Μια τεράστια πορεία 100.000 ατόμων υπέρ της Παλαιστίνης έλαβε χώρα στους δρόμους του Λονδίνου το προηγούμενο Σάββατο. Η υπουργός Εσωτερικών Σουέλα Μπρέιβερμαν τη χαρακτήρισε «πορεία μίσους». Μήπως υπερβάλλει; Ή πράγματι το παλιό μίσος είναι η νέα μόδα; Οσοι παρίστανται στις διαδηλώσεις είναι φιλοπαλαιστίνιοι, δεν είναι όμως όλοι αντισημίτες. Ιχνος μισαλλοδοξίας δεν υπάρχει στην άσκηση κριτικής σε κυβερνήσεις και αυτό συμπεριλαμβάνει και την κυβέρνηση του Ισραήλ. Σε μια ελεύθερη χώρα ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του κατεβαίνοντας στους δρόμους. Κάποιοι μάλιστα πιστεύουν ότι θα πρέπει να υπάρχει το δικαίωμα να εκφράζεται στήριξη σε εξτρεμιστικές οργανώσεις, όσο απεχθείς κι αν είναι αυτές. Η πολυπληθής ομάδα που πορευόταν ήταν αρκετά ποικιλόμορφη.
Μια ομάδα αριστερή και μέινστριμ ταυτόχρονα: νέοι, μεγαλύτεροι, μουσουλμάνοι, Εκκλησία της Αγγλίας, Βρετανοί, λευκοί, έγχρωμοι, άλλοι με υψωμένες τις γροθιές, άλλοι φορώντας παλαιστινιακές μαντίλες κρατώντας πλακάτ «ελεύθερη Παλαιστίνη» και αιτήματα για την κατάπαυση του πυρός στη Γάζα. Κάποιος, μάλλον αρχάριος, κράτησε για σύντομο χρονικό διάστημα ένα πλακάτ ΛΟΑΤΚΙ, το οποίο σκίστηκε και ποδοπατήθηκε στη στιγμή. Αυτό το γράφω απλώς για να θυμηθούμε ότι οι «φίλοι» δεν είναι απαραίτητα φιλικοί, ούτε ανταποδίδουν την αγάπη, δεν συμφωνούν με τις πορείες των ομοφυλόφιλων ούτε με τους γάμους του ίδιου φύλου και εικάζω ότι δεν ακούν Lady Gaga. Ανάμεσα στο πλήθος κάποιοι φωνάζουν «Τζιχάντ!», κάποιοι σκίζουν αφίσες με πρόσωπα ομήρων που απήχθησαν από τη Χαμάς στις 7.10. Οι αντισημίτες. Η άποψη του επικεφαλής της αστυνομίας είναι ότι «δεν μπορούμε να επιβάλουμε γούστο και ευπρέπεια» και ότι «η λέξη τζιχάντ έχει πολλές ερμηνείες». Ναι, πράγματι, μπορούν όμως να επιβάλουν τον νόμο και να αποσαφηνίσουν την έννοια της λέξης στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Τι άλλο μπορεί να σημαίνει παρά ιερός πόλεμος εναντίον των Εβραίων;
Πού βρίσκεται το όριο και τι τους συνασπίζει όλους μαζί; Η αλληλεγγύη, θα μου πείτε. Απέναντι σε ποιον; Η συσπείρωση στην οποία όλοι ομόφωνα συμφωνούμε είναι ενάντια στα όπλα που στρέφονται σε οποιοδήποτε άμαχο ή παιδικό κεφάλι, ασχέτως χρώματος, ασχέτως θρησκεύματος, ασχέτως γεωγραφικής τοποθεσίας. Η συμπαράσταση στη μάνα που ψάχνει το παιδί της. «Μια μάνα πάντα περιμένει το παιδί της και δεν τη νοιάζει αν είναι φευγάτο σε τόπο μακρινό, σε τόπο κοντινό», γράφει ο Ροτ στην «Κρύπτη των Kαπουτσίνων» (εκδ. Aγρα). Αρκεί να μην είναι στον θάνατο.
