Η αύξηση του κατώτατου μισθού από 1η Απριλίου ώθησε τον πρωθυπουργό να σχολιάσει ότι και στον κατώτατο “επιτέλους” θα γίνουμε Ευρώπη. Λοιπόν;
Ο κατώτατος μισθός κατά τη διακυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη αυξήθηκε κατά 27,7% -από 650 σε 830 ευρώ. Σωρευτικά, η μεγέθυνση του ΑΕΠ το ίδιο διάστημα, ήταν 20,5% σε τρέχουσες τιμές ενώ ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε κατά 16%. Αυτό το 16% έδωσε το δικαίωμα να πει η κυβέρνηση δια στόματος πρωθυπουργού και υπουργού Οικονομικών ότι ο κατώτατος υπερέβη τις πληθωριστικές αυξήσεις της πενταετίας. Όμως, από το 2020 έως το 2023 η σωρευτική αύξηση των τιμών στα τρόφιμα είναι 30,56%. Παράλληλα, σύμφωνα πάλι με την ΕΛΣΤΑΤ, το μερίδιο της μέσης δαπάνης για διατροφή και στέγαση του πτωχότερου 20% του πληθυσμού ήταν 58,1% των δαπανών έναντι 25,6% του πλουσιότερου 20%. Αν, λοιπόν, υποστηρίζουμε ότι όσοι λαμβάνουν κατώτατο μισθό ανήκουν, κατά μεγάλη πλειονότητα, στο πτωχότερο 20% το οποίο δαπανά το 60% του εισοδήματός του στα είδη διατροφής τότε ο σωρευτικός πληθωρισμός γι’ αυτούς δεν είναι 16% αλλά 26%. Στην ουσία, δηλαδή, είναι όσο αυξήθηκε ο πληθωρισμός όλη αυτή την περίοδο. Το δεύτερο συναφές ζήτημα μ’ αυτό – το λέγαμε εμείς εδώ από παλιά – είναι ότι η μεγέθυνση του ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους ήταν σωρευτικά 8,6%. Μια απαραίτητη παρένθεση εδώ: ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης ήταν 1,7% την πενταετία Μητσοτάκη αλλά αυτό αποκρύβεται. Κι αυτό παρά τα 60 δισ. της επεκτατικής πολιτικής που ασκήθηκε και τα χρήματα από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Αν λοιπόν αυξήθηκε το ΑΕΠ κατά 8,6% ένα κομμάτι του θα πρέπει να αναλογεί και στον κατώτατο μισθό, εφόσον αυξήθηκε το εθνικό προϊόν. Επομένως, ο μισθωτός με κατώτατο μισθό δεν έχει πάρει τίποτε από αυτή την αύξηση. Άρα, πρέπει να είμαστε λιγάκι προσεκτικοί, ακόμη και στο θέμα αυτό. Και αυτό χωρίς να αναφερθούμε καθόλου στο αν ο κατώτατος μισθός καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες ενός νοικοκυριού. Με τα στοιχεία που παρέθεσα, λοιπόν, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, διότι ο κατώτατος μισθός υπολείπεται κατά την αύξηση του ΑΕΠ, δεν παίρνει μερίδιο απ’ αυτή. Απλώς, παραμένει ένας μισθός που παρακολουθεί μόνο την αύξηση του πληθωρισμού.
Υπάρχει και η σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όπως και το πόσο ήταν ο κατώτατος μισθός πριν την κρίση.
Η κυβέρνηση ξεχνά ότι η τελευταία αύξηση έγινε την 1η Ιουλίου του 2011, στα 751,39 ευρώ. Ξεχνά, επίσης, ότι μειώθηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 2012 από την κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο και έφθασε τα 586 ευρώ ενώ καθιερώθηκε και ο υποκατώτατος στα 510,95 για τις ηλικίες 18 – 25 ετών. Καταργήθηκαν όλα αυτά την 1η Φεβρουαρίου 2019 επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ – Οικολόγων, όταν ο κατώτατος αυξήθηκε κατά 10,9% και έφθασε στα 604 ευρώ (και καταργήθηκε ο υποκατώτατος), που παρέλαβε και η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Να σημειώσουμε, ακόμη, ότι δεν είναι δυνατό να συνεχιστεί να εφαρμόζεται μνημονιακή πολιτική, όσον αφορά το τι καθορίζει το ύψος του κατώτατου. Δεν ισχύουν οι συλλογικές συμβάσεις. Δεν μπορεί η κυβέρνηση να εμφανίζεται σαν φιλελεύθερη, αλλά να αποφασίζει εκείνη τον κατώτατο. Το κάνει, επιπλέον, γιατί έχει ακόμη υποχρεώσεις, μνημονιακής υφής, έναντι της ΕΕ, όσον αφορά τη μεγέθυνση του ΑΕΠ και τη διαχείριση του χρέους.
