφει ο Άγγελος Ελεφάντης για το ελληνικό βουνό:
«Έτσι μέσα απ’ το δικό μας λαχάνιασμα στο πέρασμα του μονοπατιού, ίσως μπορέσουμε να νιώσουμε την ανάσα των ανθρώπων που φύλαγαν κάποτε τα κοπάδια, πολεμούσαν, έσκαβαν, συνόδευαν τις σαμαρίνες και τις γιδοβίτσες. Είναι ένα τεράστιο αρχειοτάξιο ορεογνωσίας όλα αυτά, καμιά φορά πιο εύγλωττο από τους σκονισμένους φακέλους των αρχείων. Μας βοηθάει κάπως να ακούσουμε τις φωνές του σώματος, τα νοήματα του σώματος των άλλοτε ζωντανών, αλλά νεκρών πια, ανθρώπων. Γιατί το σώμα νοεί με τον πιο υλικό κι αναντίλεκτο τρόπο». («Τα βουνά. Στα ίχνη μιας τραγικής ζωής», Ο Πολίτης, τχ. 98, 3/1998, τώρα στο Τρία δοκίμια, επίμετρο Διονύσης Καψάλης, Αντίποδες Αθήνα 2021)
Παρά την παρακμή του, το βουνό είναι απαράμιλλο. Ο πιο αυθεντικός προορισμός που έχει ακόμη να δώσει η χώρα αυτή. Ο τόπος όπου γνωρίζεις τους πιο ατόφιους ανθρώπους – ντόπιους και ταξιδιώτες. Ο τόπος που μαθαίνεις να ταξιδεύεις. Όπου ταξιδεύεις για να μαθαίνεις τα πάντα: φύση, ιστορία και πολιτισμό.
Δεν είναι όμως μόνο το ταξίδι στο βουνό που μπορεί να βοηθήσει. Ζούμε σε μια χώρα που βαστά κλεισμένους στα hotspots του Ανατολικού Αιγαίου δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους με μόνη προοπτική για το μέλλον να συνεχίσει να πληρώνει τον απάνθρωπο εγκλεισμό τους.
Γιατί το ελληνικό κράτος αποδεικνύεται ανίκανο να στείλει πρόσφυγες και μετανάστες σε ρημαγμένα χωριά ώστε να ξανανιώσουν; Να καλλιεργηθεί η γη, να μείνει ο κόσμος αν θέλει, κι αν μείνει ν’ ανοίξει ένα σχολείο, ένα φαρμακείο και πάει λέγοντας; Χρειάζονται κίνητρα γι’αυτό και το ελληνικό κράτος έχει θεσμική μνήμη εποικισμών.
Έχω απόλυτη επίγνωση ότι δεν είναι απλό. Χρειάζεται οργάνωση και δουλειά, έλεγχο και επιτήρηση, αλλά κυρίως βούληση. Αυτή λείπει σήμερα. Τέτοια βούληση μπορούν να δείξουν κράτος, τοπική αυτοδιοίκηση και κοινωνία πολιτών προκειμένου κάποια τμήματα της ελληνικής ορεινής ενδοχώρας να αναπνεύσουν δια ενός νέου εποικισμού 100 χρόνια από τον τελευταίο. Ειδάλλως, μόνο ο ορεινός τουρισμός (σε αυστηρά επιλεγμένα σημεία, καθώς δεν συζητάμε για μαζικό τουρισμό ούτως ή άλλως) δεν αρκεί.
Όταν η κυβέρνηση Βενιζέλου, στο πλαίσιο της γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, με πρωτεργάτες τον Δημήτρη Γληνό και τον Αλέξανδρο Δελμούζο, εισήγαγε ως αναγνωστικό της τρίτης δημοτικού «Τα ψηλά Βουνά» πριν περίπου έναν αιώνα, σηκώθηκαν λυτοί και δεμένοι εναντίον του, διότι το πρότυπο που πρόβαλλε στα παιδιά τότε δεν ήταν εθνικώς προσήκον, ως θέμα όσο και ως γλωσσικό ύφος.
Οι γόνοι εκείνων που είδαν στο καλύτερο αναγνωστικό του 20ού αιώνα προσπάθεια αφελληνισμού των παίδων μας (κάποιοι από τους κυβερνώντες σήμερα), είναι αυτοί που θα πούνε ότι όλα τα προηγούμενα είναι επικίνδυνες δοξασίες για το μέλλον του έθνους που απειλείται. Μόνο που το έθνος – όχι ακριβώς αυτό που οι εθνικιστές έχουν στο μυαλό τους – αλλά μια σύγχρονη πολιτική κοινότητα των ανθρώπων που ζούνε μαζί σε κοινό τόπο – απειλείται ακριβώς εξαιτίας της κατάστασης που μόλις περιέγραψα στο βουνό που ρημάζει.
Γι’ αυτό αξίζει να το παλέψουμε. Πολλά δεν μπορούν να γίνουν. Κάτι όμως μπορεί. Και σε τελευταία ανάλυση, όπως είπε κι ο Κωστής Παπαϊωάννου εκφράζοντας πολύ κόσμο, στο Φεστιβάλ της Βοβούσας https://vovousafestival.gr/ φέτος το καλοκαίρι, «το μόνο αναγνωστικό που θυμάμαι είναι τα Ψηλά Βουνά».
Αξίζει να θυμόμαστε τα ψηλά βουνά της Ελλάδας. Από εκείνα μάθαμε και θα μαθαίνουμε για εμάς. Η ορεογνωσία είναι αυτογνωσία.
Πηγή: xaidarisimera.gr/vouno/