Προσπαθώντας να καταλάβω, διαβάζω το βιβλίο «The identity trap» του Γιάσα Μουνκ. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η έννοια του ρατσισμού έχει μετατοπιστεί. Παραδοσιακά, ρατσιστής είναι όποιος πιστεύει ότι κάποια φυλή είναι ηθικά ή διανοητικά κατώτερη. Στις μέρες μας το «κλειδί» για να κατανοήσει οποιοσδήποτε οποιαδήποτε πολιτική αντιπαράθεση είναι να τη συλλάβει με όρους συσχετισμού ισχύος μεταξύ ομάδων με διαφορετικές ταυτότητες. Ενα νέο λοιπόν απλοποιημένο (υπεραπλοποιημένο) σετ ιδεών καθοδηγεί τη συνείδηση στην προσέγγιση της ισότητας και, όπως παρατηρώ, μας απαλλάσσει από το να χρησιμοποιούμε την κρίση και τη σκέψη μας. Συνίσταται στον απλό διαχωρισμό: λευκοί – έγχρωμοι, θύτες – θύματα, καταπιεστές – καταπιεζόμενοι, αποικιοκράτες – αποικιοκρατούμενοι. Τέλος. Φυσικά τυφλώνει γιατί αδυνατεί να συλλάβει αποχρώσεις, να δώσει χώρο σε πολλαπλές αφηγήσεις. Είναι σαν να απευθύνεται σε μη πεπειραμένους ερασιτέχνες της ζωής, σε όσους δεν έχουν διαβάσει ποτέ λογοτεχνία. Γιατί οποιοσδήποτε είχε την τύχη να έχει εμπειρίες ή να έχει συναναστραφεί λογοτεχνικούς ήρωες, μπορεί να αντιληφθεί (απλοποιημένα) ότι ένας «κακός» ενδέχεται να είναι και «καλός» και ένας «καλός» μπορεί παράλληλα να είναι και «κακός».
Κατ’ αυτόν τον τρόπο το νέο σετ ιδεών που προωθείται ως «οδηγός» αδυνατεί να δει ότι τα μέλη μιας μειονότητας μπορεί να είναι ρατσιστές απέναντι σε μιαν άλλη μειονότητα. Σύμφωνα με τη νέα κυρίαρχη άποψη, η μόνη πηγή ρατσισμού είναι αυτή που ασκείται από κρατικές ή θεσμοθετημένες συλλογικές οντότητες. Στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής, οι Ισραηλινοί είναι οι «λευκοί» και οι Παλαιστίνιοι οι «έγχρωμοι» (παρότι στην ουσία έχουν την ίδια απόχρωση δέρματος). Και αφού ιστορικά οι λευκοί είναι οι καταπιεστές, είναι αδύνατον να μιλούμε για ρατσισμό, ακόμη κι αν μια μειοψηφία Εβραίων (από την Αιθιοπία) είναι μαύροι. Πέρα από το χρώμα, στους Εβραίους προσδίδουν στερεοτυπικά χαρακτηριστικά: είναι εύποροι, προνομιούχοι, ισχυροί και έχουν έλεγχο. Αρα δεν είναι περιθωριοποιημένοι ούτε καταπιεσμένοι και δεν έχουν ανάγκη προστασίας. Το χρώμα του δέρματος, τα προνόμια, τα χρήματα (ασχέτως αν υπάρχουν) κατατάσσουν τους Εβραίους στην καθεστηκυία τάξη, στην προστατευμένη πλειονότητα. Στη συλλογική αντίληψη είναι θωρακισμένοι. Αδυνατούμε να δούμε την προκατάληψη, τον ρατσισμό ή την τρομοκρατία εναντίον τους. Είναι θύματα του στάτους τους.
Θα πληγωνόταν αν ζούσε σήμερα ο Γιόζεφ Ροτ. Πίστευε –όπως έγραψε στο ίδιο βιβλίο– ότι «όλα υποτάσσονται στον φυσικό νόμο ενός ισχυρού πνεύματος, που μπορεί να φέρνει το μακρινό κοντά, να κάνει το ξένο οικείο, να ενώνει αυτά που φαινομενικά τραβιούνται μακριά το ένα από το άλλο». Ενα ισχυρό πνεύμα μπορεί να δει συνολικά και ειδικά, να αντιληφθεί εκφάνσεις, παραλλαγές, αντιφάσεις, πτυχές, έχει την ικανότητα να ζυγίσει, να κρατήσει χώρο για αμφιβολίες. Θα αποκαρδιωνόταν με την απλοποιημένη, στερημένη διαύγειας, ασπρόμαυρη σκέψη.
Το περασμένο Σάββατο το tube μετέφερε επιβάτες στην πορεία υπέρ της Παλαιστίνης. Ενα ενεργητικό πλήθος που κρατούσε σημαίες και φώναζε συνθήματα. Ενα ετοιμοπόλεμο πλήθος για μοδάτο ακτιβισμό. Ο οδηγός συμμετείχε στον ενθουσιασμό τους. Χρησιμοποιούσε το σύστημα επικοινωνίας για να δείξει ότι θα ήθελε κι εκείνος –αν μπορούσε– να κατέβει μαζί τους και να συνταχθεί στην πορεία. Ελεγε από τα μεγάφωνα «ελεύθερη, ελεύθερη» και οι επιβάτες συνέχιζαν την πρόταση «Παλαιστίνη». Το πάθος του όχλου ήταν τέτοιο που σκέφτηκα τον έναν επιβάτη, τον ζαρωμένο, τον τρομοκρατημένο, Βρετανό Εβραίο που ενδεχομένως να βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στον συρμό, τη μοναξιά του ενός. Κανείς δεν τον παρατηρεί, αλλά ο ίδιος φοβάται.
Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.
Πηγή: kathimerini.gr/opinion