Εν τω μεταξύ, τον Μάρτιο ο πληθωρισμός αυξήθηκε όταν στην Ευρώπη μειώθηκε. Υπάρχει, δηλαδή, ακόμη ενεργό πληθωριστικό υπόβαθρο;
Στην Ευρωζώνη, πράγματι, ο πληθωρισμός έπεσε στο 2,4% ενώ στην Ελλάδα αυξήθηκε στο 3,4% από 3,1%. Σαφώς, λοιπόν, υπάρχει ενεργό πληθωριστικό υπόβαθρο. Στην Ελλάδα, όπως αναγνωρίζει και ο Διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος, ο κ. Στουρνάρας, υπάρχουν έντονες ολιγοπωλιακές καταστάσεις.
Επανέρχομαι στο θέμα που έθεσες πριν, στις μνημονιακές υποχρεώσεις. Βλέπουμε, όντως, την κυβέρνηση να σφίγγει τη δημοσιονομική πολιτική της, ενώ ισχυρίζεται ότι πάμε καλά δημοσιονομικά. Βλέπει κάτι που δεν φαίνεται με πρώτη ματιά;
Βεβαίως. Σφίγγει τη δημοσιονομική της πολιτική. Έχει σταματήσει την οποιαδήποτε επιδοματική πολιτική, είναι υποχρεωμένη από τη διαχείριση του χρέους να κάνει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ στο διηνεκές. Επίσης, υπάρχει ένα στοιχείο το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό νομίζω όσον αφορά την εξέλιξη του χρέους. Το 2023 δεν είχαμε ονομαστική αύξηση του χρέους όπως αυτό καταγράφεται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, αλλά για τρίτο, ίσως και τέταρτο χρόνο καταγράφεται αύξηση στα Repo’s, δηλαδή στο ενδοκυβερνητικό χρέος το οποίο λαμβάνει η κυβέρνηση και το αποπληρώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα, δηλαδή το “γυρίζει” . Είναι ένας τρέχων λογαριασμός, να το πούμε τραπεζικά. Αυτό, επειδή δεν μπορεί να κλείσει για τέταρτο χρόνο και συνεχώς αυξάνεται, περνά πλέον τα 50 δισ. Και σημαίνει ότι καλύπτει πάγιες ανάγκες, αλλιώς θα έκλεινε ή θα μειωνόταν επαρκώς. Είναι ένα στοιχείο που μας κάνει να αναρωτιόμαστε για τη δημοσιονομική πραγματικότητα της χώρας. Υπάρχουν χρήματα, και πόσα πραγματικά; Δημιουργεί αυτή η πρακτική μια πραγματικά υγιή δημοσιονομική κατάσταση;
Η κυβέρνηση προπαγανδίζει ότι η οικονομία πάει καλά. Η αντιπολίτευση αδυνατεί να αποκαλύψει την πραγματικότητα, όπως και η κοινότητα των οικονομολόγων, πλην εξαιρέσεων. Η έκθεση της Moody’s, όμως, και η μη αναβάθμιση της χώρας, οι στάσιμες προοπτικές αφύπνισαν την κοινωνία, εν μέρει. Τι ισχύει ακριβώς;
Η Moody’s βλέπει αυτό το οποίο βλέπουμε και εμείς, αν και εμείς τα λέγαμε πολύ νωρίτερα. Ευτυχώς, όμως, που τα είπε τώρα, διότι, όπως σωστά είπες, ήλθε στην επιφάνεια το πρόβλημα. Έως τώρα είχαμε μια ρητορεία από την πλευρά της κυβέρνησης που αναπαρήγαγαν και τα ΜΜΕ. Τι είπε η Moody’s; Είπε κάτι πολύ απλό: Πρώτον, η μεγέθυνση στηρίζεται, κυρίως στον τουρισμό και στην αγοραπωλησία ακινήτων, δηλαδή σε πόρους που έρχονται από το εξωτερικό. Την τελευταία τετραετία, κατά μέσο όρο οι ιδιωτικές αγοραπωλησίες ακινήτων ξεπερνούν τα 800 εκατ. ευρώ. Αυτή, λοιπόν, η μεγέθυνση, η οποία στηρίζεται σε αυτούς τους λόγους, στον τουρισμό και σε οιονεί παραγόμενους πόρους στη χώρα, τους άδηλους πόρους όπως λέγαμε παλιότερα, δημιουργεί αβεβαιότητες. Το δεύτερο, είναι ότι υπάρχει ένα μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, για τέσσερα χρόνια, πάνω από 6,5% του ΑΕΠ το οποίο επίσης καλύπτεται από τον τουρισμό, άρα υπάρχει τεράστιο πρόβλημα. Το τρίτο, που είπε είναι ότι η παραγωγικότητα είναι πάρα πολύ χαμηλή και αυτό συνιστά μείζον πρόβλημα. Και το τέταρτο, ότι το τραπεζικό σύστημα παρά τα όσα λέγονται και όσα έχουν γίνει και έχουν μεταφερθεί τα δάνεια στην κοινωνία κτλ, εξακολουθεί να έχει ποσοστά εποπτικών κεφαλαίων κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, στηρίζεται σε αναβαλλόμενο – δηλαδή μη καταβαλλόμενο – φόρο και στηρίζει την κερδοφορία της σε μεγάλη αύξηση των επιτοκίων, δηλαδή στο spread (διαφορά) μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων. Είναι περίπου 6% και συνεχώς αυξάνεται ενώ στις άλλες χώρες της ΕΕ μειώνεται. Όλα αυτά είναι καταστάσεις που δείχνουν μια οικονομία που δεν είναι σε σωστή κατεύθυνση, δεν έχει βιώσιμη βάση για τη συνέχιση της μεγέθυνσής της.
