Η Δραπετσώνα έχει ένα μυθικό εκτόπισμα για τον επισκέπτη της, με την τάφρο της, τα πολλά προσφυγικά, όσα απέμειναν, τα διάσπαρτα ερειπωμένα πορτοπαράθυρα, τις μυστικές της κόγχες, τις τεράστιες, σύγχρονες πολυκατοικίες, τα ζαχαροπλαστεία και τα κεμπάπ, την αύρα της μνήμης, το παλιό σινεμά Ρεξ… Είναι ένας τόπος που σου δίνει την αίσθηση ενός ορίου. Αλλά αυτό που ήθελα να δω ήταν τα σαραβαλιασμένα σπίτια στη γειτονιά πίσω από τον Αγιο Διονύσιο, εκείνα που τη νύχτα μεταβάλλονται σε κινηματογραφικά σκηνικά φωτισμένα με ένα υπογάλανο γαλακτερό φως που γεννά σκιές και αίσθημα δέους. Εκεί, νιώθεις πως υπάρχει ζωή πίσω από τα χαλάσματα.
Το πρωί όμως η κίνηση της Δραπετσώνας σκεπάζει τα θροΐσματα και τους κραδασμούς των σιωπηλών σπιτιών και σε παρασύρει στην καθημερινότητα. Ομως, εκείνα τα αστικά λαγούμια σε καλούν. Μοιάζουν αναχώματα περασμένων ζωών, με μαγαζιά της γειτονιάς που έκλεισαν προ αμνημονεύτων χρόνων. Ενας φούρναρης, ένας σιδεράς, ένας ράφτης… Ξεκρέμαστες οι ταμπέλες, λιωμένα τα κουρτινάκια σαν υφασμάτινα τάματα, ανεμίζουν στο τίποτα. Εκεί, με φευγαλέες παρουσίες να χάνονται πίσω από περάσματα και σπασμένα παράθυρα, έχεις την εντύπωση πως έχεις παραβιάσει το κατώφλι ενός κόσμου που δεν φτιάχτηκε για σένα. Είναι μια συνθήκη εξωπραγματική. Τα σπίτια και τα παλιά μαγαζιά θυμίζουν περιοχή που έχει αποκλειστεί από τον έξω κόσμο. Μέσα, όμως, σε αυτήν την ονειροφαντασία, που θέλοντας και μη αφέθηκα, άρχισα να παρατηρώ τα κοσμήματα της Δραπετσώνας. Ηταν όλα αφημένα εκεί, πεταμένα, σαν να τα είχαν παρατήσει κατακτητές ενός κουρσεμένου τόπου. Ακούγεται υπερβολικό, αλλά όταν βρεθεί κανείς εκεί νιώθει πως μπορεί να ακούσει και το παραμικρό τρίξιμο σε μια αθέατη κάμαρη.
Σκεφτόμουν πως πέρασε και η επέτειος του 1922 αλλά δεν είδα κάποιο πραγματικό σωστικό έργο. Εδώ, στη Δραπετσώνα όπως και αλλού, στις άλλες προσφυγικές γειτονιές, υπάρχουν τα λείψανα ενός πολιτισμού, που μέσα στη μοναδικότητά του παραμένει ανεπανάληπτος. Αλλά και μια πιο προσεκτική παρατήρηση σε όλο το αισθητικό λεξιλόγιο που παραμένει πεταμένο εκεί σε αυτήν τη γειτονιά, θα φέρει μπροστά τη σιδηρουργία και την ξυλουργία του 1930, σχεδόν ατόφια. Προκαλεί δέος πως ο κόσμος αυτός, αν και σαρωμένος και αγνοημένος ακόμη και ως αποτύπωμα, μπορεί να γεννήσει τόσο ισχυρά συναισθήματα με την απλή έκθεση και παράθεση των παρασήμων του.
Πίσω ακριβώς από τον Αγιο Διονύσιο, στο μικρό στενό, υπάρχουν δυο πόρτες του Μεσοπολέμου. Ρημαγμένες. Η δεξιά, έχει το κλασικό αρ ντεκό μοτίβο που συναντά κανείς σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας (υπάρχει ακριβώς η ίδια και απέναντι στην οδό Μπότσαρη). Η αριστερή, όμως, σιδερένια έως πάνω, και εντελώς σκουριασμένη, έχει σπάνιο διάκοσμο και διατηρείται σε καλή κατάσταση αν συντηρηθεί. Μας δείχνει το αισθητικό επίπεδο των τεχνητών αλλά και τη διασπορά ενός κοινού λεξιλογίου σε διαβαθμίσεις, σε όλες τις συνοικίες, εύπορες ή φτωχές. Πιο κάτω, σαν σε σκηνικό από καδρόνια και χαρτόκουτα, η γειτονιά έμοιαζε τυλιγμένη σε ατμούς. Ο ήλιος χρύσιζε τόπους τόπους.
Πηγή: kathimerini.gr/culture