Δευτέρα, 06 Μαΐου 2024 11:57

Αποχαιρετισμός σε έναν προσηνή μύθο - Το απόσταγμα δύο συναντήσεων με τον Πολ Όστερ

Επιλέγων ή Συντάκτης 
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

kathimerini13Ηλίας Μαγκλίνης. Είστε ο κύριος Οστερ, σωστά;». Νύχτα, στο πάρκινγκ επί της Φιλελλήνων, περιμένω το αυτοκίνητό μου για να μεταφέρω τον Πολ Οστερ στο ξενοδοχείο του. Την επομένη έχουμε μαζί τη δημόσια συζήτηση στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, η οποία τον έχει προσκαλέσει στην Αθήνα. Εχουμε δειπνήσει στο New Hotel με τον Ελληνα ατζέντη του και ένας άγνωστος κύριος τον αναγνωρίζει και εκδηλώνει τον θαυμασμό του. Ο Οστερ, παρότι κουρασμένος από το ταξίδι, είναι ευγενής, προσηνής, άμεσος και ανθρώπινος.

Τότε, τον Νοέμβριο του 2014, ήταν 67 χρόνων. Δέκα χρόνια αργότερα, στα 77 του, είναι νεκρός, από καρκίνο του πνεύμονα.

Τα τελευταία βιβλία που ολοκλήρωσε είναι ένα πολιτικό δοκίμιο με θέμα την κουλτούρα των όπλων στην Αμερική («Αιματοβαμμένο έθνος», μτφρ.: Ιωάννα Ηλιάδη, εκδ. Μεταίχμιο), ενώ στο εξωτερικό κυκλοφορεί ήδη το τελευταίο του μυθιστόρημα «Baumgartner» (κυκλοφορεί τον Σεπτέμβριο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο). 

Πριν από αυτά, όμως, ο γεννημένος το 1947 στο Νιου Τζέρσεϊ συγγραφέας μας είχε δώσει το απόλυτο μυθιστορηματικό αριστούργημα, το «4, 3, 2, 1» (μτφρ.: Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Μεταίχμιο) – μια συγκαλυμμένη αυτοβιογραφία σε τέσσερις παραλλαγές, τέσσερις ζωές που «τρέχουν» σε παράλληλα σύμπαντα, με το στοιχείο της σύμπτωσης να διατρέχει την αφήγηση με ένα σχεδόν μεταφυσικό ρίγος.

Θυμάμαι ακόμα τη βραδιά στη Στέγη. Την κοσμοπλημμύρα στη μεγάλη αίθουσα του πολιτιστικού οργανισμού του Ιδρύματος Ωνάση. Το πλήθος που είχε συνωστιστεί στο φουαγέ για να την παρακολουθήσει μέσω βίντεο. Και το αόρατο πλήθος που τον παρακολουθούσε μέσω live streaming.

Μετά τη δημόσια συνομιλία μας, υπέγραψε αντίτυπα στις ατελείωτες ουρές των Ελλήνων αναγνωστών του. Αστειευόταν μαζί τους, φωτογραφιζόταν όποτε του το ζητούσαν.

Κι ωστόσο, είχε τη στόφα του σούπερ σταρ. Υπήρξε όμορφος, είχε την προσωπικότητα και την αύρα του αστέρα, η σκέψη του και ο λόγος του κρατούσαν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη/ συνομιλητή/ ακροατή του. Θα μπορούσε να είναι απόμακρος, σνομπ – δεν ήταν.

Από την εποχή που έκανε τη μεγάλη του εμφάνιση, τη δεκαετία του ’80, με την περίφημη «Τριλογία της Νέας Υόρκης», ένα μυθιστορηματικό τρίπτυχο που παρέπεμπε στο νουάρ και τον υπαρξισμό, αυτός ο λάτρης της γαλλικής λογοτεχνίας και κουλτούρας (έζησε χρόνια στο Παρίσι, μετέφρασε Γάλλους ποιητές) απέκτησε ένα παγκόσμιο κοινό. Οταν στην Αθήνα έζησε τη λατρεία του κόσμου, ξαφνιάστηκε – εν μέρει. Το είχε ζήσει και αλλού, όμως δεν έπαυε να τον εκπλήσσει.