Γι’ αυτό δεν δίνει και θετικές προοπτικές.
Σωστά, αν έδινε θα έπρεπε να προχωρήσει σε αναβάθμιση στην επόμενη κρίση. Θέτει, όμως, η Moody’s και ένα άλλο πρόβλημα. Επειδή είναι μεγάλο το έλλειμμα στο Εμπορικό Ισοζύγιο και παρότι υπάρχουν πολλά έσοδα από τον τουρισμό, εντούτοις το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών [που είναι το άθροισμα των δυο (Άδηλοι Πόροι και Εμπορικό Ισοζύγιο)] εξακολουθεί να είναι μεγάλο. Εκτός ότι σημειώνει την αβεβαιότητα των εσόδων από Τουρισμό, εκτιμά ότι είναι πολύ δύσκολο να μειωθεί το έλλειμμα του Εμπορικού Ισοζυγίου, δηλαδή να αυξηθεί η παραγωγική βάση της οικονομίας. Είναι πάρα πολύ δύσκολο και το συνδέει με τις επενδύσεις. Στον προϋπολογισμό για το 2023 προβλέπονταν επενδύσεις – δημόσιες και ιδιωτικές – 15,5 % του ΑΕΠ. Και τελικά έφθασαν τα 4%, παρά τις μεγάλες εισροές πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Συγκεκριμένα, ένα στοιχείο που χρειάζεται να υπογραμμισθεί είναι το μικρό ποσοστό των καθαρών ιδιωτικών επενδύσεων στο σύνολο του Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου. Αναφέρω στοιχεία για το 2022 : οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου ήταν περίπου 28 δισ. Απ’ αυτά τα 28 δισ. οι άμεσες ξένες επενδύσεις ήταν 8 δισ. Οι δημόσιες επενδύσεις ήταν 11 δισ. εκ των οποίων 3 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης. Αν κάνουμε προσθαφαιρέσεις, οι καθαρές εγχώριες ιδιωτικές επενδύσεις προκύπτει ότι ήταν μόνο 9 δισ., δηλαδή ούτε το 1/3. Πολύ λίγες.
Και σε τι τομείς ήταν;
Ήταν κυρίως τουρισμός και real estate. Είχαμε βέβαια και σε μηχανολογικό εξοπλισμό αλλά πολύ λιγότερα. Κυρίως πήγαν σε υπηρεσίες. Τα λιγότερα πήγαν στη μεταποίηση.
Αυτές τις μέρες παρακολουθούμε κλείσιμο βιομηχανικών επιχειρήσεων. Αρχίζει ένας νέος κύκλος αποβιομηχάνισης;
Καταρχάς να πούμε το εξής. Η αποχώρηση των πολυεθνικών επιχειρήσεων σημαίνει ότι τώρα θα έχουμε εκροή άμεσων ξένων επενδύσεων. Μειώνεται η παραγωγική βάση της οικονομίας διότι φεύγουν οι βιομηχανικές μεταποιητικές επιχειρήσεις. Συμβαίνουν όλα αυτά και κανένας δεν ενδιαφέρεται, πρωτίστως η κυβέρνηση, για τη μεταποίηση. Είναι προσανατολισμένη στην εύκολη λύση, δηλαδή, τα τραπεζικά, το χρηματοπιστωτικό, το real estate, τον τουρισμό κτλ. Όλα τα άλλα που χρειάζονται μακροχρόνια στρατηγική και προοπτική δεν ενδιαφέρουν την κυβέρνηση. Δεν βλέπουμε και καμιά προσπάθεια κάποια αντίδραση.
Πηγή: epohi.gr/article
* Ο Κώστας Μελάς διδάσκει Οικονομία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων. Πατώντας biblionet.gr θα εμφανιστούν στοιχεία του βίου του και τα βιβλία που έχει γράψει.