Τον είχα γνωρίσει ένα χρόνο νωρίτερα, στο σπίτι του, στο Μπρούκλιν. Αρχετυπικό brownstone κτίσμα αλλοτινών εποχών, σε μια γειτονιά στερεοτυπικά γουντιαλενική, πολύ κοντά στο Σλόουπ Παρκ. Ο Οστερ με υποδέχθηκε με μαύρα γυαλιά. Τον ενοχλούσε το πολύ φως. Ηταν Αύγουστος του 2013 και θα πηγαίναμε να φάμε για τις ανάγκες ενός «Γεύματος» με την «Κ» (δημοσιεύθηκε εκείνο το φθινόπωρο). Με οδήγησε σε ένα γωνιακό ιταλικό εστιατόριο, πολύ κοντά στο σπίτι του.

Ηξερα, καταλάβαινα κάτι: είχα εισβάλει στην καθημερινότητά του. Και η καθημερινότητα ενός συγγραφέα έχει όλη την ιερότητα και τη νεύρωση του αδιατάρακτου. Και αυτό τώρα είχε καταστρατηγηθεί. Δεν με έκανε να νιώσω άσχημα αλλά αισθάνθηκα πως αυτό ήταν κάτι που απλώς «έπρεπε να το κάνει» ως επαγγελματίας. Στην Αθήνα όταν ήρθε, μάλλον επειδή η ιερή καθημερινότητά του είχε μείνει κάπου πίσω στο Μπρούκλιν και το είχε αποδεχθεί, ήταν πιο χαλαρός, πιο ελεύθερος.

Μετά το γεύμα, πρότεινε να ξαναπάμε σπίτι του να συνεχίσουμε εκεί την κουβέντα μας. Μπορεί να του είχα διαταράξει τη συγγραφική ρουτίνα όμως ήταν λαλίστατος, δεν βιαζόταν να με ξεφορτωθεί, ήθελε να πει πράγματα. Μιλήσαμε για τον μύθο του Μεγάλου Αμερικανικού Μυθιστορήματος. «Πείτε μου, το έχετε εσείς διαβάσει; Ξέρετε ποιο είναι; Διότι εγώ δεν έχω ιδέα». Του είχα πει τότε το «Μόμπι Ντικ». «Σύμφωνοι», έκανε, «αλλά, ξέρετε, στον καιρό του ο Μέλβιλ λοιδορήθηκε. Ο “Μόμπι Ντικ” αγνοήθηκε. Το βιβλίο ανακαλύφθηκε στην ουσία μετά τον θάνατο του Μέλβιλ. Αρα; Είναι Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα ή όχι αυτό το ανυπέρβλητο αριστούργημα; Πάντως εμείς οι ίδιοι δεν το αναγνωρίσαμε όταν έπρεπε ως τέτοιο».

Πάντα μαχητικός

Μου μίλησε και για το πώς μια μέση αμερικανική οικογένεια πλέον δεν μπορεί να κάνει αποταμίευση. Ακουγόταν οργισμένος. «Αυτό που για τη γενιά τη δική μου και του πατέρα μου ήταν περίπου αυτονόητο, ότι με σκληρή δουλειά θα μπορέσεις κάποτε να πάρεις ένα σπίτι, αυτό το τόσο απλό πράγμα, στην Αμερική τουλάχιστον έχει τελειώσει, αυτό ήταν. Και είναι τρομερό».

Το είχε πει και στη Στέγη, εκείνη την αξέχαστη βραδιά του 2014: «Κανείς δεν πιστεύει στο μέλλον πια». Κι ωστόσο, όταν μαχαιρώθηκε ο Σάλμαν Ρούσντι, ήταν από τους πρώτους που διαμαρτυρήθηκαν σε μια μεγάλη συγκέντρωση συγγραφέων στη Νέα Υόρκη. Θέλω να πω, δεν έπαψε να είναι μαχητικός, επίμονος.

Τώρα που διαβάζω την είδηση του θανάτου του, σκέφτομαι εκείνη την πρώτη αράδα από το υπέροχο μυθιστόρημά του «Τρέλες στο Μπρούκλιν» (μτφρ.: Βίκυ Κυριαζή, εκδ. Ζαχαρόπουλος): «Εψαχνα ένα ήσυχο μέρος για να πεθάνω». Ο ήρωας του Οστερ βρήκε αυτό το ήσυχο μέρος στο Μπρούκλιν. Οπως τώρα ο συγγραφέας του.

Πηγή: kathimerini.gr/culture

Προσθήκη νέου σχολίου

Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση